Το παράδοξο των πρόσφατων ευρωεκλογών είναι ότι η απαξίωση του νεοφιλελευθερισμού βοήθησε περισσότερο την Κεντροδεξιά και λιγότερο την Κεντροαριστερά. Νομίζω ότι, για να εξηγήσουμε το φαινόμενο, πρέπει να εξετάσουμε την εκλογική διαδικασία ιστορικά και διαλεκτικά: σαν ένα παιχνίδι όπου, στον ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο, ο ένας παίκτης συχνά παίρνει στοιχεία από την ιδεολογία του αντιπάλου του – ενσωματώνοντάς τα στη δική του στρατηγική και κοσμοθεωρία. Από αυτή τη σκοπιά πρέπει να πάμε πίσω στη δεκαετία του 1990 όπου ο μπλερισμός κυριάρχησε στη Βρετανία και όπου στις περισσότερες χώρες της ΕΕ είχαμε σοσιαλδημοκρατικές/σοσιαλιστικές κυβερνήσεις.

Ο μπλερισμός
Ο Τόνι Μπλερ θεωρήθηκε από την Αριστερά «Θάτσερ με παντελόνια». Αυτό είναι λάθος. Η στρατηγική που ακολούθησε το Νέο Εργατικό Κόμμα στην μπλερική περίοδο ήταν σχηματικά: Θάτσερ συν Μπέβεριτζ (ο κύριος αρχιτέκτονας του βρετανικού κοινωνικού κράτους). Εξηγούμαι: Ο λεγόμενος τρίτος δρόμος- του οποίου κύριος θεωρητικός ήταν ο Αντονι Γκίντενς και κύριος πολιτικός εκφραστής του ο Τόνι Μπλερ- προσπάθησε να συνδυάσει στοιχεία του θατσερικού προγράμματος με μια κοινωνική πολιτική υπέρ των οικονομικά αδυνάτων. Πιο συγκεκριμένα, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια της εφαρμογής του, το πρόγραμμα των Εργατικών πήρε από τον θατσερισμό την έμφαση στην αγορά, στον οικονομικό ανταγωνισμό και στη δημοσιονομική πειθαρχία. Συγχρόνως όμως η λογική της αγοράς συνδυάστηκε με τη λογική της αλληλεγγύης. Ετσι στα μέσα της δεκαετίας του 1990 βλέπουμε μια σειρά από μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων (αποδοχή της Ευρωπαϊκής Κοινωνική Χάρτας) και για τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων. Για παράδειγμα, παρατηρούμε μια προσπάθεια συντονισμού της φορολογικής και κοινωνικής πολιτικής: φόροι και κοινωνικές παροχές συντονίζονται μέσω ενός συστήματος φορολογικών πιστώσεων (tax credits) κατά τέτοιον τρόπο ώστε αυτοί που βρίσκονταν στη λεγόμενη «παγίδα της φτώχειας» να μπορέσουν να βγουν από αυτό το αδιέξοδο. Οπως πολύ χαρακτηριστικά ανέφερε το κύριο άρθρο του «Οbserver» (22.3.1998) «ο Γκόρντον Μπράουν (ο τότε υπουργός Οικονομικών) χωρίς να αθετήσει την υπόσχεσή του για δημοσιονομική αυστηρότητα, άλλαξε το φορολογικό και ασφαλιστικό σύστημα κατά τέτοιον τρόπο που 10 δισ. στερλίνες ανακατανεμήθηκαν προς όφελος του 30% του πληθυσμού που βρίσκεται στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας- και κανένας δεν διαμαρτυρήθηκε». Βέβαια, με την πάροδο του χρόνου οι ανισότητες άρχισαν πάλι να εντείνονται και η φόρμουλα Θάτσερ συν Μπέβεριτζ μετατράπηκε σε Θάτσερ συν Μπέβεριτζ «λάιτ». Αυτό όμως δεν εμπόδισε το Εργατικό Κόμμα να κυριαρχήσει στη βρετανική πολιτική αρένα για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Η κρίση του νεοφιλελευθερισμού
Περνώντας τώρα από την άνοδο του μπλερισμού στη σημερινή οικονομική κρίση και στην απαξίωση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου διαχείρισης της οικονομίας- εδώ βλέπουμε έναν διαφορετικό συνδυασμό που οδήγησε στην εκλογική νίκη της Κεντροδεξιάς/Δεξιάς αυτή τη φορά. Σε αυτή την περίπτωση, σχηματικά πάλι, η νέα συνταγή είναι Κέινς συν Λεπέν «λάιτ». Αν ο Μπλερ δανείστηκε από τη Θάτσερ τη λογική της αγοράς και της ανταγωνιστικότητας, σήμερα οι συντηρητικές δυνάμεις στην ΕΕ δανείζονται από τη σοσιαλδημοκρατία τη λογική της ρυθμιζόμενης οικονομίας (βλ. την απαίτηση της Μέρκελ και του Σαρκοζί στη συνάντηση του G20 στο Λονδίνο), καθώς και την ανάγκη μιας μερικής έστω αναδιανομής υπέρ των λαϊκών τάξεων. Αυτό συνδυάστηκε με μια εθνοκεντρική, ευρωσκεπτικιστική πολιτική στο θέμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, με έναν αμυντικό λαϊκισμό εναντίον της μετανάστευσης και με μια νέα έμφαση στα θέματα «τάξης και ασφάλειας».

Αυτός ο νέος συνδυασμός κενσιανισμού και φοβικού εθνικισμού είτε παίρνει τη μορφή ενσωμάτωσης ακροδεξιών κομμάτων στον χώρο της Κεντροδεξιάς (περίπτωση Μπερλουσκόνι) είτε τα συντηρητικά κόμματα προσπαθούν να προσελκύσουν ακροδεξιούς ψηφοφόρους μέσω αυστηρών μέτρων στον χώρο «της τάξης και ασφάλειας» γενικά και σε αυτόν της μετανάστευσης πιο ειδικά (περίπτωση Σαρκοζί). Και στις δύο περιπτώσεις τα σοσιαλδημοκρατικά/ σοσιαλιστικά κόμματα βρίσκονται σε αμυντική θέση. Από τη μια μεριά το «κεϊνσιανό» τους προφίλ δεν διαφοροποιείται σημαντικά από αυτό των λαϊκών, κεντροδεξιών κομμάτων, ενώ από την άλλη η πιο ήπια μεταναστευτική πολιτική τους είναι, τουλάχιστον στη σημερινή συγκυρία, λιγότερο δημοφιλής.

Η περίπτωση της Ελλάδας
Θέλω να τονίσω εδώ πως η παραπάνω ανάλυση δεν βασίζεται σε «σιδηρούς νόμους» αλλά σε ιδεοτυπικές καταστάσεις, σε γενικές δηλαδή τάσεις που εξηγούν την εκλογική επιτυχία, όχι σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά στον ευρωπαϊκό χώρο συνολικά. Σε κάθε συγκεκριμένη χώρα συγκυριακά γεγονότα ή αντίθετες πολιτικές εξελίξεις μπορούν να εξουδετερώσουν την επιρροή του λαϊκο-κεϊνσιανισμού.

Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, αν η παραπάνω ανάλυση είναι σωστή, η νίκη του ΠαΣοΚ στις επόμενες βουλευτικές εκλογές μπορεί να μην είναι τόσο εύκολη ή τόσο καθοριστική όσο διαφαίνεται από τα πρόσφατα αποτελέσματα των ευρωεκλογών. Η απότομη αναβάθμιση από την κυβέρνηση του μεταναστευτικού προβλήματος σε κύριο πρόβλημα της εσωτερικής πολιτικής και τα δραστικά μέτρα εναντίον των μεταναστών που προγραμματίζει, μπορεί να οδηγήσουν σε σημαντική διεύρυνση της εκλογικής της βάσης. Είτε αυτή η διεύρυνση πάρει τη μορφή της λύσης Σαρκοζί (το πιο πιθανό) είτε τη μορφή της λύσης Μπερλουσκόνι, η αυτοδυναμία στην οποία στοχεύει το ΠαΣοΚ θα καταστεί δύσκολη. Αυτή η δυσκολία, βέβαια, δεν είναι ανυπέρβλητη. Το ΠαΣοΚ μπορεί να καταπολεμήσει τη συντηρητική στρατηγική με μια μεταναστευτική πολιτική που να συνδυάζει την ανθρωπιά (αποτελεσματική κοινωνική ένταξη) με ένα πολύ πιο αυστηρό έλεγχο των πιο πρόσφατων μεταναστευτικών ροών. Επιπλέον το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα χρειαστεί να συνεργαστεί και με τον ΣΥΡΙΖΑ (τώρα που το φιάσκο της «ακτιβιστικής» αντιευρωπαϊκής τους πτέρυγας θα κάνει τη συνεργασία πιο εφικτή) και με τους Οικολόγους.

Τέλος, το ΠαΣοΚ έχει το πλεονέκτημα να έχει ως κύριο αντίπαλο μια κυβέρνηση της οποίας η πενταετής θητεία χαρακτηρίζεται- πέρα από τα σκάνδαλα- από χαλαρότητα, αβουλία και ερασιτεχνισμό.

Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας, LSΕ.