Μέλη των «Γιατρών του Κόσμου» εξετάζουν λαθρομετανάστες που είχαν καταφύγει στο παλαιό Εφετείο της Αθήνας για να βρουν στέγη

Συνηθίζεται στην Ελλάδα να ανακαλύπτουμε και μάλιστα έκπληκτοι τον… τροχό. Παρακολουθώντας κάποιος την επικαιρότητα των τελευταίων δύο εβδομάδων θα μπορούσε να διαπιστώσει ότι ξαφνικά η Ελλάδα ήρθε αντιμέτωπη για πρώτη φορά με το φαινόμενο της αθρόας ροής μεταναστών, οι οποίοι κατευθύνονται διαμέσου των ανατολικών συνόρων προς τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας. Θα μπορούσε κάποιος μάλιστα να διαπιστώσει ότι τόσο η πολιτεία όσο και οι μετέχοντες στον δημόσιο διάλογο αντιδρούν σε αυτό το καινοφανές φαινόμενο προτείνοντας πληθώρα «πρωτότυπων» λύσεων και μεθόδων αντιμετώπισης των επιπτώσεων της μετανάστευσης στη ζωή των ελλήνων πολιτών. Εξάλλου, στην Ελλάδα αγαπάμε επίσης να εκφράζουμε «εμπεριστατωμένη» τάχα άποψη για θέματα τα οποία μάς είναι τις περισσότερες φορές παντελώς άγνωστα ή μας έχουν έστω απασχολήσει ελάχιστα στο παρελθόν. Αποτέλεσμα αυτών των ηθών και των συνηθειών μας είναι να αναλώνεται ο δημόσιος διάλογος στην ανταλλαγή ανεδαφικών και άσχετων απόψεων και να περισσεύει τελικά η ανοησία, στη διάχυση της οποίας συμμετέχουν ανέξοδα και αβίαστα οι κάθε λογής επαγγελματίες παντογνώστες.

Στο μεταξύ, η πραγματικότητα φαίνεται να προσπερνά τη χώρα μας για μία ακόμη φορά. Την ίδια στιγμή, τις συνέπειες της ανικανότητας και της ανοησίας ιθυνόντων και ειδημόνων υφίστανται με τη μεγαλύτερη σκληρότητα οι ασθενέστεροι: αφενός οι μετανάστες, δηλαδή οι άνθρωποι που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τον τόπο τους λόγω πολέμου, φτώχειας και ανέχειας, και, αφετέρου, οι κάτοικοι των υποβαθμισμένων περιοχών των μεγάλων αστικών κέντρων, δηλαδή οι άνθρωποι που αδυνατούν λόγω της δυσμενούς θέσης τους στην κοινωνική διαστρωμάτωση να εγκαταλείψουν τη γειτονιά τους και να μετακινηθούν προς άλλες περιοχές του αστικού ιστού. Το πρόβλημα είναι τεράστιο. Ανεξάρτητα από τους προφανείς πολιτικούς λόγους που έστρεψαν τα φώτα της δημοσιότητας στους αφανείς της Αθήνας, η επικαιρότητα ανέδειξε ένα τουλάχιστον πολύ σημαντικό ζήτημα: την εγγενή δυσκολία της ελληνικής κοινωνίας να διαβουλευτεί συστηματικά, οργανωμένα, θεσμικά, νηφάλια και αποτελεσματικά γύρω από το κατ΄ εξοχήν ζητούμενο της σύγχρονης εποχής, δηλαδή την τοπική-εθνική διαχείριση της παγκόσμιας ροής ανθρώπων.

Γιατί όμως η ελληνική κοινωνία αποδεικνύεται τόσο αδύναμη και απροετοίμαστη να διαχειριστεί, έστω και στο επίπεδο του δημόσιου διαλόγου, το ζήτημα της μετανάστευσης; Η χώρα μας δέχεται μεγάλες ροές μεταναστών και προσφύγων για δύο τουλάχιστον δεκαετίες. Στο διάστημα της εικοσαετίας που πέρασε έχουν βέβαια αλλάξει οι τόποι προέλευσης των μεταναστών, αλλά αυτό δεν εξηγεί το γεγονός ότι συμπεριφερόμαστε σήμερα σαν να μας απασχολεί το ζήτημα για πρώτη φορά. Γιατί λοιπόν βιώνουμε ως καινοφανή μια κοινωνική εμπειρία δύο δεκαετιών; Η αλήθεια είναι ότι η μετατροπή της Ελλάδας σε χώρα υποδοχής μεταναστών συνέπεσε με μια περίοδο μακρόχρονης οικονομικής ανάπτυξης. Η σχέση Ελλήνων και μεταναστών διαμορφώθηκε στο πλαίσιο μιας ιστορικής συγκυρίας όπου η μαζική παροχή φτηνού εργατικού δυναμικού ήταν καλοδεχούμενη και μάλιστα αναγκαία για την επίτευξη των οικονομικών στόχων και των προσδοκιών τόσο στο επίπεδο της εθνικής οικονομίας όσο και στον μικρόκοσμο των αναγκών, των προσδοκιών και των σχεδιασμών του μέσου ελληνικού νοικοκυριού. Παρά τις πρόσκαιρες συγκρούσεις, τις διαμάχες και σε μερικές περιπτώσεις τις βίαιες συγκρούσεις, πολύ γρήγορα και σχεδόν ανακλαστικά αποδεχθήκαμε όλοι την παρουσία ξένων εργατών στις γειτονιές, τα χωριά και στα σπίτια μας.

Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εικοσαετίας που πέρασε ήταν και η σταδιακή φυσικοποίηση της άνισης αντιμετώπισης των ανθρώπων με βάση την εθνικότητα και τη φυλή τους, δηλαδή του ρατσισμού. Συνηθίσαμε να αποδεχόμαστε ως απολύτως δικαιολογημένες και αυτονόητες τις κοινωνικές διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων με βάση την ελληνικότητά τους ή μη και την εφαρμογή ιεραρχικών κριτηρίων με βάση την εθνικότητα στις καθημερινές πρακτικές, τόσο στο επίπεδο της επίσημης πολιτικής όσο και σε εκείνο των κοινωνικών δράσεων, των διαπροσωπικών σχέσεων και των επαγγελματικών διακανονισμών. Παράλληλα και με τη σταδιακή εξοικείωσή μας με την παρουσία ξένων ανάμεσά μας, φαίνεται ότι γρήγορα αποδεχθήκαμε ως «φυσιολογική» την ιεραρχική, με βάση την εθνικότητα και τη φυλή, θεώρηση του κόσμου γύρω μας. Ετσι, οι πρακτικές και οι πολιτικές των διακρίσεων φυσικοποιήθηκαν και διαχύθηκαν σε ποικίλους κοινωνικούς χώρους.

Και ως εδώ η εξέλιξη των πραγμάτων στην Ελλάδα ακολούθησε την ίδια πορεία με ανάλογες εμπειρίες σε άλλες χώρες του αναπτυγμένου κόσμου. Αυτό που διαφοροποίησε την Ελλάδα ήταν ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου οικονομικής ανάπτυξης των προηγούμενων χρόνων ελάχιστα μας απασχόλησε το ζήτημα της συστηματικής αντιμετώπισης και διαχείρισης των διαφόρων πτυχών του φαινομένου των πληθυσμιακών ροών στη χώρα μας. Θεωρήθηκε ότι η ένταξη των μεταναστών στο εργατικό δυναμικό της χώρας θα διαμόρφωνε από μόνη της τις διαφοροποιημένες αναγκαίες προϋποθέσεις για την κοινωνική ενσωμάτωση. Θεωρήσαμε επίσης ότι οι μετανάστες θα συνεχίσουν να έρχονται όσο τους χρειαζόμαστε και αυτομάτως θα σταματήσουν ή και θα εξαφανιστούν όταν εμείς το θελήσουμε.

Αντιμετωπίσαμε ως τώρα τη μετανάστευση, όπως και διάφορα άλλα θέματα, ως κάτι που αφορά εμάς και εξαρτάται από εμάς, παραγνωρίζοντας τις παγκόσμιες παραμέτρους που διαμορφώνουν τις συνθήκες της ζωής μας σε τοπικό επίπεδο. Μόνο που η πραγματικότητα για μία ακόμη φορά μας ξεπέρασε. Βρισκόμαστε έτσι σήμερα να συζητούμε για μέτρα και τρόπους αντιμετώπισης με τον ίδιο ξεπερασμένο και πρόχειρο τρόπο που διαχειριστήκαμε το φαινόμενο για δύο δεκαετίες. Ακούμε να προτείνονται «λύσεις» που όσοι είμαστε έστω και στοιχειωδώς ενημερωμένοι γνωρίζουμε ότι έχουν αποτύχει παταγωδώς σε όλες τις χώρες, οι οποίες παραδοσιακά διαχειρίζονται για πολλές δεκαετίες ή και για αιώνες μαζικές ροές μεταναστών (Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, ΗΠΑ, Καναδάς κτλ.). Παρατηρούμε τη συστηματική απουσία από τον δημόσιο διάλογο του εξειδικευμένου ερευνητικού και επιστημονικού δυναμικού που διαθέτει η Ελλάδα και που θα μπορούσε να μεταφέρει εμπειρίες και τεχνογνωσία από άλλες χώρες.

Η διαχείριση των σύγχρονων δυναμικών πληθυσμιακών ροών απαιτεί να διακόψουμε για λίγο την προσφιλή σε όλους μας ομφαλοσκόπηση και να αναγνωρίσουμε τη διεθνική διάσταση των προβλημάτων μας και άρα και των λύσεων που καλούμαστε να σχεδιάσουμε. Αποσπασματικά και πρόχειρα μέτρα όπως οι επιχειρήσεις«σκούπα», η ίδρυση μαζικών κέντρων υποδοχής και στρατοπέδων συγκέντρωσης, η πρόσληψη μεγαλύτερου αριθμού λιμενικών και η πίεση για εφαρμογή συμφωνιών επαναπροώθησης ακούγονται σαν καλοκαιρινές απόπειρες να χτίσει κανείς κάστρα στην άμμο. Ας επιδοθούν σε αυτή την ευχάριστη ασχολία οι κάθε λογής παντογνώστες, αλλά παράλληλα ας ξεκινήσουμε και ένα διάλογο οργανωμένο, συστηματικό και εξειδικευμένο έτσι ώστε να μην παραμείνει το ζήτημα των μεταναστών τάχα «καινοφανές» και στις επόμενες δύο δεκαετίες. Η κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι επίκουρη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.