Τα αποτελέσματα των πρόσφατων ευρωπαϊκών εκλογών ανέδειξαν το μέγεθος της πρόκλησης με την οποία είναι αντιμέτωποι οι υπερασπιστές της ευρωπαϊκής ιδέας. Δηλαδή τη μάχη κατά της απάθειας, αν όχι κατά της αρνητικότητας, με την οποία αντιμετωπίζεται από ορισμένους η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ). Βρισκόμαστε εν μέσω κοσμοϊστορικών αλλαγών. Είμαστε υποχρεωμένοι να υπερασπιζόμαστε τα κεκτημένα του παρελθόντος προσδιορίζοντας ταυτόχρονα τις ευθύνες μας απέναντι στον 21ο αιώνα. Με άλλα λόγια, χρειαζόμαστε μια ενεργό ευρωπαϊκή πολιτική που θα αποφέρει, πρώτον, πραγματική ασφάλεια στον ευρωπαϊκό χώρο και, δεύτερον, ακόμη πιο ισχυρή και ξεκάθαρη φωνή ως προς την κοινή εξωτερική πολιτική που θα υπερασπίζεται τα ευρωπαϊκά συμφέροντα.

Τα εχέγγυα της ως τώρα επιτυχίας του ευρωπαϊκού οικοδομήματος ήταν δύο: η ύπαρξη μιας οικονομίας της αγοράς με κοινωνικές ευαισθησίες και οι πολιτικές ελευθερίες. Ομως σήμερα απειλούνται και οι δύο αυτοί πυλώνες. Από τη μια πλευρά η παγκόσμια οικονομική ύφεση θέτει σε σκληρή δοκιμασία την ικανότητά μας να συνδυάζουμε τις ανοιχτές αγορές με το συλλογικό συμφέρον σε ό,τι αφορά την προστασία του κοινωνικού συνόλου και του φυσικού περιβάλλοντος. Από την άλλη, η αυξανόμενη αντίθεση προς τη διεύρυνση της ΕΕ απειλεί την ικανότητά μας να προωθούμε την ειρήνη και την ευημερία πέριξ και εκτός των συνόρων μας. Συνεπώς οφείλουμε όχι μόνο να υπερασπιστούμε αλλά και να επεκτείνουμε αυτές τις δύο θεμελιώδεις πτυχές της Ενωσης.

Είναι επίσης σημαντικό να απόσχουμε από μέτρα προστατευτισμού διότι οι ανοικτές αγορές αποτελούν κίνητρο ανάπτυξης και προώθησης της καινοτομίας. Ο καλύτερος τρόπος προστασίας των πολιτών είναι η παροχή των απαραίτητων δεξιοτήτων που θα τους βοηθήσουν στην εύρεση εργασίας.

Οφείλουμε να τηρήσουμε τις υποσχέσεις μας έναντι της Τουρκίας και των βαλκανικών κρατών για ένταξη στην ΕΕ εφόσον εκείνες πληρούν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις. Ο ΟΑΣΕ προβλέπει ότι η Τουρκία θα καταγράψει τη μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη στον κόσμο ως το 2017 και ότι θα αποτελέσει κόμβο εξαιρετικής σημασίας για την εισαγωγή ενέργειας από τη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία. Επομένως η ένταξή της συνιστά ευκαιρία και όχι απειλή για την Ευρώπη.

Ωστόσο η ΕΕ δεν έχει ανάγκη μόνο την ιστορική συνέχεια αλλά και την αλλαγή. Η επιτυχία της δεν θα διασφαλιστεί τόσο από την πρόσδεση στα κεκτημένα του παρελθόντος όσο από τις υποσχέσεις για το μέλλον.

Το ενεργειακό ζήτημα υπήρξε το έναυσμα για τη δημιουργία της ευρωπαϊκής οικογένειας και θα πρέπει να αποτελέσει και πάλι στρατηγική μας προτεραιότητα. Η ΕΕ εξαρτάται όλο και περισσότερο από τους ενεργειακούς πόρους περιοχών ελάχιστα αξιόπιστων ή πολύ ασταθών. Ως το 2030 οι εισαγωγές φυσικού αερίου θα αγγίξουν το 84% της συνολικής κατανάλωσης, ενώ σήμερα αποτελούν το 57%.

Οφείλουμε λοιπόν να θεσπίσουμε νόμους που θα μειώνουν την κατανάλωση ενέργειας τόσο από τη βιομηχανία όσο και από τους ιδιώτες. Και ταυτόχρονα να στραφούμε στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας όπως η αιολική, η υδροηλεκτρική, η ηλιακή και η πυρηνική. Επίσης θα πρέπει να κατευθυνθούμε και σε άλλους προμηθευτές και να χρησιμοποιήσουμε εναλλακτικά δίκτυα για τη μεταφορά ενέργειας. Για τη μείωση της εξάρτησής μας από τους υδρογονάνθρακες πρέπει να προσφέρουμε κίνητρα για την εισαγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας στην αυτοκινητοβιομηχα- νία και την οικιακή θέρμανση. Θα πρέπει να εργαστούμε για τη βελτίωση της αποθήκευσης της ενέργειας και για τον σχεδιασμό αποτελεσματικότερων μέτρων έκτακτης ανάγκης. Ολα αυτά στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης, διαφανούς και απελευθερωμένης αγοράς ενέργειας.

Παράλληλα θα πρέπει να λάβουμε μέτρα για να προστατευθούμε από τους κινδύνους που εγκυμονεί η κλιματική αλλαγή. Η ΕΕ οφείλει να επαναπροσδιορίσει τους στόχους της προκειμένου να παράσχει στις επόμενες γενιές ενεργειακούς πόρους που θα είναι όχι μόνο ασφαλείς αλλά και καθαροί. Η Βρετανία και η Γαλλία συνεργάζονται ήδη στενά προς αυτή την κατεύθυνση (όπως μαρτυρά και η διμερής συμφωνία του Εβιάν που υπεγράφη στις 6 Ιουλίου), όμως ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς.

Η δεύτερη προτεραιότητα για την Ευρώπη είναι να αποκτήσει πραγματικό κύρος ως προς τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Αν δεν θέλουμε να κυβερνάται ο κόσμος από ένα «G2» ΗΠΑ και Κίνας τότε πρέπει να αναπτύξουμε σχέσεις συνεργασίας ώστε να λειτουργήσει αποτελεσματικά ένα «G3» στο οποίο η Ευρώπη θα είναι ο τρίτος πόλος.

Η ανάγκη ενίσχυσης του ρόλου της ΕΕ στη διεθνή πολιτική σκηνή είναι ήδη έντονη. Αυτό αποδεικνύουν μια σειρά από ενέργειες τις οποίες αναλάβαμε τους τελευταίους 12 μήνες, όπως η σταθεροποίηση της κατάστασης στη Γεωργία, ο προσδιορισμός φιλόδοξων στόχων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η παρουσίαση ξεκάθαρων δεσμεύσεων έναντι του Ιράν σε συνεργασία με τις ΗΠΑ και η ταχεία αποστολή ναυτικής βοήθειας στα ανοικτά της Σομαλίας για την καταπολέμηση της πειρατείας.

Υπάρχουν όμως πολύ σημαντικά εμπόδια τα οποία πρέπει να ξεπεράσουμε προκείμενου να ισχυροποιήσουμε την εξωτερική μας πολιτική. Για να καταστήσουμε αποτελεσματικότερη τη συνεργασία μας με τους στρατηγικούς μας εταίρους και κυρίως το ΝΑΤΟ πρέπει να δώσουμε απαντήσεις σε πολύ λεπτά ζητήματα. Πόση πίεση άραγε μπορούμε, για παράδειγμα, να ασκήσουμε στο Ιράν ή στη Ρωσία χωρίς να θιγούν τα συμφέροντά μας;

Τα ζητήματα της ενέργειας και της εξωτερικής πολιτικής εγείρουν αναμφίβολα δύσκολα ερωτήματα για τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η επιτυχία της όμως οφείλεται στην αλληλεγγύη και στη διάθεση συνδιαλλαγής μεταξύ κρατών που κατανοούν, όπως και οι άνθρωποι, ότι τα προτερήματα της συνεργασίας και της διαλλακτικότητας είναι μεγαλύτερα από αυτά του ατομικισμού.

Ο κ. Ντέιβιντ Μίλιμπαντ είναι υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας.