Από τα πλέον σύνθετα και δυσεπίλυτα πολιτικά ζητήματα είναι ομολογουμένως εκείνο της περιουσίας και γενικώς των οικονομικών της Εκκλησίας, εν όψει βεβαίως και του κρατούντος έως και σήμερα συστήματος σχέσεών της με το κράτος.

Ακριβώς έναν αιώνα από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, το έτος 1930, επί εποχής της τελευταίας υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο κυβερνήσεως, ο νεαρός τότε βουλευτής Λέσβου Γεώργιος Α. Παπανδρέου, ως ο αρμόδιος επί των Θρησκευμάτων Υπουργός, ανέλαβε μια τολμηρή πρωτοβουλία.

Η πρωτοβουλία εκείνη συνίστατο στην ίδρυση του «Οργανισμού διοικήσεως και διαχειρίσεως της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας», έτσι ώστε το ελληνικό Δημόσιο να εξασφαλίζει τον πλήρη έλεγχο της διοικήσεως και διαχειρίσεως της περιουσίας αυτής.

Ο ΟΔΕΠ, όπως ο οργανισμός αυτός κατά συντομογραφία αποκλήθηκε, διοικείτο από επταμελές Κεντρικό Συμβούλιο, στο οποίο προήδρευε ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και μετείχαν δύο Αρχιερείς, που όριζε η Σύνοδος, ένας Σύμβουλος του νεοπαγούς τότε Συμβουλίου της Επικρατείας, ένας Νομικός Σύμβουλος του Κράτους, ο Γενικός Διευθυντής Δημοσίου Λογιστικού και ένας αντιπρόσωπος της Τράπεζας της Ελλάδος, ελεγχόταν συνεπώς απολύτως από την Πολιτεία.

Ο ΟΔΕΠ τελούσε υπό την εποπτεία του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, τον οποίο στις συνεδριάσεις του Κεντρικού Συμβουλίου εκπροσωπούσε Επίτροπος, με δικαίωμα προτάσεων και γνώμης, χωρίς όμως δικαίωμα ψήφου.

Πρόθεση της κυβερνήσεως, αναφέρει ο Γ. Παπανδρέου στην εισηγητική έκθεσή του προς τη Βουλή, είναι «αφ΄ ενός η οικονομική περισυλλογή και υλική ενίσχυσις των μελών της Εκκλησίας και αφ΄ ετέρου η εξυγίανσις του εκκλησιαστικού οργανισμού και η ηθική εξύψωσις των λειτουργών του».

Η νομοθεσία αυτή του 1930 για τον ΟΔΕΠ παρέμεινε για πολλές δεκαετίες ο κορμός της ισχύουσας για τα συναφή ζητήματα νομοθεσίας, παρά τις πολλές κατά καιρούς τροποποιήσεις της. Η ατυχής και άκαιρη παρέμβαση, με τον Ν. 1700/1987, τον γνωστό και ως «νόμο Τρίτση», στα ζητήματα της μοναστηριακής περιουσίας, που δεν περιορίστηκε όμως μόνο στα θέματα αυτά, όπως προέβλεπε νομοσχέδιο του προκατόχου του Απόστολου Κακλαμάνη, αλλά, εξαιτίας κακών συμβουλών, επεκτάθηκε σε πλήθος άλλων άσχετων ζητημάτων, που αφορούσαν στην εκκλησιαστική διοίκηση και δικαιοσύνη, σήμανε την αρχή του τέλους για τον ΟΔΕΠ.

Ο τότε Πρωθυπουργός Ανδρέας Γ. Παπανδρέου με ευστροφία χειρίστηκε την κρίση πολιτικά, με απόλυτη επιτυχία, ερχόμενος σε απευθείας συμφωνία με τον τότε Αρχιεπίσκοπο, που οδήγησε στην παραίτηση του Υπουργού του. Αυτή όμως η Συμφωνία, που κυρώθηκε με το Ν. 1811/1988, περιλάμβανε δυστυχώς, ως ρητό όρο, και την κατάργηση του ΟΔΕΠ.

Εκτοτε η διοίκηση της εκκλησιαστικής και της μοναστηριακής περιουσίας περιήλθε στην ίδια την Εκκλησία, χωρίς κανένα κατ΄ ουσία έλεγχο της Πολιτείας. Σήμερα τη διοίκηση ασκεί η Εκκλησιαστική Κεντρική Υπηρεσία Οικονομικών (ΕΚΥΟ), η οποία έχει υποκαταστήσει τον ΟΔΕΠ, εποπτεύεται από τη διοίκηση της Εκκλησίας, στην ουσία όμως διοικείται από πρόσωπο έμπιστο του εκάστοτε Αρχιεπισκόπου, τον Γενικό Διευθυντή της, ο οποίος έχει πλέον των είκοσι ρητώς προσδιορισμένων αρμοδιοτήτων, μεταξύ αυτών και το δικαίωμα να υπογράφει συμβάσεις ύψους έως και ενός εκατομμυρίου ευρώ. Η Εκκλησία, μάλιστα, συνέστησε και Σώμα Οικονομικών Επιθεωρητών, προκειμένου να ελέγχει η ίδια τις διαχειρίσεις των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων που εγγίζουν τις δέκα χιλιάδες…

Εσχάτως, από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, αναδεικνύεται ως μείζον θέμα η φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Θα ήμουν ο τελευταίος που θα αμφισβητούσε την αγνότητα των προθέσεων του τρίτου κατά σειράν Παπανδρέου που επιθυμεί να αναλάβει το σισύφειο έργο της τακτοποιήσεως των περιουσιακών και οικονομικών της Εκκλησίας. Είμαι άλλωστε βέβαιος ότι, πριν υιοθετήσει και εξαγγείλει τις προθέσεις του αυτές, συμβουλεύθηκε ειδικούς. Και υποθέτω ειδικούς εκ των πλέον εγκρίτων. Δεν αμφιβάλλω, λοιπόν, ότι αυτοί ασφαλώς τον ενημέρωσαν ότι μια ουσιώδης φοροαπαλλαγή της Εκκλησίας ψηφίστηκε από την τελευταία κυβέρνηση του ΠαΣοΚ, με τον Ν. 3220/2004, λίγο πριν από τις εκλογές, χωρίς μάλιστα να γνωρίζει τίποτε περί αυτού, όπως μπορώ ως εκ της τότε ιδιότητάς μου να γνωρίζω, ο αρμόδιος Υπουργός επί των Θρησκευμάτων…!

Επρόκειτο για την κατάργηση της εισφοράς των ενοριακών ναών υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, ενός φόρου δηλ. της τάξεως του 35% επί των ακαθάριστων εισπράξεων των ναών, ο οποίος είχε θεσπισθεί ως οιονεί, έστω συμβολικό, αντάλλαγμα μετά την ανάληψη, το 1945, της μισθοδοσίας του εφημεριακού κλήρου από το Δημόσιο.

Μέσα στην τύρβη των εκλογών που ακολούθησαν και την αλλαγή κυβερνήσεως η φορολογική αυτή απαλλαγή σχεδόν διέλαθε της προσοχής της κοινής γνώμης. Απαρατήρητη πέρασε, άλλωστε, και η απόφαση Μητροπολίτη της Πελοποννήσου, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (!), η οποία, μεταξύ άλλων, ορίζει, ότι εν όψει της καταργήσεως της ενοριακής εισφοράς δεν υπήρχε λόγος του λοιπού οι ενορίες να τηρούν διπλά λογιστικά βιβλία…!

Ο κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.