Σε εκδήλωση, στις 19.3.2008, για τα 50 χρόνια του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΕΙΕ) ο Πρωθυπουργός δηλώνει ότι το ΕΙΕ είναι «ο σημαντικότερος ερευνητικός φορέας της χώρας» και ότι «η επένδυση στη γνώση είναι η αποδοτικότερη και πιο δίκαια επένδυση που μπορεί να κάνει μια κοινωνία». Τον Ιούνιο του 2009 η κυβέρνηση εξαγγέλλει τη διάλυση του ΕΙΕ, του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» και του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών («αναδιάρθρωση ερευνητικού ιστού» την ονόμασαν).

Ως προς την «αποδοτικότερη και πιο δίκαια επένδυση» ο κ. Μπουγάς, υφυπουργός Ανάπτυξης, δηλώνει στους εκπροσώπους των ερευνητών δικαιολογώντας την «αναδιάρθρωση»: «Η έρευνα δεν μπορεί να είναι κρατικοδίαιτη». Στο ίδιο κλίμα ο υπουργός Ανάπτυξης δηλώνει: «Επιβάλλουμε ουσιαστικά τη συνεργασία των πανεπιστημίων και των ερευνητικών ινστιτούτων με τις επιχειρήσεις. Προϋπόθεση χρηματοδότησης των ερευνητικών ινστιτούτων και των πανεπιστημίων, η συνεργασία τους με επιχειρήσεις» και συμβουλεύει τους ερευνητές να συνεργαστούν με επιχειρήσεις για την «παραγωγή εξειδικευμένων προϊόντων σε διαφορετικές μεγάλες καταναλωτικές ομάδες (sic), όπως αυτές των νεφροπαθών, διαβητικών, ηλικιωμένων, καρκινοπαθών και εγκύων».

Το υψίστου διεθνούς κύρους ερευνητικό περιοδικό «Νature» (τ. 458/9.4.2009) επισημαίνει: «Η Ελλάδα διαθέτει τη μικρότερη επιχορήγηση στην έρευνα μεταξύ των (τότε) 15 μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως φαίνεται στον πίνακα. Είναι η μόνη χώρα που μείωσε (το 2006) τις επενδύσεις στην έρευνα από 0,64% του ΑΕΠ σε 0,57% του ΑΕΠ. Πολλά από τα 12 κράτη που έκτοτε μπήκαν στην ΕΕ, ως επί το πλείστον από το φτωχό ανατολικό μπλοκ, ξοδεύουν πολύ περισσότερο (από την Ελλάδα) για την έρευνα». Θεωρεί, φαίνεται, η κυβέρνηση ότι η «αποδοτικότερη και πιο δίκαια επένδυση» είναι ο απογαλακτισμός του «κρατικοδίαιτου» και η «ιδιώτευση». Στο «Νature»: «Ως αποτέλεσμα (της ελλιπούς κρατικής επιχορήγησης) οι έλληνες ερευνητές εξαρτώνται για χρηματοδότηση από τα ερευνητικά ανταγωνιστικά προγράμματα της ΕΕ περισσότερο από τους επιστήμονες οπουδήποτε αλλού… Στα ευρωπαϊκά ανταγωνιστικά προγράμματα οι έλληνες ερευνητές επιτυγχάνουν εξαιρετικά καλά. Ως το 2006 η Ελλάδα έλαβε (από αυτά) τη μέγιστη αναλογία χρημάτων ανά ερευνητή από οποιαδήποτε άλλη χώρα της ΕΕ». Με την «αναδιάρθρωση», δηλαδή τη μεταφορά ινστιτούτων από το ένα κέντρο στο άλλο, με την επιστημονικά άστοχη συνένωση ινστιτούτων με άσχετα μεταξύ τους γνωστικά αντικείμενα και με τη μεγάλης κλίμακας μεταστέγαση ανθρώπινου δυναμικού και εξοπλισμού, πέραν του τεράστιου ανθρώπινου και οικονομικού κόστους, τίθεται σε κίνδυνο ό,τι έχει επιτευχθεί. Είναι δε ορατό το ενδεχόμενο αδυναμίας εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που ανελήφθησαν με συμβόλαια ερευνητικών προγραμμάτων της ΕΕ.

Την προχειρότητα και τον ερασιτεχνισμό του εγχειρήματος αποδεικνύει η δήλωση του υπουργού Ανάπτυξης (Σκάι, 6.9.2009) ότι η οικονομοτεχνική μελέτη, η εκτίμηση κόστους και το χρονοδιάγραμμα θα γίνουν στο μέλλον.

Μείζον επιχείρημα του υπουργείου είναι ότι «με τη μείωση των διοικητικών συμβουλίων των κέντρων και των μελών τους θα επιτευχθούν οικονομίες κλίμακας». Αυτό αποδεικνύει ότι έχουν πλήρη άγνοια του ερευνητικού χώρου. Αγνοούν ακόμη και το γεγονός ότι τα μέλη των ΔΣ δεν αμείβονται πέραν του μισθού τους ως ερευνητών ή πανεπιστημιακών καθηγητών.

Στο ίδιο πλαίσιο άγνοιας, ερασιτεχνισμού και προχειρότητας εντάσσεται και ο προ διετίας ψηφισθείς νόμος αναδιάρθρωσης του θεσμικού πλαισίου των ερευνητικών κέντρων που με πομπώδεις πρωθυπουργικές δηλώσεις παρουσιάστηκε ως η αναγεννησιακή ατμομηχανή της έρευνας: ο νόμος παραμένει σε αναστολή διότι είναι αδύνατον να εφαρμοσθεί, όπως σημειώνει και το «Νature», με αποτέλεσμα το νομικό κενό λειτουργίας των ερευνητικών κέντρων. Με διαδοχικές «αναδιαρθρώσεις» επιφέρουν αποσάθρωση της έρευνας.

Ο υπουργός Ανάπτυξης ισχυρίζεται ότι η αναδιάταξη του ερευνητικού ιστού γίνεται σύμφωνα με τα πορίσματα των αξιολογήσεων των ερευνητικών ινστιτούτων από διεθνείς επιτροπές. Η αλήθεια είναι ότι οι επιδιωκόμενες συνενώσεις ινστιτούτων χαρακτηρίζονται από ερασιτεχνική προχειρότητα, βασιζόμενες, αντιεπιστημονικά, σε ομοιότητες ονομασιών και σε πλήρη αντίθεση προς ρητές υποδείξεις διεθνών επιτροπών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: η διεθνής επιτροπή, που όρισε η παρούσα κυβέρνηση, για την αξιολόγηση του Ινστιτούτου Πυρηνικής ΤεχνολογίαςΑκτινοπροστασίας (ΙΠΤ-Α) του Δημόκριτου, υπογραμμίζει ρητά και κατηγορηματικά στην έκθεσή της (2005), με πλήρη επιστημονική τεκμηρίωση, ότι σε καμία περίπτωση «δεν πρέπει να συγχέονται τα γνωστικά αντικείμενα του Ινστιτούτου Πυρηνικής Φυσικής και του ΙΠΤ-Α» καθώς είναι σαφώς διαφορετικά, διακριτά και διακριτέα. Με την «αναδιάρθρωση» συνενώνουν τα δύο ινστιτούτα. Ο ισχυρισμός του υπουργού οφείλεται σε άγνοια, παραπληροφόρηση ή μήπως σε κάτι άλλο;

Ο κ. Μιχαήλ Αντωνόπουλος – Ντόμης είναι καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Εχει διατελέσει πρόεδρος του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» και της Ελληνικής Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας και διευθυντής του Ινστιτούτου Πυρηνικής Τεχνολογίας – Ακτινοπροστασίας του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος».