1 Το θέμα της επιλογής της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων συνδέεται με την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας. Το ισχύον σύστημα επιλογής από το Υπουργικό Συμβούλιο επικρίνεται, κυρίως με τη σκέψη ότι δημιουργεί εξάρτηση της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την πολιτική εξουσία.

2. Εν πρώτοις πρέπει να παρατηρηθεί ότι η δικαστική ανεξαρτησία είναι πρωτίστως θέμα προσώπων (και συγκεκριμένα τόσο των επιλεγόντων όσο και των επιλεγομένων) και λιγότερο θέμα συστήματος.

Αν οι υπουργοί Δικαιοσύνης με την εισήγησή τους και το Υπουργικό Συμβούλιο με την απόφασή του έχουν ακολουθήσει αξιοκρατικά κριτήρια, όπως οφείλουν, η επιλογή τους θα είναι αδιάβλητη. Υπενθυμίζω ότι στην Αγγλία ο λόρδος Καγκελάριος (υπουργός Δικαιοσύνης) επιλέγει όλους τους δικαστές. Και επιτελεί με αμεροληψία το καθήκον του αυτό.

Αν δε οι επιλεγέντες δικαστές, ανεξάρτητα από τα κριτήρια επιλογής τους, μπορούν όπως οφείλουν να σταθούν στο ύψος της αποστολής τους θα παραμένουν ανεπηρέαστοι από την πολιτική εξουσία. Τούτο νομίζω ότι στην πράξη είναι ο κανόνας, προς τιμήν των δικαστών εκείνων που ξέρουν να ανθίστανται, συμβαίνει δε όχι σπάνια και σε ορισμένες περιπτώσεις όπου πολιτικοί φορείς (π.χ. τα εκάστοτε κόμματα της αντιπολίτευσης) τους επιτίθενται, όταν δυσαρεστούνται από αποφάσεις τους, πολιτικοποιώντας αυτοί τη Δικαιοσύνη.

3. Παρά ταύτα έχουν γίνει και επιλογές με κριτήρια πολιτικής σκοπιμότητας. Υπάρχουν και πολιτικοί που έχοντας τη σχετική εξουσία υποκύπτουν στον πειρασμό να επιλέγουν ηγεσία στη Δικαιοσύνη η οποία νομίζουν ότι θα εξυπηρετεί την πολιτική τους. Επίσης φαίνεται να έχει κλονιστεί η εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης και ιδίως του νομικού κόσμου στο αδιάβλητο των επιλογών από την εκάστοτε κυβέρνηση. Αυτά αποτελούν επαρκείς λόγους να αφαιρεθεί (με αναθεώρηση του Συντάγματος) η σχετική αρμοδιότητα από το Υπουργικό Συμβούλιο.

4. Η συχνά ακουόμενη πρόταση να επιλέγεται η ηγεσία της Δικαιοσύνης από το ίδιο το δικαστικό σώμα δεν νομίζω ότι είναι η καλύτερη λύση. Το λεγόμενο ότι η αρχή της διάκρισης των εξουσιών και άρα της μη ανάμειξης της πολιτικής εξουσίας στα θέματα της δικαστικής εξουσίας επιβάλλει το αυτοδιοίκητο των δικαστηρίων σε όλα τα θέματα που το αφορούν οδηγεί σε στεγανοποίηση της Δικαιοσύνης. Ανεξαρτησία δεν σημαίνει δημιουργία κλειστού χώρου. Κάτι τέτοιο όχι μόνο δεν επιβάλλεται από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, αλλά είναι και αντίθετο προς το πραγματικό νόημά της, που απαιτεί διαφάνεια, ενημέρωση και αμοιβαίους περιορισμούς όλων των εξουσιών. Οσο πιο στεγανός και εσωτερικά αναπαραγόμενος είναι ένας χώρος τόσο περισσότερο απομακρύνεται από τη δημοκρατική αρχή η οποία καλύπτει την ολότητα της κοινωνίας.

Το κύριο έργο του δικαστή είναι η απονομή της δικαιοσύνης και εκεί ασφαλώς κάθε παρεμβολή ή προσπάθεια επηρεασμού του είναι απόλυτα ανεπίτρεπτη. Στη διοίκηση της Δικαιοσύνης όμως, που είναι δευτερεύον έργο του δικαστή, είναι θεμιτό αλλά και σκόπιμο να συμβάλλει και η νομοθετική ή η εκτελεστική εξουσία, οι οποίες άλλωστε εκφράζουν αμεσότερα τη λαϊκή κυριαρχία. Η ανάμειξη των εξουσιών αυτών σε θέματα διοίκησης της Δικαιοσύνης ισχύει στις περισσότερες (αν όχι σ΄ όλες) τις ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι στην Ελλάδα. Αποτελεί και έναν εξωτερικό έλεγχο του χώρου της Δικαιοσύνης. Ο εσωτερικός έλεγχος (κατά κάποιο τρόπο «αυτοέλεγχος») είναι λιγότερο αποτελεσματικός.

5. Η καλύτερη λύση θα ήταν να ανατεθεί η αρμοδιότητα επιλογής της δικαστικής ηγεσίας σε εξωδικαστικό συλλογικό όργανο, με την αντιπροσωπευτικότερη δυνατή σύνθεση, ώστε τυχόν «εξαρτήσεις» να διαχέονται σε ευρύ κύκλο προσώπων από πολλούς χώρους (όχι μόνο της πολιτικής) και έτσι να εξαφανίζονται ή να αποδυναμώνονται. Στο όργανο αυτό θα μπορούσαν να μετέχουν εκπρόσωποι της νομοθετικής εξουσίας- όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων, ανάλογα με τη δύναμή τους-, της εκτελεστικής εξουσίας (π.χ. ο υπουργός Δικαιοσύνης), του νομικού κόσμου, αλλά και ανώτατοι δικαστικοί. Επίσης, μπορεί να προβλέπεται ότι και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα διορίζει μέλη από προσωπικότητες του κοινωνικού βίου με αναγνωρισμένο κύρος. Ωσότου αναθεωρηθεί το Σύνταγμα, μπορεί με κοινό νόμο να προβλεφθεί ότι θα ζητείται συμβουλευτικά η γνώμη ενός τέτοιου συμβουλίου.

Σημειώνω ότι για την επιλογή των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών (όπως το ΕΣΡ, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων κτλ.) είναι σήμερα αρμόδιο ένα διακομματικό όργανο (η Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής) που αποφασίζει με αυξημένη πλειοψηφία, των τεσσάρων πέμπτων, των μελών του. Ανάλογη υπερκομματική ρύθμιση θα έπρεπε πολύπερισσότερο να προβλέπεται για την ηγεσία της Δικαιοσύνης, που έχει αυξημένη εξουσία και άρα μεγαλύτερη ανάγκη ανεξαρτησίας. Γιατί ενώ οι Ανεξάρτητες Αρχές ελέγχονται από τη Δικαιοσύνη, οι δικαστές έχουν τον τελευταίο λόγο στα ζητήματα που κρίνουν.

Ο κ. Μιχάλης Σταθόπουλος είναι καθηγητής του Αστικού Δικαίου, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης.