Το ισχύον Σύνταγμα, στο άρθρο 90 παρ. 5, ορίζει ότι οι προαγωγές στις θέσεις του Προέδρου και των Αντιπροέδρων του Συμβουλίου Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται κατόπιν προτάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου, με επιλογή μεταξύ των μελών του αντιστοίχου Δικαστηρίου, όπως ο νόμος ορίζει. Ομοίως ενεργείται και η προαγωγή στη θέση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Η φράση «όπως ο νόμος ορίζει» είναι προφανές ότι αναφέρεται στις προϋποθέσεις και διατυπώσεις επιλογής (χρόνος υπηρεσίας στους ανωτάτους βαθμούς κτλ.) και όχι στο όργανο της επιλογής, που ορίζεται ρητώς από το Σύνταγμα, ήτοι το Υπουργικό Συμβούλιο.

Κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του Συντάγματος, θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. Η συνταγματική ανάθεση της επιλογής του Προεδρείου των Ανωτάτων Δικαστηρίων στο Υπουργικό Συμβούλιο, που κατά την αρχή της δεδηλωμένης πρέπει να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της Βουλής, είναι απότοκος της άνω βασικής δημοκρατικής αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, κατά την οποία, όλες οι εξουσίες πρέπει να πηγάζουν από τον λαό.

Βάσει της αρχής αυτής, η επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης πρέπει να γίνεται μόνον από το Υπουργικό Συμβούλιο ή από τη Βουλή. Σε όλα τα κράτη της Ευρώπης οι προαγωγές στις ηγετικές θέσεις των Ανωτάτων Δικαστηρίων γίνονται από την κυβέρνηση ή τη Βουλή ή τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η κατά καιρούς υποστηριζόμενη στην Ελλάδα άποψη ότι ο τρόπος αυτός της επιλογής αποτελεί, τάχα, «ομφάλιο λώρο» μεταξύ εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας και ότι οι προαγωγές σε ηγετικές θέσεις πρέπει να γίνονται από εκλεκτορικό σώμα, αντιτίθεται στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και επιδιώκει την ανάθεση της επιλογής των Προεδρείων των Ανωτάτων Δικαστηρίων σε ανεύθυνα πρόσωπα, που δεν θα λογοδοτούν σε κανέναν για τις επιλογές τους. Ενώ αντιθέτως κάθε κυβέρνηση λογοδοτεί γι΄ αυτές στη Βουλή και στον λαό.

Το όποιο εκλεκτορικό σώμα θα είναι ανέλεγκτο και φυσικά δεν θα συγκροτείται από ουρανόπεμπτους πολίτες, μη έχοντες κομματική προέλευση και τοποθέτηση. Αντίθετα με τη δημιουργία οιουδήποτε οργάνου προεπιλογής θα είναι δυνατόν η πολιτική εξουσία να επιτυγχάνει επιλογές της προτιμήσεώς της, χωρίς κανένα πολιτικό κόστος ή κίνδυνο παρεξηγήσεως. Διερωτάται κανείς, οι δικηγόροι και καθηγητές της Νομικής, που κατά κανόνα δικηγορούν, εάν έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν την επιλογή της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων, δεν θα είναι εύκολο να παρασυρθούν στη χρήση της δυνατότητας αυτής, με ενέργειες αθεμίτου ανταγωνισμού των συναδέλφων τους κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους;

Αλλά και η άλλη προβαλλόμενη, κατά καιρούς, πρόταση προεπιλογής της ηγεσίας από τις Ολομέλειες των Ανωτάτων Δικαστηρίων είναι αποκρουστέα. Το μεν, γιατί δεν αποκλείει πάντοτε την επιβολή των απόψεων της πολιτικής εξουσίας, που μπορεί να διοχετευθεί έντεχνα ακόμη και από τα ελεγχόμενα από αυτή ΜΜΕ, το δε- και το χειρότερο- γιατί ενέχει τον σοβαρότατο κίνδυνο δημιουργίας μεταξύ των Δικαστών ομαδοποιήσεων και φατριών, που θα παρακωλύουν την αντικειμενική εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Πώς είναιδυνατόν ένας ανώτατος Δικαστής, δικαιούμενος να αποβλέπει σε εξέλιξή του, να ψηφίζει πάντοτε ελεύθερα, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, εάν πρόκειται να κριθεί από συναδέλφους του για προαγωγή και η άποψή του προσκρούει σε αντίθετη ενός τούτων ή την εισήγηση άλλων που θα τον κρίνουν; Και πώς θα υπάρχει πειθαρχία, αλληλοσεβασμός και υπηρεσιακή δεοντολογία στον δικαστικό κλάδο, όταν Δικαστές εκλέγουν αυτούς που θα τους ελέγχουν;

Περαιτέρω, οι επικρίσεις του ισχύοντος συστήματος επιλογής των Προεδρείων, στην ουσία, αποτελούν και ύβρι κατά των Δικαστών. Και τούτο γιατί τους αποδίδεται έλλειψη στοιχειώδους σθένους. Αλίμονο, όμως, αν οι Δικαστές επηρεάζονται από τις επιλογές αυτές. Τότε θα ήταν εύκολο να επηρεαστούν και με πολλούς άλλους τρόπους.

Οι πολιτικοί, όταν προτείνουν αλλαγή του τρόπου επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, παραδέχονται έμμεσα ότι αδυνατούν να κάνουν επιλογές με αξιοκρατικά και αντικειμενικά κριτήρια, είτε διά του Υπουργικού Συμβουλίου είτε διά της Βουλής. Τέλος, ας μην υποτιμάται η αλήθεια, πως η προσωπική ανεξαρτησία των Δικαστών, όσο κι αν κατοχυρωθεί, εξαρτάται από την αγωγή, την παιδεία, την πνευματική καλλιέργεια, το ήθος, τον χαρακτήρα, το ανεξάρτητο φρόνημα και, γενικώς, από την ψυχική συγκρότησή τους. Αυτό διδάσκει η Ιστορία.

Ο κ. Βασίλειος Κόκκινος είναι πρώην Πρόεδρος του Αρείου Πάγου.