Το Κίνημα του 1909, από οικονομική και κοινωνική άποψη, έχει τις ρίζες του στην περίοδο που άρχισε με την πτώχευση του 1893. Τα υπέρογκα δάνεια, κυρίως για πολεμικές προετοιμασίες εν όψει εξελίξεων στο Ανατολικό Ζήτημα, και η αιφνίδια κατάρρευση των τιμών του κύριου ελληνικού εξαγωγικού προϊόντος, της κορινθιακής σταφίδας, είχαν τότε οδηγήσει σε αδυναμία πληρωμών. Στη συνέχεια η τεράστια αποζημίωση προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά την ήττα του 1897 υποχρέωσε την Ελλάδα να αποδεχθεί την επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου.

Στην περίοδο 1898-1909 η οικονομία ανέκαμψε με ταχείς ρυθμούς. Η κρατική παρέμβαση στην αγορά της σταφίδας, την οποία επέβαλαν οι εξεγέρσεις των παραγωγών, σταθεροποίησε τις τιμές, προαναγγέλλοντας ταυτόχρονα την παρεμβατική οικονομική πολιτική του Μεσοπολέμου. Η μαζική μετανάστευση προς τις ΗΠΑ απορρόφησε το υπερβάλλον εργατικό δυναμικό και τροφοδότησε την ελληνική οικονομία με εμβάσματα. Η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε, κυρίως λόγω της προστασίας που προσέφερε η υποτιμημένη δραχμή. Η ναυτιλία πέρασε από τα ιστία στις ατμομηχανές, με μεγάλη επιτυχία. Η πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα έχει δίκαια χαρακτηριστεί η «belle poque» του ελληνικού κεφαλαίου.

Στην ίδια περίοδο, όμως, οξύνθηκαν οι κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες. Οι νέες συνθήκες ευνοούσαν τα μεγάλα επιχειρηματικά σχήματα, ενώ τα μικρά κεφάλαια δεν μπορούσαν πλέον να αξιοποιηθούν αποδοτικά. Ο πληθυσμός των επαρχιακών πόλεων, έδρα των μικρών και μεσαίων εμπόρων, παρέμεινε σχεδόν στάσιμος, ενώ η Αθήνα, έδρα των τραπεζών και του μεγάλου χρηματιστικού κεφαλαίου, γνώρισε σημαντική πληθυσμική αύξηση. Αυξήθηκαν επίσης πολύ τα φορολογικά βάρη και κυρίως οι έμμεσοι φόροι, που επιβάρυναν περισσότερο τα λαϊκά στρώματα των πόλεων. Η εξωτερική ισοτιμία της δραχμής, μετά το 1905, σταθεροποιήθηκε σε υψηλά επίπεδα, ευνοώντας τους εισαγωγείς και περιορίζοντας τις προοπτικές βιομηχανικής ανάπτυξης. Την ίδια εποχή στη Θεσσαλία βρισκόταν σε έξαρση το «αγροτικό ζήτημα», με το επίσημο κράτος να κλίνει σαφώς προς την πλευρά των μεγαλοϊδιοκτητών, που προσπαθούσαν να συρρικνώσουν τα παραδοσιακά δικαιώματα των κολίγων.

Η άνιση κατανομή του εισοδήματος, η προκλητική ευμάρεια των μεγαλοαστών, τα φορολογικά βάρη, η μαζική μετανάστευση, το «αγροτικό ζήτημα», είχαν ως αποτέλεσμα να εμπεδωθεί στην κοινή γνώμη ένα αίσθημα ευρείας κοινωνικής δυσπραγίας. Σε συνδυασμό με τις εθνικές ταπεινώσεις των προηγουμένων ετών, διαμόρφωναν μια ζοφερή εικόνα για τα δημόσια πράγματα, παρά τη σαφή βελτίωση των οικονομικών μεγεθών. Η εικόνα αυτή αποτέλεσε το σκηνικό για την κατ΄ εξοχήν μικροαστική «επανάσταση» του Γουδή, που ήλθε να ταράξει τη γαλήνη της ελληνικής «belle poque».

Οι κοινωνικές και οικονομικές διαστάσεις του 1909 συνδέονται στενά με την προετοιμασία της χώρας για την τελική φάση του Ανατολικού Ζητήματος. Το 1908 η επανάσταση των Νεότουρκων σηματοδότησε τη γένεση του τουρκικού εθνικισμού και το τέλος της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Προκειμένου η Ελλάδα να αποκτήσει μέρος των οθωμανικών εδαφών, έπρεπε να επιλύσει το «αγροτικό ζήτημα», ώστε να εμπνεύσει τους μελλοντικούς στρατιώτες και να κερδίσει την εμπιστοσύνη των μελλοντικών υπηκόων, που στην πλειονότητά τους ήταν αγρότες. Επρεπε επίσης να περιορίσει την άδικη κατανομή των φορολογικών βαρών.

Πράγματι ο Βενιζέλος, βασικός πολιτικός εκφραστής των αλλαγών που υπαγόρευσε το 1909, απαγόρευσε τις εξώσεις κολίγων. Το νέο Σύνταγμα του 1911 έδωσε στο κράτος τη δυνατότητα να απαλλοτριώσει μεγάλα κτήματα για να τα μοιράσει στους ακτήμονες. Οπως δήλωνε λίγα χρόνια αργότερα ο μεγάλος πολιτικός: «… όσον αφορά το ζήτημα το αγροτικόν,θα προσθέσω μόνον ότι η λύσις αυτού δεν συνδέεται μόνον προς την ανάγκην να ανταποκριθώμεν προς τας απαιτήσεις της κοινωνικής δικαιοσύνης, […] αλλ΄ αποσκοπεί και εις έναν υψηλότερον σκοπόν, διότι εν Μακεδονία όπου πλην των Ελληνικών πληθυσμών των εχόντων στερεάν Ελληνικήν συνείδησιν […] δεν θα κατωρθούμεν να κατακτήσωμεν ψυχικώς τους πληθυσμούς αυτούς εάν δεν τοις δώσωμεν την γην την οποίαν καλλιεργούν και δεν τους κάμωμεν ιδιοκτήτας,πράγμα το οποίον από δεκαετηρίδων ήδη η Βουλγαρική προπαγάνδα εν Μακεδονία έχει θέσει εις το πρόγραμμά της, ένεκα του οποίου επί μακρόν χρόνον μας είχε υπερφαλαγγίσει…». Ε. Βενιζέλος, Τα Κείμενα, Αθήνα 1982, τομ. Γ΄, σελ. 102.

Η αγροτική μεταρρύθμιση ήταν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου ρυθμιστικής παρέμβασης του κράτους, που στόχευε να προωθήσει την οικονομική ανάπτυξη και να διασφαλίσει το αστικό καθεστώς, προλαμβάνοντας την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων. Μεταξύ 1911 και 1914 ιδρύθηκε το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, ψηφίστηκαν νόμοι για τη δημιουργία συνεταιρισμών, για την προστασία της μισθωτής εργασίας, για τη βιομηχανία, για τη φορολογία εισοδήματος, για την καταπολέμηση της τοκογλυφίας. Επίσης ο Βενιζέλος προσπάθησε να ελέγξει την Εθνική Τράπεζα, που ήταν το μεγαλύτερο πιστωτικό ίδρυμα και ταυτόχρονα η μεγαλύτερη ιδιωτική επιχείρηση της χώρας.

Οι προοπτικές που άνοιγαν αυτές οι αλλαγές για ένα κράτος κοινωνικά περισσότερο δίκαιο συνέβαλαν αποφασιστικά στις νίκες των Βαλκανικών και του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ενισχύοντας το ηθικό και τις προσδοκίες των πληθυσμών τόσο στην Παλαιά Ελλάδα όσο και στις Νέες Χώρες. Ομως η έμπρακτη εφαρμογή τους πολεμήθηκε σφοδρά από τη συντηρητική παράταξη και συνάντησε αντιδράσεις ακόμη και μεταξύ των βενιζελικών. Οι μεταρρυθμίσεις που ενέπνευσε το 1909 επιβλήθηκαν μόνο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών, όταν πλέον είχε ήδη γίνει σαφές ότι κάθε καθυστέρηση θα απειλούσε την ίδια την ύπαρξη του κράτους.

Ο κ. Αλέξης Φραγκιάδης είναι οικονομικός ιστορικός.