Το 1958 τέσσερις γνωστοί πεζογράφοι της Γενιάς του ΄30 (Τερζάκης, Μυριβήλης, Βενέζης και Καραγάτσης) γράφουν από κοινού το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων που δημοσιεύεται σε συνέχειες στην Ακρόπολι . Χωρίς συνεννόηση μεταξύ τους για την εξέλιξη της πλοκής, κάθε συγγραφέας συνέχιζε την αφήγηση από το σημείο που την είχε αφήσει ο προηγούμενος με αποτέλεσμα να συγκροτηθεί ένα πρωτότυπο μυθιστόρημα 344 σελίδων. Ακολούθησαν ανάλογες απόπειρες, με πενιχρά μάλλον αποτελέσματα, ώσπου πριν από λίγο καιρό εμφανίστηκε στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο τo best seller του καλοκαιριού: ένα συλλογικό κείμενο πάνω από 1.300

σελ. προϊόν συνομιλιών 16 τουλάχιστον «συγγραφέων».

Για την ακρίβεια έχουμε ένα πρωτογενές αφηγηματικό υλικό που μπήκε σε τάξη από όσους άκουγαν και κατέγραφαν τις ατέρμονες τηλεφωνικές συνομιλίες των σημερινών υποδίκων. Ειδικότερα, σ΄ αυτή τη μεγάλη αφήγηση ποικίλων κατορθωμάτων, ενυπάρχουν πάμπολλες κοιλότητες-μήτρες για μεγαλύτερες αφηγηματικές συνθέσεις. Μάλιστα μπορούμε να αναφερθούμε σε ένα νέο γραμματολογικό είδος, στο «τηλεφωνικό» (όπως λέμε επιστολικό) μυθιστόρημα, προφορικής μορφής, με πολλές και ποικίλες φωνές, αλλά με ένα θέμα: τις πολλαπλές δράσεις της λεγόμενης συμμορίας των 16. Ομως δεν υπάρχουν αυτοτελείς περιγραφές, συνόψεις, κεφάλαια ή παράγραφοι. Πρόκειται για ένα χύμα κείμενο τηλεφωνικών διαλόγων που ωστόσο συγκροτεί μια ζωηρή και απροσποίητη αφήγηση σχετικά με ποικίλες εγκληματικές δραστηριότητες της «Εταιρείας», κρίσεις για πρόσωπα, θεσμούς και πράγματα, σχέδια επιχειρηματικά, οικονομικούς σχεδιασμούς, δείγματα λαϊκής θυμοσοφίας, μορφές οικογενειακής αλληλεγγύης κ.ά. Με μια λέξη το κείμενο αυτό δείχνει από μέσα και «εν προόδω» την ακατέργαστη, αμοντάριστη αλλά υπαρκτή και αληθή εικόνα ενός κόσμου που τον φανταζόμαστε αλλά δεν έχουμε τη δυνατότητα να τον δούμε σε πραγματική δράση από τόσο κοντά.

Σε τι συνίσταται η γοητεία αυτού του εν δυνάμει και απροσχεδίαστου πλην ολοκληρωμένου δραματικά μυθιστορήματος; Τρεις είναι, πιστεύω, οι συγγραφικές αρετές του.

Κατηγορούμενοι για την απαγωγή του εφοπλιστή κ. Π. Παναγόπουλου οδηγούνται στον ανακριτή στα δικαστήρια της Ευελπίδων την Τετάρτη 8 Ιουλίου

1. Η παντελής έλλειψη μυθοπλασίας, ανεξάρτητα από τις όποιες φαντασιώσεις των συνομιλητών. Η αφήγηση αφορά πραγματικούς ανθρώπους και αληθινά γεγονότα: δολοφονίες, απαγωγές, εκβιασμούς, ληστείες, εμπρησμούς, αποδράσεις, ξυλοδαρμούς, «λαδώματα», δημιουργία επιχειρήσεων για ξέπλυμα («μπουγάδα!») μαύρου χρήματος, διαφθορά κρατικών υπαλλήλων, εμπλοκή δημόσιων προσώπων (τουλάχιστον σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις) κ.λπ.

2. Η αφήγηση γίνεται από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές. Εχουμε πάντοτε πρωτοπρόσωπους αφηγητές, χωρίς πλάγιες «συγγραφικές» επεμβάσεις, αλλά με ένα πραγματικό λογοτεχνικό εύρημα: όλοι τους έχουν από ένα ή περισσότερα ψευδώνυμα. Ο «Τόνι» ή «Το», ο «Ταβέρνας» ή «Δικαννάκιας», ο «Τικ», η «βρωμού», ή «απατεώ», ή «βρωμοσκυλιάκα», ο «μαγκιτάκος», η «Τζιτζίκα» και η «Πολ» (πρόκειται για γυναίκες), ο «Κινέζος Σουν Τσουν», ο «Κουνιστός» κ.λπ. Ερώτημα για τους έλληνες πεζογράφους και κριτικούς της ελληνικής πεζογραφίας, «Πού αρχίζει άραγε και πού τελειώνει ο ρεαλισμός;».

3. Ο πραγματικός πρωταγωνιστής είναι ο άμεσος, ζωντανός λόγος, ο διάλογος (για να θυμηθούμε τον Αριστοτέλη). Κανένα λεκτικό ψιμύθιο, πουθενά «λογοτεχνικότητα», το μέγα συγγραφικό μας αμάρτημα. Ολα λέγονται καθαρά και απροσποίητα και καθώς το περιεχόμενο του λόγου αφορά αληθινές καταστάσεις το ενδιαφέρον μας παραμένει υψηλό, όπως όταν κρυφακούμε μυστικά άλλων ή κρυφοκοιτάζουμε αλλότριες πονηριές. Θα ήταν μάλιστα λάθος να νομίσουμε πως αυτοί οι ακαταπόνητοι αφηγητές δεν έχουν φαντασία ή συναισθήματα. Η ομιλία τους συγκροτείται με βάση την «Εταιρεία», όμως υπάρχουν στιγμές που ο λόγος γίνεται προσωπικός και συναισθηματικός και πάει πέρα από τη σκληρή βία, το έγκλημα και το οικονομικό συμφέρον. Μπορεί να απουσιάζει από την αφήγηση ένα ουσιώδες στοιχείο αυτής της τάξεως των μυθιστορημάτων, δηλαδή το σεξ, όμως η φαμίλια, η οικογένεια παραμένει στην πρώτη θέση των αξιών. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι πολλοί «συγγραφείς» έχουν συγγένειες αίματος, ή είναι σύζυγοι.

Να κλείσουμε με ένα παράδειγμα οικογενειακού ρομαντικού διαλόγου ανάμεσα στην «Τζιτζίκα» και τον άνδρα της, που ενίοτε αποκαλείται και αυτός ομοίως «τζιτζίκα μου». Οπως και το προηγούμενο δείγμα διαλόγου, έτσι και παρακάτω ανήκει στην κατηγορία αυτού που ονομάσαμε αφηγηματική κοιλότητα-μήτρα. « Ανδρας – Εσύ θα κοιτάς τον άντρα σου, τζιτζίκα, τη δική σου πάρτη. Κατάλαβες; Γυναίκα: Ναι. Ανδρας: Γιατί σε ζηλεύουνε και από την πολλή ζήλια σε φθονούνε, κατάλαβες τι γίνεται; Σε φθονούνε, ματάκια μου. Μη μου πεις ότι η μικρή δεν ζηλεύει από μέσα της, καλοπροαίρετα, επειδή έχεις σωστό άνδρα και το ΄να και τ΄ άλλο και είναι χρήσιμος, μάλλον είναι έξυπνος, δηλαδή έχει δημιουργήσει πέντε πράγματα, κατάλαβες; Μη νομίζεις, τζιτζίκα, ότι όλες δεν ζηλεύουν. Ολες και η Αφροδίτη και όλοι. Βλέπουν τους δικούς τους που είναι μαλάκες, στόκοι όλοι. Ετσι είναι, τζιτζίκα, κατάλαβες; Γυναίκα: Ναι σωστά, συμφωνώ, τζιτζίκα μου, μαζί σου απόλυτα».

Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι ομότιμος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας και συγγραφέας.