Μολονότι τα όσα συνέβησαν μετά το 1910 δεν τα επιδίωξε ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, στη συλλογική συνείδηση το Κίνημα του Γουδί θεωρήθηκε ως κάθαρση από το «επονείδιστο» παρελθόν και απαρχή της «ανόρθωσης» και των μεγάλων εθνικών επιτευγμάτων.

Μετά την ήττα του 1897 οι εσωτερικές αντιπαραθέσεις επιτάθηκαν καθώς οι χειρισμοί του Μακεδονικού και του Κρητικού Ζητήματος κλόνισαν ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη στην επάρκεια του κράτους να χειριστεί τα ζωτικά εθνικά συμφέροντα. Η διάψευση των προσδοκιών για τη δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους εδραίωσε την πεποίθηση, σε μεγάλη μερίδα Ελλήνων, ότι το πολιτικό σύστημα αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις τους. Τα πολιτικά κόμματα από την πλευρά τους- ήδη σε κρίση από την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα- μετά την πτώχευση του 1893 δεν μπορούσαν παρά να υποσχεθούν λιτότητα και μείωση δαπανών. Οι εύλογες αντιδράσεις, ωστόσο, εναντίον του «σάπιου» πολιτικού συστήματος, με αιχμή του δόρατος τον αλυτρωτισμό, ανέδειξαν ως κυρίαρχα στοιχεία του πολιτικού λόγου τον ανορθολογισμό, την κρατική και παρακρατική βία, τον αντικοινοβουλευτισμό και τη θρησκεία.

Το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1909, λοιπόν, δεν μπορούσε παρά να ενταχθεί σε αυτήν ακριβώς την παράδοση. Με σαφή αιτήματα για τους εξοπλισμούς και την αναδιοργάνωση του στρατού, καταγγέλλοντας την «αριστοκρατική κοινωνία των Αθηνών», και υπογραμμίζοντας ότι η θρησκεία πρέπει να «υψωθή εις τον εμπρέποντα ιερόν προορισμόν της», ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος κινητοποίησε τα κατώτερα και τα μεσαία στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Η κινητικότητα αυτή προκάλεσε φόβους για ριζικότερες μεταβολές από αυτές που πραγματικά στόχευαν τα μέλη του Συνδέσμου. Οι υπαρκτές κοινωνικές διαιρέσεις ήρθαν στην επιφάνεια.

Η επιλογή του κρητικού πολιτικού Ελευθερίου Βενιζέλου για τη θέση του πρωθυπουργού της Ελλάδας αποσόβησε προσωρινά τον κίνδυνο. Στο πρόσωπό του επιτεύχθηκε η συναίνεση ετερογενών δυνάμεων της ελληνικής κοινωνίας και της πολιτικής. Η αποδοχή αυτή εξηγείται από την κεντρική θέση που κατείχε το Κρητικό Ζήτημα στην πολιτική ζωή της Ελλάδας. Η επιτυχής πολιτική σταδιοδρομία του στην Κρήτη, με κορυφαία στιγμή τη σύγκρουσή του με τον ύπατο αρμοστή πρίγκιπα Γεώργιο, ισχυροποίησε το πολιτικό του προφίλ, ενώ ταυτόχρονα του εξασφάλισε και τη σιωπηρή αποδοχή των ευρωπαϊκών Δυνάμεων. Καθησυχάζοντας τους πολιτικούς ηγέτες και τον βασιλιά Γεώργιο ότι δεν θα θιγόταν η μορφή του πολιτεύματος, ο Βενιζέλος κατάφερε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα να εξελιχθεί στον αδιαμφισβήτητο πρωταγωνιστή της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Από την πρώτη κιόλας ομιλία του στην πλατεία Συντάγματος, ως «σημαιοφόρος νέων πολιτικών ιδεών» θα θέσει τις βάσεις του αστικού εκσυγχρονισμού της χώρας. Η συντριπτική νίκη του Κόμματος των Φιλελευθέρων στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1910, επέτρεψε τη ριζική, σχεδόν, ανανέωση των μελών της Βουλής. Στις επόμενες εκλογές επιβεβαιώθηκε η περιθωριοποίηση των παλαιών κομμάτων.

Στο πρόγραμμα του Κόμματος των Φιλελευθέρων, σε σύγκριση μάλιστα με αντίστοιχα φιλελεύθερα κινήματα της Ευρώπης, εντυπωσιάζει, όπως αναφέρει ο Gunnar Ηering, «η κυριαρχία των πλευρών του τεχνικού εκσυγχρονισμού του πολιτικού συστήματος». Για τον νέο Ελληνα πρωθυπουργό ήταν σαφές ότι σε μια χώρα σαν την Ελλάδα το ζητούμενο δεν ήταν ούτε η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, ούτε η διάκριση των εξουσιών, ή ο περιορισμός της εξουσίας του ανώτατου άρχοντα- αυτά είχαν ήδη κατακτηθεί από τον 19ο αιώνα-, αλλά ο εκσυγχρονισμός των θεσμών, η ανόρθωση του κράτους και η αποτελεσματικότητα των κυβερνητικών ενεργειών. Το νέο Σύνταγμα του 1911 εντασσόταν σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο.

Αδιάσπαστο στοιχείο του βενιζελικού εκσυγχρονισμού ήταν η εθνική ολοκλήρωση. Εκμεταλλευόμενος με τον καλύτερο τρόπο τη διεθνή συγκυρία κατά την περίοδο 1910-1920 κατόρθωσε να μετατρέψει τη νεφελώδη Μεγάλη Ιδέα σε ρεαλιστικό πρόγραμμα εξωτερικής πολιτικής. Η γεωγραφική διεύρυνση του κράτους ήταν άλλωστε απαραίτητη για την ένταξή του στο σύγχρονο αναπτυγμένο κόσμο. Η προσχώρηση στη συμμαχία των βαλκανικών κρατών εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τον δικαίωσε: η Ελλάδα διπλασιάστηκε μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Ενώ, η επιμονή του για τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των νικητών είχε ακόμη πιο εντυπωσιακά αποτελέσματα. Στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης εξαργύρωσε με τον καλύτερο τρόπο αυτή τη συμμετοχή κάνοντας σχεδόν πραγματικότητα και τα πιο παράτολμα όνειρα των Ελλήνων.

Μετά τις εκλογές του 1912, τον θρίαμβο των Βαλκανικών Πολέμων και το τεράστιο ανορθωτικό έργο της κυβέρνησης, οι Φιλελεύθεροι εδραιώθηκαν στην εξουσία, διατηρώντας την ισχύ τους έως το 1915. Θέσπισαν νομοθετικά μέτρα σύμφωνα με τις προεκλογικές τους εξαγγελίες, ενισχύοντας το αστικό κράτος και ρυθμίζοντας παράλληλα ευνοϊκότερες συνθήκες για τους εργαζομένους. Οι διαφωνίες δεν άργησαν. Η αντιπολίτευση, σχεδόν ανύπαρκτη στην αρχή, άρχισε σταδιακά να συγκεντρώνει τις διαρροές. Δεν εμφανιζόταν όμως ούτε ως αστική ούτε ως αντεργατική, αλλά ως «λαϊκή», επιδιώκοντας παράλληλα και αυτή να διαχωρίσει τη θέση της από τον παλαιοκομματισμό και να διεκδικήσει την πατρότητα των «νέων ιδεών» που επικράτησαν στο Γουδί.

Ωστόσο οι πολιτικές και κοινωνικές διαιρέσεις που είχαν διαφανεί αμέσως μετά το κίνημα του 1909 και είχαν καλυφθεί από τη χαρισματική προσωπικότητα του Βενιζέλου ήταν, φαίνεται, πολύ βαθύτερες. Η εξωτερική πολιτική και το μείζον ζήτημα της εισόδου της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν ο καταλύτης για να έρθουν και πάλι στην επιφάνεια. Ο Εθνικός Διχασμός που επακολούθησε, δεν ήταν παρά η αποκάλυψη του πολύ βαθύτερου ρήγματος της ελληνικής κοινωνίας. Ο ανορθολογισμός, η βία, o αντιδυτικισμός, όπως και οι έννοιες «ελληνικότητα» και «εθνικοφροσύνη», κυρίαρχες κατά τον Διχασμό, θα στιγματίσουν την πολιτική ζωή του τόπου τον 20ό αιώνα. Ενδεχομένως και στις αρχές του 21ου.

Η κυρία Λίνα Λούβη είναι επίκουρη καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.