Πρέπει εξαρχής να τονιστεί ότι η επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την πολιτική εξουσία δεν συνιστά πρωτοτυπία της ελληνικής πραγματικότητας ούτε έκφραση δήθεν «αυταρχικότητας» του συνταγματικού νομοθέτη του 1975. Το ίδιο σύστημα ισχύει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπου η εκτελεστική εξουσία επιλέγει τα προεδρεία των ανωτάτων δικαστηρίων. Το θεωρητικό έρεισμα της πρακτικής αυτής βρίσκεται στη δημοκρατική απαίτηση συνδέσεως της λειτουργίας της (κατά τεκμήριο μη λαϊκής) Δικαιοσύνης με τις άλλες εξουσίες που πηγάζουν από τον λαό μέσω της εκλογής τους στο Κοινοβούλιο. Δημιουργείται έτσι έστω και έμμεση σχέση μεταξύ της δράσεως της Δικαιοσύνης και της Λαϊκής Κυριαρχίας.

Στην πράξη πάντως το ισχύον σύστημα έχει κατά καιρούς κατακριθεί εξαιτίας επιλογών που έγιναν με καθαρά πολιτικά κριτήρια και κατά προφανή και βάναυση παραβίαση των αρχών της αξιοκρατίας και της ιεραρχίας. Καμία δυστυχώς από τις εναλλακτικές λύσεις που προτάθηκαν κατά καιρούς δεν φαίνεται να πληροί απολύτως τις απαιτήσεις σταθερής διοικήσεως της Δικαιοσύνης και δικαστικής ανεξαρτησίας, διασφαλίζοντας έτσι το κύρος της δικαστικής λειτουργίας.

Μεταξύ των διαφόρων αυτών συστημάτων με περισσότερα πλεονεκτήματα εμφανίζεται η δυνατότητα επιλογής των προεδρείων των Ανωτάτων Δικαστηρίων από τις αντίστοιχες Ολομέλειες. Είναι όμως αναμφισβήτητο ότι η μέθοδος αυτή επιτρέπει την ανάπτυξη πνεύματος εσωτερικής αναμετρήσεως και προσπορισμού ψήφων, φαινόμενο που ελάχιστα προσιδιάζει στην αξιοπρέπεια του δικαστικού λειτουργήματος.

Προς αποφυγή όλων των ανωτέρω φαινομένων προτείνεται η θεσμοθέτηση της δυνατότητας επιλογής αντιπροέδρου των Ανωτάτων Δικαστηρίων εκ των αρχαιοτέρων δικαστών του οικείου δικαστηρίου· και συγκεκριμένα από αριθμό δικαστών πολλαπλάσιο (π.χ. τριπλάσιο) του αριθμού των κενουμένων θέσεων. Περαιτέρω, ο Πρόεδρος θα πρέπει να επιλέγεται μεταξύ των αντιπροέδρων του οικείου δικαστηρίου. Με αυτόν τον τρόπο καθιερώνεται ένα δικαιότερο σύστημα αναδείξεως της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων, το οποίο παρέχει την απαιτούμενη διακριτική ευχέρεια στην εκτελεστική εξουσία, ενώ παράλληλα θέτει και ορισμένους όρους για την αποτροπή φαινομένων αυθαιρεσίας, συναλλαγής και αναιτιολόγητης επιλογής. Αλλωστε, οι νομοθετημένες θέσεις αντιπροέδρων στα Ανώτατα Δικαστήρια (10 στον Αρειο Πάγο, 10 στο Συμβούλιο της Επικρατείας και 8 στο Ελεγκτικό Συνέδριο) παρέχουν τη δυνατότητα ευρείας επιλογής.

Το αυτό, κατ΄ αναλογία, πρέπει να ισχύει και για τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Η ηγεσία του εισαγγελικού κλάδου θα πρέπει να ανήκει στους ίδιους τους εισαγγελικούς λειτουργούς. Αλλωστε, οι 14 νομοθετημένες θέσεις αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου παρέχουν στην κυβέρνηση τη δυνατότητα ευρείας επιλογής. Για την προαγωγή στη θέση των αντεισαγγελέων θα ισχύσει κατ΄ αναλογίαν ό,τι ισχύει για τις προαγωγές των αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου με ιδιαίτερη σημείωση ότι δεν θα κρίνονται μόνον οι εισαγγελείς Εφετών, αλλά και περιορισμένος αριθμός προέδρων Εφετών ή εφετών.

Ερώτημα τίθεται αν θα πρέπει να θεσπιστεί θητεία για τους αντιπροέδρους. Ηδη με συνταγματική διάταξη ορίζεται ότι η θητεία του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και των Γενικών Επιτροπών των Διοικητικών Δικαστηρίων και του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των τεσσάρων ετών, ακόμη κι αν ο δικαστικός λειτουργός που κατέχει τη θέση δεν καταλαμβάνεται από το όριο ηλικίας. Ο σκοπός της διάταξης είναι να μην μπορεί μια κυβέρνηση να προαγάγει στη θέση του Προέδρου ένα δικαστή μικρής ηλικίας, ο οποίος θα παραμείνει στη θέση αυτή για πολλά χρόνια. Προτείνεται να τεθεί παρόμοια διάταξη και για τους αντιπροέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων (ενδεχομένως δε και για τους αντεισαγγελείς), ώστε να αποφευχθούν αυθαιρεσίες και κατάφωρες παραβιάσεις της επετηρίδας εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας. Προτείνεται δε η θητεία των αντιπροέδρων να μην υπερβαίνει την πενταετία. Οι ρυθμίσεις αυτές θα συμβάλουν αποφασιστικά στην ενίσχυση της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών έναντι των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας.

Ο κ. Ιωάννης Μ. Βαρβιτσιώτης είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής και πρώην υπουργός Δικαιοσύνης.