Η Ζυράννα Ζατέλη παίρνει από το χεράκι τους νεκρούς της και τους βοηθά να περάσουν για λίγο στον πάνω κόσμο. Ταυτόχρονα παίρνει από το χεράκι τους αναγνώστες της, εκείνους που την ακολουθούν φανατικά σε κάθε νέο εγχείρημα. Εκδίδει κάθε επτά χρόνια, δηλαδή εξωλογοτεχνικά επενδύει στην προσμονή και παράγει συμβολισμούς. Στις σελίδες του νέου μυθιστορήματος «Το πάθος χιλιάδες φορές» ανασταίνονται κυριολεκτικά οι ήρωες του προηγούμενου βιβλίου της- και τα δύο ανήκουν στην τριλογία «Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους». Η αφήγηση φθάνει ως τη δεκαετία του ΄70 και εκτυλίσσεται στο γνώριμο αγροτικό τοπίο της Βόρειας Ελλάδας, αν και το περιεχόμενο δεν έχει να κάνει με τόπο και χρόνο. Οι προβληματισμοί και τα θέματα δεν ακολουθούν ούτε επηρεάζονται από την επικαιρότητα, τα λογοτεχνικά κινήματα, τη θέση στα ευπώλητα, τις γεωγραφικές αποστάσεις. Καταθέτει ξανά ένα υπαρξιακό μυθιστόρημα, εμπλουτισμένο με λαϊκές δοξασίες, μυθολογικές προσαρμογές, όνειρα και παραλογισμούς. Η κεντρική ηρωίδα της Ζυράννας Ζατέλη έχει υπάρξει ξανά επί χάρτου. Αυτή τη φορά βγαίνει από τη σκιά και αφήνει τον δευτεραγωνιστικό ρόλο σε άλλους. Είναι πάγια τακτική της πεζογράφου να εστιάζει σε κάποια πρόσωπα, να τα αποσύρει, να τα ξαναφέρνει μπροστά. Εμείς παρακολουθούμε από πλεονεκτική θέση, που παραπέμπει στη σφαιρική γνώση την οποία διέθετε στο κοινό της η Σαμ Τέιλορ Γουντ, η εικαστικός που χρησιμοποίησε φωτογραφικούς φακούς που αποτύπωναν 360 μοίρες. Ο αναγνώστης λοιπόν περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του για να δει κάθε φορά μια άλλη λεπτομέρεια που αρχικά δεν είχε προσέξει αλλά έγινε αίφνης σημαντική.

Η δεκατριάχρονη Λεύκα γίνεται η κεντρική ηρωίδα. Δικό της το πάθος του τίτλου, δικό της και της Ζυράννας ταυτόχρονα. Είναι το πάθος της γραφής γιατί η μικρή επιχειρεί το μεγάλο βήμα, να αποτυπώσει στο χαρτί όσα ζει, όσα νιώθει, όσα ελπίζει και όσα κρύβει. Μέσα της υπάρχουν ανεξέλεγκτα συναισθήματα που φουσκώνουν ώσπου να απελευθερωθούν. Η Λεύκα είναι σαν το φύλλο της λεύκας, διαφορετικού χρώματος από κάθε πλευ ρά. Το φύλλο της λεύκας είναι σαν τις συγγραφικές σημειώσεις, χαρτί γραμμένο από τις δύο πλευρές. Το κορίτσι ετοιμάζει δείπνο για τους νεκρούς ένα βράδυ Πρωτοχρονιάς. Τους προσκαλεί στον επάνω κόσμο, με όλους τους κανόνες των βρικολάκων- στο φως της αυγής θα έχουν εξαφανιστεί. Η Ζατέλη δεν έχει μεταφυσικές αγωνίες, για το πού πάνε οι ψυχές όταν τελειώσουν την επί Γης θητεία. Αυτό που την ενδιαφέρει είναι το στοιχειό που αφήνουν πίσω τους και τούτο βρίσκεται μέσα στους ζωντανούς.

Το αγροτικό σύμπαν δεν έχει φολκλορικό ενδιαφέρον: δεν μας ενδιαφέρει αν ζυμώνουν, αν αρμέγουν ή καλλιεργούν. Ουσιώδες είναι το χώμα, ο αέρας, τα φυτά, τα ζώα και η ενέργεια που έχουν σε σχέση με το αρχέγονο. Είναι το περιβάλλον που επέλεξε ο Ζαν-Ζακ Ρουσό για να αναθρέψει τον δικό του «Αιμίλιο», η Ζατέλη όμως δεν υιοθετεί τον εκπαιδευτικό ρόλο της φύσης. Οι ήρωες δεν γίνονται καλύτεροι, απλώς τα χαρακτηριστικά τους είναι πιο έντονα, με τον τρόπο που οι ρυτίδες αυλακώνουν τους ανθρώπους της υπαίθρου.

Πρόκειται για ένα χορταστικό βιβλίο, γραμμένο σε τρία μέρη. Στο πρώτο, «Ζώντες και πεθαμένοι», εμφανίζονται όλοι οι νεκροί του προηγούμενου βιβλίου και ταυτόχρονα αποκαλύπτονται τα χαρακτηριστικά της ηρωίδας. Στο δεύτερο, «Χιλιάδες στρόβιλοι ουρανού στο μάτι μιας βελόνας», η ηρωίδα ζει μέσα από τη ζωή μιας συνομήλικής της. Το τρίτο, «Το παιχνίδι με το εγώ, με το εσύ και με την άβυσσο», ένας προβληματισμός για το γράψιμο, τις επινοήσεις και τις αλήθειες που εκμαιεύει ο συγγραφέας από τον ίδιο του τον εαυτό. Η γραφή θεραπεύει. Υπάρχει στη Ζατέλη μια εμμονή με τους αριθμούς, έτσι δεν είναι τυχαία η έκταση του βιβλίου: επτά εκατοντάδες σελίδες.

Αυτό που μένει από τον παρόντα τόμο, τον πιο προσωπικό προσώρας, είναι η πάλη του συγγραφέα με τη λέξη. Τα θέματα ευρίσκονται, οι ήρωες έχουν τη δική τους υπόσταση, οπότε το ζητούμενο, για τη Λευκή και για τη Ζυράννα, είναι να αποδοθούν όλα όπως τους πρέπει. Η Ζυράννα παλεύει δυνατά, το ίδιο και οι λέξεις της.