Συνάδελφος από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών που ζήτησε να πληροφορηθεί για όσα αδιανόητα και εξωφρενικά ταλανίζουν και πάλι τον χώρο της έρευνας σχολίασε την αναγγελθείσα πρόθεση ουσιαστικά για διάλυση και κατάργηση του ΕΙΕ διά της συγχωνεύσεώς του με το επίσης υπό κατάργηση Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών θέτοντας το εξής ερώτημα: Γιατί οτιδήποτε δουλεύει σ΄ αυτή τη χώρα πρέπει να το καταστρέφουμε; Αυτό είναι όντως το ερώτημα που βασανίζει κάθε καλόπιστο γνώστη των πραγμάτων. Θα ήθελα όμως να προσθέσω στο εύλογο ερώτημα της συναδέλφου και ένα άλλο, πιο εξειδικευμένο αλλά εξίσου κρίσιμο και υπαρξιακό για μας που θητεύουμε στον χώρο της έρευνας: Γιατί το ΕΙΕ έχει αποδώσει; Υπήρξε παραγωγικό κατά γενική ομολογία, περιλαμβανομένης και εκείνης του Πρωθυπουργού της χώρας, ο οποίος στις 19 Μαρτίου 2008 κατά τον εορτασμό της πενηντακονταετίας του ΕΙΕ αναφερόμενος στο έργο που έχει συντελεστεί μας είπε: «Συνεχίστε να μας κάνετε υπερήφανους».

Η εξήγηση της αποδοτικότητας του ΕΙΕ έγκειται στον διφυή του χαρακτήρα· στη συνύπαρξη ανθρωπιστικών και θετικών επιστημών στους κόλπους του, συνύπαρξη που καθιστά καθημερινή πράξη στη διεξαγωγή και διοίκηση της έρευνας τον διάλογο των δύο παραδόσεων, της επιστήμης και του ουμανισμού, έναν διάλογο που καθόρισε εμβληματικά την ταυτότητα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Το ΕΙΕ οραματίστηκαν και πραγμάτωσαν μερικοί φωτισμένοι επιστήμονες πριν από ακριβώς μισό αιώνα: ο Λεωνίδας Ζέρβας, ο Γιάγκος Πεσμαζόγλου, ο Κ. Θ. Δημαράς και ο Διονύσιος Ζακυθηνός, τους οποίους συνέδεε μια κοινή πεποίθηση για την αξία της αναζήτησης της γνώσης ως αυτοσκοπού και ως προσδιοριστικού στοιχείου μιας ελεύθερης κοινωνίας.

Οι στοχεύσεις αυτές απέδωσαν αποτελέσματα εντυπωσιακά σε ποιότητα και πρωτοτυπία, ιδίως για τα μέτρα της ελληνικής κοινωνίας. Η κρίση δεν είναι αυθαίρετη ούτε αυτάρεσκη αλλά βασίζεται στη διεθνή ανταγωνιστικότητα και αποδοχή των ερευνητικών προϊόντων των ινστιτούτων του ΕΙΕ. Ως προς τις ανθρωπιστικές επιστήμες που θεραπεύονται από τα τρία ινστιτούτα ιστορικών σπουδών του ΕΙΕ δεν υπάρχει κατά τη γνώμη μου αμφιβολία ότι η διεθνής βιωσιμότητα της επιστημονικής παραγωγής τους καθορίστηκε σε μέγιστο ποσοστό από τη συνύπαρξη με τις θετικές επιστήμες που δημιουργεί ένα κλίμα εξωστρέφειας και διεθνούς άμιλλας και τον δυναμισμό που προσδίδει στο Ιδρυμα η διαχείριση κολοσσιαίων πολλές φορές ερευνητικών προγραμμάτων που διεκπεραιώνονται με διεθνείς και ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις. Παράλληλα η συνύπαρξη και των έξι ινστιτούτων του ΕΙΕ με το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης εξασφάλισε στα προγράμματά τους τη συνεχή αναβάθμιση με την εισαγωγή νέων συστημάτων πληροφορικής και την υποστήριξη της έρευνας χάρη στη διαθεσιμότητα τεράστιων βάσεων δεδομένων (π.χ., ηλεκτρονικά περιοδικά κτλ.), που διαφορετικά θα μας ήταν απρόσιτες.

Χάρη στο κλίμα της εξωστρέφειας, της επίγνωσης του διεθνούς χαρακτήρα της επιστήμης και της αναπτυξιακής δυναμικής που προέρχεται από τη σχεδιασμένη έρευνα το Κέντρο Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας μπόρεσε να υπερβεί τη συμβατική διάκριση ιστορίας και αρχαιολογίας και να ενσωματώσει την αρχαιολογική γνώση στην ιστοριογραφία. Το Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών λειτουργεί για δεκαετίες τώρα ως ο αγωγός της ενσωμάτωσης της έρευνας που διεξάγεται στην Ελλάδα στο διεθνές πεδίο των Βυζαντινών Σπουδών και το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών συνέβαλε όχι μόνο στην κοσμογονία της ανανέωσης της ιστοριογραφίας του νέου Ελληνισμού αλλά και επιχειρεί συστηματικά την ενσωμάτωση του νεοελληνικού υποδείγματος στο πεδίο των Διεθνών Ιστορικών Σπουδών. Εν ολίγοις, τα ινστιτούτα ανθρωπιστικών επιστημών του ΕΙΕ χάρη στη δυναμική που δημιουργείται από τη συνύπαρξή τους με τον κόσμο των θετικών επιστημών, σε μια τελείως σύγχρονη και για την Ελλάδα πρωτοποριακή εκδοχή της «συζήτησης των δύο παραδόσεων», μπόρεσαν να προαγάγουν την ιστορία αυτής της χώρας με τρόπο πρωτότυπο και επαγγελματικά αναγνωρίσιμο σε διεθνές επίπεδο. Αυτά τα επιτεύγματα απειλεί να καταστρέψει η διάλυση του ΕΙΕ με την αποσύνδεση των θετικών από τις ανθρωπιστικές επιστήμες και την απομάκρυνση του ΕΚΤ. Η σεμνότυφη μονοθεματικότητα ενός ιδρύματος ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, χωρίς μάλιστα την ηλεκτρονική υποδομή του ΕΚΤ, θα οδηγήσει την έρευνα της ελληνικής ιστορίας σε μαρασμό ή, ακόμη χειρότερα, θα την εγκαταλείψει σε συντηρητικούς από επιστημονικής απόψεως θεσμούς που δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τη διεθνή δυναμική που έχει επιτύχει το ΕΙΕ.

Οσοι έχουν την ευθύνη των νέων σχεδιασμών ας αναλογιστούν αυτές τις δυνητικές συνέπειες βεβιασμένων και κοντόφθαλμων αποφάσεων.

Ο κ. Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Ερευνών στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών.