Ακριβώς πριν από εκατό χρόνια, το 1909, το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί εκδηλωνόταν ως λαϊκή αντίδραση απέναντι στο «τέλμα» που υπήρχε στην Ελλάδα. Οι αξιωματικοί πρωτεργάτες του Κινήματος ζητούσαν, μεταξύ άλλων, «όπως η Εκπαίδευσις του Λαού καταστή λυσιτελής διά τον πρακτικόν βίον και τας στρατιωτικάς ανάγκας της χώρας». Παρ΄ όλο που το αίτημα αυτό του Στρατιωτικού Συνδέσμου πάσχει από γενικόλογη διατύπωση και απλώς αθροίζει την εκπαίδευση με άλλους τομείς στην προοπτική της «ανόρθωσης» της χώρας, αποτυπώνει ωστόσο το κλίμα δυσφορίας και αντιπαράθεσης που υπήρχε γύρω από τα εκπαιδευτικά ζητήματα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.

Τη χρονιά εκείνη άλλαξαν τρεις υπουργοί Παιδείας. Οφειλόταν αυτό και στο στρατιωτικό κίνημα βεβαίως, αλλά δεν ήταν μόνο συγκυριακό. Η ελληνική εκπαίδευση είχε συνηθίσει τη συχνή εναλλαγή υπουργών, οι οποίοι χάραζαν την εκπαιδευτική πολιτική με βραχυπρόθεσμα μέτρα, που ακυρώνονταν από τους διαδόχους τους. Στα τέλη του 19ου αιώνα σημειώθηκε υπερπαραγωγή εκπαιδευτικών νομοσχεδίων, εκ των οποίων ελάχιστα ψηφίστηκαν. Τα σημαντικότερα ήταν εκείνα του υπουργού Παιδείας Αθ. Ευταξία, το 1899, τα οποία αποτέλεσαν την πιο συνεκτική ως τότε πρόταση αστικής μεταρρύθμισης της εκπαίδευσης. Η μεταρρύθμιση αυτή βασίστηκε στην άποψη ότι για κάθε κοινωνική τάξη πρέπει να αντιστοιχεί και μια συγκεκριμένη εκπαιδευτική βαθμίδα (κατώτερη, μέση και ανώτερη). Οι σχολικές γνώσεις προσδιορίζονταν με κοινωνικά κριτήρια και στόχευαν στη χρησιμότητα και στην αποτελεσματικότητα. Στην εισηγητική του έκθεση, ο υπουργός θεωρούσε την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση απαραίτητη για τη συνολική ανόρθωση της χώρας μετά την ταπεινωτική ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και διατύπωνε κριτική για «το μονομερές εκπαιδευτικό σύστημα», το οποίο κατέληγε σε «υπέρμετρη» παραγωγή αφενός επιστημόνων «ως επί το πολύ ημιμαθών» και αφετέρου «υποψηφίων, συνωστιζομένων περί την κάλυψιν των δημοσίων θέσεων». Τα νομοσχέδια δεν ψηφίστηκαν ωστόσο, εκτός από τον νόμο για τη γυμναστική.

Το αίτημα για τον εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού συστήματος παρέμεινε λοιπόν εκκρεμές στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, για να ακολουθήσει μια δεκαετία μεταρρυθμιστικών μέτρων από τις κυβερνήσεις του Ελ. Βενιζέλου. Το 1909, χρονιάμεταίχμιο, τα ανοικτά ζητήματα ήταν πολλά. Η γυναικεία εκπαίδευση, ο εκσυγχρονισμός της σχολικής γνώσης, η μόρφωση των εκπαιδευτικών και το γλωσσικό ζήτημα ήταν οι βασικοί τομείς που απαιτούσαν νομοθετικές ρυθμίσεις και προκαλούσαν κοινωνικές αντιπαραθέσεις.

Η γυναικεία εκπαίδευση, που είχε εγκαταλειφθεί από το κράτος σχεδόν αποκλειστικά στην ιδιωτική πρωτοβουλία, αντιμετωπιζόταν στις αρχές του 20ού αιώνα ως κοινωνικό ζήτημα και εντασσόταν στο πλαίσιο των ιδεών για τον αστικό εκσυγχρονισμό της χώρας. Η λειτουργία των Παρθεναγωγείων, η ανάπτυξη ενός φεμινιστικού κινήματος, η είσοδος των γυναικών στην αγορά εργασίας και η εξέλιξη των αντιλήψεων σχετικά με τον κοινωνικό ρόλο της γυναίκας αναδείκνυαν το δικαίωμα στην εκπαίδευση σε βασικό αίτημα των Ελληνίδων. Το 1908 τα νομοσχέδια που καταθέτει ο υπουργός Παιδείας Σπ. Στάης αποτελούν συγκροτημένη κρατική παρέμβαση στον χώρο της γυναικείας εκπαίδευσης. Την ίδια χρονιά ιδρύεται το Ανώτερο Δημοτικό Παρθεναγωγείο στον Βόλο, του οποίου τη διεύθυνση αναλαμβάνει ο Αλέξανδρος Δελμούζος, από τους ηγέτες του εκπαιδευτικού δημοτικισμού. Με νέους διδακτικούς στόχους, καινοτόμο πρόγραμμα και ρηξικέλευθες μεθόδους διδασκαλίας και σχολικής ζωής, το σχολείο αυτό αποτέλεσε επαναστατική εκπαιδευτική πρόταση για τα δεδομένα της εποχής, ιδιαίτερα στον χώρο της γυναικείας εκπαίδευσης, και προκάλεσε οξύτατες αντιδράσεις, με αποτέλεσμα οι συντελεστές της προσπάθειας να δικαστούν για αθεΐα (και πάντως να αθωωθούν).

Στο Παρθεναγωγείο του Βόλου συνυπήρχαν οι μεταρρυθμιστικές ιδέες όχι μόνο για τη γυναικεία εκπαί δευση αλλά και, κυρίως, για το γλωσσικό ζήτημα. Αλλωστε ο Δελμούζος ως «μαλλιαρός» διώχθηκε. Η διαμάχη μεταξύ των οπαδών της καθαρεύουσας και των οπαδών της δημοτικής δεν αφορούσε, όπως είναι γνωστό, μόνο το ζήτημα της επίσημης γλώσσας του κράτους. Είχε κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις, που είχαν οδηγήσει στις αρχές του 20ού αιώνα σε συγκρούσεις, κάποτε αιματηρές, όπως τα Ευαγγελικά (1901) και τα Ορεστειακά (1903). Εκείνη την εποχή ωστόσο οργανώνονται με πολιτικούς όρους οι δημοτικιστές και επιλέγουν να προτάξουν το ζήτημα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Μέσα από ζυμώσεις και επαφές στη διάρκεια του 1909, θα δημιουργηθεί το 1910 ο Εκπαιδευτικός Ομιλος, κύριος φορέας του εκπαιδευτικού δημοτικισμού. Ο στόχος είναι φιλόδοξος. Μέσω της εκπαίδευσης, επιδιώκεται, όπως γράφει ο Μ. Τριανταφυλλίδης, «να διορθωθή το ρωμαίικο: τουλάχιστον όσο διορθώνεται».

Η ελπίδα της μεταρρύθμισης ταυτίστηκε με το πρόσωπο του Ελ. Βενιζέλου, ο οποίος επέλεξε να συνεργαστεί με την ηγετική ομάδα του Εκπαιδευτικού Ομίλου, Δ. Γληνό, Μ. Τριανταφυλλίδη και Αλ. Δελμούζο. Στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα υπάρχουν δύο απόπειρες εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης: Το 1913 με τα νομοσχέδια του υπουργού Παιδείας Ιω. Τσιριμώκου και το 1917 με την εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στο δημοτικό σχολείο. Ωστόσο οι μεταρρυθμίσεις αυτές ακυρώθηκαν εν τέλει, ενώ το 1911, στο νέο Σύνταγμα, ψηφίστηκε το περίφημο άρθρο 107, με το οποίο καθιερωνόταν ως επίσημη γλώσσα η καθαρεύουσα. Ο ίδιος ο Βενιζέλος δικαιολόγησε αργότερα τον «γλωσσικό συμβιβασμό» του 1911, λέγοντας ότι «υπήρχε φόβος να διακινδυνεύση ολόκληρον το ανορθωτικόν έργον της επαναστάσεως». Η εκπαιδευτική πολιτική του Βενιζέλου, την πρώτη κρίσιμη περίοδο, ισορρόπησε λοιπόν ανάμεσα στην τολμηρή μεταρρύθμιση και στον ρεαλιστικό συμβιβασμό. Η αποτυχία ωστόσο της μεταρρύθμισης του 1913 άφησε, σύμφωνα με την έκφραση του κύριου εμπνευστή της Δ. Γληνού, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα «άταφο νεκρό».

Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.