Για μία ακόμη φορά συζητούμε(;) για την κόπωση των πολιτών από την πολιτική και τους πολιτικούς. Διαπιστώνουμε την κρίση στην κοινωνία, ουσιαστικά τις βουβές «κοινωνίες» που διαμορφώθηκαν σε όλη τη χώρα. Πρόκειται για τμήματα της κοινωνίας που αδιαφορούν για την πολιτική, δεν συμμετέχουν σε κομματικές εκδηλώσεις, δεν ανταποκρίνονται σε πολιτικές δημοσκοπήσεις, αλλά τελικά με την παρουσία τους στις εκλογές, ή- και κυριότερα- με την απουσία τους από αυτές, διαμορφώνουν το τελικό αποτέλεσμα.

Η κρίση που καταγράφεται δεν είναι μόνο κρίση εμπιστοσύνης. Είναι και κρίση ιδεών, αλλά και κρίση μέσων δράσης. Είναι, με άλλα λόγια, και το θεσμικό σύστημα που πάσχει χωρίς κατ΄ ανάγκην να ευθύνονται οι θεσμοί, όσο και αν αυτό φαίνεται αντιφατικό. Είναι και η κοινωνία που έχει περιορισμένα αντανακλαστικά, ίσως γιατί έτσι «εκπαιδεύτηκε».

Σε επίπεδο ιδεών και θεσμών, οφείλουμε να απαντήσουμε σε ερωτήματα που ανακύπτουν. Πώς διαμορφώνεται μια νέα πολιτική ηθική που να ελέγχει το πολιτικό χρήμα; Πώς διασφαλίζεται η χρηστή δημοσιονομική διαχείριση; Πώς τελικά καταπολεμάται η διαφθορά στις δημόσιες ή και ιδιωτικές συναλλαγές; Πώς και ποιος εγγυάται τη διαφάνεια στη λειτουργία του κράτους αλλά και των πολιτικών κομμάτων; Πώς επιτυγχάνεται η ανεξαρτησία των δικαστικών αρχών και πώς θωρακίζεται η ισχύς των ανεξάρτητων αρχών; Αλλά και πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τον ασφυκτικό- και μοιραίο- εναγκαλισμό της κυβέρνησης με το κυβερνών κόμμα;

Δεν ξέρω αν τελικά το πολιτικό σύστημα είναι στα όρια της ιστορικής του εξάντλησης, όπως ορισμένοι υποστηρίζουν. Σίγουρα είναι ενώπιον των ευθυνών του. Αν και αυτό δεν συμβαίνει για πρώτη φορά, συμβαίνει όμως με δυσμενέστερους όρους.

Οριοθετώντας μια διαδρομή
Χρειάζεται λοιπόν να διηγηθούμε μια νέα περιπέτεια ή να ακολουθήσουμε μια νέα διαδρομή. Αν δεν είναι περιπετειώδης, δεν έχει νόημα. Το ΠαΣοΚ επιδιώκει να οριοθετήσει αυτή τη διαδρομή και αυτό το ξεχωρίζει από τα άλλα κόμματα που εξαντλούνται σε έναν πολιτικό βερμπαλισμό. Με τη σειρά μου καταγράφω ορισμένες σκέψεις που θέλω να πιστεύω ότι δεν είναι ευθύγραμμες και είναι κατά συνέπεια ενδιαφέρουσες, τουλάχιστον για προβληματισμό.

Αλλαγή του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Δεν συμπλέω στον λαϊκισμό περί της κατάργησης του νόμου, δήθεν γιατί έτσι ο πολιτικός γίνεται «ίσος» με τον πολίτη. Οταν ένας υπουργός καλείται να υπογράψει μια σύμβαση πολλών δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ, αναλαμβάνει μείζονα ευθύνη και θα πρέπει να είναι προστατευμένος από έναν πιθανό πολιτικό ή δικαστικό ρεβανσισμό. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο σημερινός νόμος επαρκεί. Αντίθετα, έδειξε τα ευάλωτα σημεία του και η αυστηροποίησή του προϋποθέτει την επέκταση του χρονικού διαστήματος παραγραφής για τα πολιτικά πρόσωπα, αλλά και την ανάληψη της ευθύνης των προανακριτικών επιτροπών- αν αποφασιστεί η σύστασή τους από τους βουλευτές- από δικαστικούς που θα επιλέγονται από την ίδια τη Βουλή με αυξημένη πλειοψηφία.

Ουσιαστικό «πόθεν έσχες». Σήμερα, όπως εφαρμόζεται, προκαλεί μάλλον παρά διασφαλίζει. Ο έλεγχος για το «έσχες» είναι επαρκής, αλλά για το «πόθεν» ελλειπτικός.

Διάκριση βουλευτικού αξιώματος με τη θέση υπουργού/υφυπουργού. Ισως είναι η θεραπεία στον φόβο του πολιτικού κόστους, αλλά και στην κομματοκρατία που διαπιστώνεται στην Ελλάδα. Αν και δεν είναι ο κανόνας, οι υπουργοί είναι οι «μικροί θεοί» των εκλογικών περιφερειών τους, ενώ συχνά τα γραφεία τους συμπίπτουν με τα βουλευτικά γραφεία τους. Σε μιαν άλλη- πιο light- εκδοχή, το μέτρο θα μπορούσε να αφορά μόνο συγκεκριμένα υπουργεία ή να περιορίζεται μόνο στους υφυπουργούς.

«Μόνιμοι» υφυπουργοί. Δοκιμάστηκε σε χώρες του εξωτερικού με επιτυχία, καθώς διασφάλιζε συνέχεια στη διοίκηση. Αμφίβολο αν στη χώρα μας η κουλτούρα αυτή μπορεί να αντέξει.

Επιλογή των γενικών γραμματέων των υπουργείων από ειδική επιτροπή της Βουλής, ενδεχομένως και με αυξημένη πλειοψηφία. Με τον τρόπο αυτόν οι πιθανότητες μιας καλής επιλογής πολλαπλασιάζονται, ενώ και οι ίδιοι οι γενικοί γραμματείς περιβάλλονται- στο δύσκολο έργο τους – από αυξημένη εμπιστοσύνη από τα κόμματα. Το μέτρο έχει ένα ακόμη πλεονέκτημα. Αποκλείει τα «επιφανή» μέλη των κομματικών στρατών. Ανώτατο όριο συνεχών βουλευτικών θητειών. Η σκέψη αυτή εγείρει πάντα αντιδράσεις. Οι ένθερμοι υποστηρίζουν ότι έτσι αποφεύγεται η μετατροπή του βουλευτικού αξιώματος σε επάγγελμα. Οι διαφωνούντες θεωρούν ότι περιορίζεται η λαϊκή βούληση.

Πλήρης κατάργηση της ιδιωτικής χρηματοδότησης (εκτός των συνδρομών μελών και φίλων) των κομμάτων και καθιέρωση της κρατικής χρηματοδότησης που θα συνοδεύεται από ετήσιο τακτικό έλεγχο των οικονομικών χρήσεων των κομμάτων από ανεξάρτητη αρχή.

Το μέλλον δεν περιμένει
Ολοι μιλάμε για το μέλλον, άλλωστε γι΄ αυτό είμαστε στην πολιτική ή και γι΄ αυτό εργαζόμαστε. Τίποτε όμως δεν είναι πιο επώδυνο από το να βλέπεις το μέλλον να περνάει μπροστά σου αλλά να αδυνατείς να γίνεις μέρος του. Οι ευκαιρίες είναι πάντα πολλές. Δυστυχώς όμως δεν κρατούν πολύ.

Ο κ. Κώστας Καρτάλης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, βουλευτής ΠαΣοΚ Μαγνησίας.