Πρόσφυγες και λαθρομετανάστες, μεγάλοι και παιδιά στον καταυλισμό της οδού Ευρώτα της Πάτρας

Τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν πρόσφατα σχετικά με την αποκατάσταση της τάξης και της ασφάλειας στο κέντρο της Αθήνας υποδεικνύουν μια νέα αντεγκληματική στρατηγική που στοχεύει στα προβλήματα της καθημερινότητας του πολίτη. Το ζήτημα των ναρκωτικών και της παράνομης μετανάστευσης τέθηκαν στο επίκεντρο αυτής της πολιτικής. Κοινό κεντρικό σημείο και για τα δύο ζητήματα αποτελεί η νέα τάση εκτόπισης από τo πεδίο της πόλης εκείνων των ομάδων πληθυσμού που συνδέονται με διάφορες εκδοχές της παρανομίας και άλλων προβληματικών καταστάσεων. Σε ό,τι αφορά τα ναρκωτικά το πρόβλημα δεν τίθεται πλέον με όρους εξάλειψης της εξάρτησης, αλλά συντήρησής της εκτός κέντρου και από αυτή την άποψη είναι αξιοπερίεργη η αποσπασματικότητα του μέτρου και η «αδιαφορία» του δημόσιου λόγου για το σύστημα προσφοράς ναρκωτικών.

Σε ό,τι αφορά τους μετανάστες είναι αξιοσημείωτο ότι αυτή τη φορά δεν χρειάστηκε η επίκληση της εμπλοκής τους με την εγκληματικότητα, καθώς χρόνια τώρα καλλιεργούνται βεβαιότητες σχετικά με αυτό· παρά το γεγονός ότι οι αριθμοί τις διαψεύδουν. Ζητήματα όπως η εγκληματικότητα του δρόμου, το εμπόριο ναρκωτικών, η εμπορία ανθρώπων, η εξαναγκαστική πορνεία, το λαθρεμπόριο κτλ. κατέληξαν να θεωρούνται εισαγόμενα προβλήματα και να ταυτίζονται με την παρουσία των «ξένων», γεγονός που διατηρεί στο απυρόβλητο τη σημασία της δράσης των ελληνικών οργανωμένων εγκληματικών δικτύων. Από τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν δεν προκύπτει όμως με ποιον τρόπο θα αντιμετωπιστούν τα προβλήματα αυτά, στα οποία οι μετανάστες και φυσικά και οι Ελληνες συμμετέχουν είτε ως θύματα είτε ως δράστες. Υπό αυτό το πρίσμα στερείται κάθε νομιμοποιητικής βάσης και διακρίνεται μάλλον από κυνισμό παρά από κάθε άλλο πρακτικό χαρακτήρα η αναβίωση στη χώρα μας του μακάβριου θεσμού των στρατοπέδων συγκέντρωσης, που έχουν πλέον την κομψή ονομασία «κέντρα υποδοχής (λαθρο)μεταναστών». Η ροή μεταναστών προς την Ευρώπη συνδέεται με ανάγκες που οι πόλεμοι, η πείνα και η κατασπατάληση του δημόσιου πλούτου του τρίτου κόσμου δημιούργησαν. Ωστόσο, η νέα μεταναστευτική πολιτική που φαίνεται να διαμορφώνεται στην Ευρώπη δεν συνυπολογίζει- και γι΄ αυτό χαρακτηρίζεται από κυνισμότο «ξόδεμα» ανθρώπων που θα προκαλέσει, δηλαδή τη βία που οι μετανάστες θα υποστούν στα νέα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ούτε την απώλεια ανθρώπων που ως τώρα έχει κοστίσει το καθεστώς παρανομίας. Οι συνθήκες επιβάλλουν μάλλον να υποδυθούμε ότι αγνοούμε ως κοινωνία- επικαλούμενοι περιστάσεις έκτακτης ανάγκης- ότι το ζήτημα της μαζικής παράνομης μετανάστευσης είναι αποτέλεσμα των πολιτικών που η Δύση έχει ακολουθήσει για τον τρίτο κόσμο.

Αυτή η προσέγγιση όμως του μεταναστευτικού προβλήματος, που δεν χαρακτηρίζει μόνο την Ελλάδα, αποσιωπά τις διεθνικές διαστάσεις των μεγάλων οικονομικών εγκλημάτων, όπως π.χ. αυτό της Siemens, και θέτει εκτός δημοσίου διαλόγου τη σημασία της συνήθους πρακτικής μεγάλων εταιρειών να δωροδοκούν κρατικούς παράγοντες, όπως και την παγκόσμια σημασία του ελέγχου του εθνικού πλούτου από εταιρικά συμφέροντα κτλ. Υποτιμάται έτσι το γεγονός ότι η λαθρομετανάστευση συνδέεται σήμερα με τη διαμόρφωση μιας νέου τύπου αποικιοκρατίας, που επηρεάζει και καθορίζει τις μεταβολές στις τοπικές οικονομίες και στις αγορές εργασίας, υποκινεί τοπικούς – περιφερειακούς πολέμους, αλλά και μαζικές παράνομες μετακινήσεις πληθυσμών προς την Ευρώπη.

Στην Ελλάδα η ως τώρα αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης μέσω ηθικών πανικών, φοβικών στάσεων και εχθρότητας απέναντι στη φτώχεια και στο κοινωνικό περιθώριο (που εντάσσονται όλα μαζί στο φαινόμενο της ανασφάλειας) συμβάλλει στην καλλιέργεια ανοχών και αιτημάτων περαιτέρω κορύφωσης της καταστολής. Η τελευταία γίνεται τώρα δεκτή σχεδόν με «ανακούφιση», έπειτα από την ανοχή που επιδείχθηκε στην ανάπτυξη των ιδιότυπων αστικών γκέτο και του κορεσμού του πληθυσμού στη θέα της ανέχειας, τις συμπλοκές και στην ανθρώπινη δυστυχία.

Στην περίπτωση όμως των νέου τύπουστρατοπέδων συγκέντρωσης ακόμη και οι μιντιακές «αναμορφώσεις» των γεγονότων βρίσκουν το όριό τους. Κανένα- πραγματικό και όχι νομικό – εχέγγυο δεν υπάρχει για τις συνθήκες διαβίωσης, τα δικαιώματα και την τύχη αυτών των ανθρώπων, όχι μόνο στα στρατόπεδα, αλλά και κυρίως μετά την επαναπροώθηση. Ούτε φαίνεται να απασχολεί αυτό, καθώς το κύριο ενδιαφέρον είναι να εξαφανιστεί το πρόβλημα από την κοινή θέα. Μια τέτοια τάση όμως δεν είναι ουδέτερη: διασπά την έννοια της κοινωνίας ανθρώπων και αποκρύπτει την πολιτική διάσταση της αντεγκληματικής πολιτικής και το γεγονός ότι η λαθρομετανάστευση, το εμπόριο ναρκωτικών και όπλων κτλ. είναι το τίμημα της ευημερίας της Ευρώπης. Υποτιμάται έτσι ότι η κυριαρχία της οικονομίας επί της πολιτικής αποτελεί ένα παιχνίδι άτυπα θεσμοποιημένων πρακτικών διαφθοράς και αδιαφάνειας και οδηγεί αναπόφευκτα σε μια νέα εκδοχή αποικιοκρατίας, που έχει ως απώτερο αποτέλεσμα και την αυτοεξορία-μετανάστευση εκατομμυρίων ανθρώπων, με όλες τις συνέπειες που γνωρίζουμε. Οι ακολουθούμενες πολιτικές ελέγχου τους ως σήμερα καταλήγουν να ενισχύουν αυτές τις παράνομες οικονομίες, καθιστώντας πιο ακριβές τις «υπηρεσίες» τους και τους δράστες τους πιο κυνικούς.

Με τον τρόπο αυτό η σημερινή νεοφιλελεύθερη Ευρώπη αδυνατεί έστω και να σκεφτεί ότι η ενίσχυση του τρίτου κόσμου θα κάνει τον δικό της κόσμο καλύτερο.

Η κυρία Σοφία Βιδάλη είναι επίκουρη καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου της Θράκης.