Ζούμε σε μια εποχή, όπου όλο και περισσότερο ο τρόπος σκέψης μας προσδιορίζεται από την τηλεοπτική πραγματικότητα. Η συσκευή της τηλεόρασης δεν είναι απλώς ένα μέσο ψυχαγωγίας. Είναι ένα μέσο διαπαιδαγώγησης, διαμόρφωσης αισθητικών επιλογών και γλωσσικών κωδίκων και ταυτόχρονα το μέτρο της κουλτούρας μιας κοινωνίας. Η καθημερινότητα, σε παγκόσμιο επίπεδο, έχει σημείο αναφοράς την τηλεόραση, ενώ, αφετέρου, η τηλεοπτική αναμετάδοση διευκολύνει την κυκλοφορία ειδήσεων, ιδεών και προτύπων ψυχαγωγίας και συμπεριφορών σε ολόκληρο τον πλανήτη. Η επιστημονική γνώση εξάλλου έχει επωφελώς εκλαϊκευτεί μέσω της τηλεόρασης. Εν τούτοις, διαπιστώνουμε ότι συχνά η επιστημονική εκλαΐκευση ακολουθεί τους τηλεοπτικούς κανόνες και ο επιστημονικός στοχασμός υποτάσσεται στα κελεύσματα αυτού που θα έπρεπε να χρησιμοποιεί ως απλό μέσο. Με άλλα λόγια, η τηλεόραση δεν περιορίζεται στον ρόλο του μέσου μετάδοσης της επιστημονικής γνώσης αλλά επιδρά καθοριστικά στη «γλώσσα» που εν τέλει χρησιμοποιεί η επιστήμη. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται και στον τρόπο με τον οποίο γίνεται η διαχείριση της ιστορικής γνώσης, ιδιαίτερα σε περιόδους όπου μια κοινωνία αναζητά καταφύγιο στο παρελθόν και η ιστορία μοιάζει να αποτελεί επικερδές εμπορεύσιμο είδος.

Η ιστορία έχει εισαχθεί από παλιά στην τηλεόραση μέσα από τα παιχνίδια γνώσεων, τα ιστορικά ντοκυμαντέρ και τις σειρές ιστορικής μυθοπλασίας. Πρόσφατα, ωστόσο, εμφανίστηκε ένας πρωτότυπος τρόπος εκλαΐκευσης της ιστορίας: οι ψηφοφορίες για τη «σημαντικότερη» χρονολογία ή για τη «σημαντικότερη» ιστορική προσωπικότητα είτε σε εθνικό είτε σε παγκόσμιο επίπεδο. Ολοκληρώθηκε πρόσφατα στη χώρα μας μια ψηφοφορία για τον «μεγαλύτερο Ελληνα» όλων των εποχών που διεξήγαγε τηλεοπτικός σταθμός, ενώ είναι σε εξέλιξη μια ανάλογη ψηφοφορία στην Αγγλία για τη σημαντικότερη χρονιά της παγκόσμιας ιστορίας, με πρωτοβουλία του περιοδικού «Ιntelligent Life» του «Εconomist». Δεν έχει, νομίζω, νόημα να απαξιώσουμε ή να υπερασπιστούμε αυτές τις πρωτοβουλίες, αλλά να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τους μηχανισμούς και τα σημαινόμενα της επιλογής των εκάστοτε «σημαντικότερων».

Η πρώτη παρατήρηση που μπορούμε να κάνουμε αφορά στην ίδια την έννοια του «σημαντικότερου». Είναι προφανές ότι δεν είναι δυνατόν να αποφασίσει κάποιος για το περισσότερο ή λιγότερο σημαντικό χωρίς τον προσδιορισμό των κριτηρίων της βαθμολογίας. Πώς συγκρίνονται και αντίστοιχα βαθμολογούνται δύο προσωπικότητες που ανήκουν σε τελείως διαφορετικές εποχές και ιστορικές συνθήκες και που χαρακτηρίζονται ως «σημαντικές» για τελείως διαφορετική δραστηριότητα (π.χ. ένας επιστήμονας και ένας πολιτικός); Πώς συγκρίνεται η εφεύρεση της τυπογραφίας (1439) με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204) ώστε να ψηφίσει κάποιος υπέρ της μιας ή της άλλης χρονολογίας; Πώς συγκροτείται ο κατάλογος των «σημαντικών» για να φτάσουμε στο «σημαντικότερο»; Στην πραγματικότητα, πρόκειται για έναν αγώνα, που παραπέμπει στις σύγχρονες αξίες του πρωταθλητισμού και των ρεκόρ. Με μόνη διαφορά ότι οι «μεγάλοι άνδρες» δεν ντοπάρονται για να νικήσουν. Ανταγωνίζονται μεταξύ τους- οιονεί ζώντες- για την πρώτη θέση, με τους όρους των σύγχρονων διαγωνισμών (φαινόμενο του 20ού αιώνα), είτε πρόκειται για αθλητικούς αγώνες είτε για καλλιστεία είτε για διαγωνισμούς γνώσεων. Με παρόμοιους όρους γίνεται και το «πρωτάθλημα» των χρονολογιών για το σημαντικότερο έτος στην ιστορία της ανθρωπότητας ή το «πρωτάθλημα των μεγάλων ανδρών» της ιστορίας. Η επιλογή, ωστόσο, δεν γίνεται μέσω ιστορικής μελέτης και απαρίθμησης επιστημονικών επιχειρημάτων. Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι είναι δυνατή μια παρόμοια ιεράρχηση ιστορικών προσώπων, γεγονότων και χρονολογιών, δεν είναι μια ομάδα ειδικών που καλούνται να κάνουν τις προτάσεις τους. Είναι ολόκληρη η κοινωνία που δυνητικά καλείται να αποφασίσει και να διαλέξει.

Με αυτούς τους όρους, δεν μετράει το αποτέλεσμα- ένα αποτέλεσμα που δεν προβάλλεται άλλωστε ως επιστημονικά έγκυρο- αλλά το παιχνίδι. Και μάλιστα ένα παιχνίδι που μοιάζει πολύ με τηλεοπτικό ριάλιτι. Φαίνεται πράγματι ότι το ριάλιτι είναι, συνειδητά ή μη, το οργανωτικό πρότυπο γι΄ αυτούς τους διαγωνισμούς. Ας φανταστούμε τον Καποδίστρια, τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Βενιζέλο, τον Περικλή και τον Καραμανλή κλεισμένους σε ένα στούντιο ριάλιτι να προσπαθούν να πείσουν το κοινό ποιος αξίζει να ψηφιστεί για «μεγαλύτερος Ελληνας». Ή τις διάφορες χρονολογίες σε παρόμοιο ρόλο, να απευθύνονται στους τηλεθεατές για να πείσουν ποια είναι η καλύτερη.

Το γεγονός ότι η επιλογή γίνεται μέσω ψηφοφορίας παραπέμπει επίσης στο οργανωτικό πρότυπο του ριάλιτι. Αλλά όχι μόνο. Σήμερα η ψηφοφορία είναι πολύ της μόδας. Ολες οι ιστοσελίδες είναι γεμάτες με διαφόρων ειδών ψηφοφορίες, όπου οι χρήστες του Διαδικτύου καλούνται να πουν τη γνώμη τους για κάθε είδους θέματα. Εφημερίδες και τηλεοπτικοί σταθμοί κατακλύζονται από δημοσκοπήσεις ως ειδησεογραφικό υλικό, ενώ εταιρείες που παράγουν καταναλωτικά προϊόντα κάνουν έρευνες γνώμης για την υποδοχή των προϊόντων τους. Οι επιθυμίες και οι απόψεις των ανθρώπων εκφράζονται με ποσοστά. Αν κάποτε οι πολίτες ψήφιζαν για να εκλέξουν τους αντιπροσώπους τους, σήμερα ψηφίζουν για τα πάντα και κυρίως πλέον για εκείνα που δεν έχουν καμία πολιτική σημασία.

Η ψηφοφορία δεν διεκδικεί βεβαίως την «αντικειμενικότητα». Αντιθέτως, εκφράζει τη συλλογική υποκειμενικότητα. Με αυτή την έννοια, το ιστορικό γεγονός που ψηφίζεται ως σημαντικότερο δεν χρειάζεται να είναι το σημαντικότερο. Ούτε η «σημαντικότερη» ιστορική προσωπικότητα αναγνωρίζεται ως αδιαμφισβήτητα η σημαντικότερη. Τα ριάλιτι της ιστορίας μπορούν να επαναλαμβάνονται με νέους πρωταγωνιστές και διαφορετικά αποτελέσματα συνεχώς, χωρίς να ακυρώνονται, γιατί αποτυπώνουν θυμικές και συγκυριακές αντιδράσεις, ερήμην της Κλειώς.

Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.