Ενας από τους ενδιαφέροντες «διαλόγους» στη νεότερη ελληνική ιστορία αφορά τη διαφωνία του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Ιωάννη Μεταξά το 1915 (για την επιχείρηση των Δαρδανελίων και την έξοδο της Ελλάδας στον Μεγάλο Πόλεμο), στην οποία ενεπλάκη και το ζήτημα της Μικράς Ασίας. Οι θέσεις του Βενιζέλου ενσωματώθηκαν στα τρία υπομνήματά του προς τον βασιλιά· του Μεταξά, στα δύο υπομνήματά του τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 1915. Τα έγγραφα αυτά αναδεικνύουν την υψηλής ποιότητας ανάλυση και των δύο ανδρών, στις θέσεις των οποίων όμως ενσωματώνονταν διαφορετικές οπτικές. Ο Μεταξάς προέβαλε ένα επιχείρημα το οποίο, έστω και συνδεδεμένο με την πολιτική της ουδετερότητας, θα μπορούσε να αποκληθεί «αμιγώς στρατιωτικό»: υπολόγισε το χειρότερο δυνατό σενάριο (δηλαδή της εισόδου της Βουλγαρίας στον πόλεμο) και βάσει αυτού μέτρησε τις διαθέσιμες στρατιωτικές δυνάμεις και αποτίμησε την αναλογία τους προς τους επιδιωκόμενους στόχους· θεωρούσε ότι η συμμετοχή στην εκστρατεία των Δαρδανελίων θα άφηνε την Ελλάδα με ανεπαρκείς δυνάμεις εναντίον βουλγαρικής εισβολής, ενώ στη Μικρά Ασία δεν υπήρχε σύνορο το οποίο να μπορεί να κρατηθεί στρατιωτικά. Ο Βενιζέλος, αντίθετα, έθεσε το ευρύτερο ζήτημα των επιλογών που διέθετε η χώρα, με βάση τη διεθνή πολιτική κατάσταση και τους κινδύνους που ανέκυπταν από αυτήν. Στο μυαλό του Βενιζέλου το μείζον ερώτημα αφορούσε την επιλογή της σωστής εμπόλεμης πλευράς· επιλογή που μόνη αυτή θα μπορούσε να διασφαλίσει τα συμφέροντα του Ελληνισμού, συμπεριλαμβανομένου του μικρασιατικού.

Η οπτική του Βενιζέλου ήταν περισσότερο πλήρης από τη σκοπιά της στρατηγικής ενός σύγχρονου κράτους. Οι στρατιωτικές πραγματικότητες εντάσσονται μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον που σε μεγάλο βαθμό τις καθορίζει. Ετσι, τον Μάρτιο του 1921, στις συσκέψεις του Μεταξά με τους ηγέτες του Λαϊκού Κόμματος, αναδείχθηκε όχι μόνον η ανεπάρκεια των ελληνικών δυνάμεων στη Μικρά Ασία, αλλά (κυρίως) η στρατιωτική αδυναμία που προέκυψε λόγω της αποτυχίας να διατηρηθεί η αρχική διεθνής συμμαχία. Ωστόσο και στο στρατιωτικό πεδίο ο ίδιος ο Μεταξάς, αρνούμενος την αρχιστρατηγία, σημείωσε: «Το πράγμα θα ήτο διάφορον- προσέθεσα – εάν είχον εις την διάθεσίν μου τον από Νοεμβρίου και πέραν διαρρεύσαντα χρόνον». Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι, αν κανείς αποδεχθεί το αμιγώς στρατιωτικό επιχείρημα, θα πρέπει παράλληλα να δεχθεί ότι το 1912 είχε δίκαιο ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο οποίος άφηνε τη Θεσσαλονίκη εκτεθειμένη σε βουλγαρική προέλαση και επιζήτησε την κίνηση προς το Μοναστήρι (που θα προσέφερε στην Ελλάδα ηπειρωτική ενδοχώρα)· και ότι είχε άδικο ο Βενιζέλος, ο οποίος επέβαλε τη στροφή προς τη Θεσσαλονίκη και τον Στρυμόνα, που άφησε τα βόρεια ελληνικά σύνορα χωρίς στρατηγικό βάθος. Εξάλλου, από την αμιγώς στρατιωτική άποψη, κατά τον 20ό αιώνα η Ελλάδα δεν θα «έπρεπε» να έχει καταφέρει να διατηρήσει τα βορειοανατολικά εδάφη της (στενή λωρίδα γης) ή τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου· και όμως τα διατήρησε, χάρη σε έναν συνδυασμό πειστικής στρατιωτικής αποτροπής, σύμπηξης συμμαχιών και συμμετοχής στις διεργασίες της διεθνούς ζωής. Με άλλα λόγια, η εμπειρία δικαίωσε την άποψη του Βενιζέλου ότι η επιτυχία στις διεθνείς υποθέσεις εξαρτάται από έναν δυναμικό συνδυασμό πολλαπλών παραγόντων.

Τ ο συμπέρασμα είναι περίπλοκο: σε καμία περίπτωση δεν μπορεί ο υπεύθυνος πολιτικός ηγέτης να αγνοήσει τις συμβουλές των στρατιωτικών συμβούλων του. Αλλά τις αποφάσεις θα τις λάβει αυτός (σταθμίζοντας αυτό το δυσπερίγραπτο μέγεθος, το εθνικό συμφέρον), σε μια διαδικασία στην οποία το στρατιωτικό κριτήριο θα παίξει σημαντικό αλλά όχι αποκλειστικό ρόλο. Και ο ίδιος ο Μεταξάς αυτό έκανε το 1940: δεν καθόρισε τη στάση του βάσει υπολογισμών σχετικά με τον «αριθμό» των στρατιωτικών δυνάμεων που θα παρέτασσαν στο πεδίο της μάχης οι εμπόλεμοι· επειδή για τούτο δεν υπήρχε οποιαδήποτε αμφιβολία. Καθόρισε τη στάση του βάσει ευρύτερων πολιτικών υπολογισμών, που έφεραν την Ελλάδα και πάλι (και παρά το δικό του καθεστώς) στο πλευρό των δημοκρατικών κρατών.

Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.