Φαίνεται παράδοξο το ότι καταγράφηκε μεγάλη αποχή από τις ευρωεκλογές σε μια περίοδο κατά την οποία η Ευρωπαϊκή Ενωση, χωρίς βέβαια να έχει φθάσει στην ολοκλήρωσή της, πάντως απέχει πολύ από την «κοινή αγορά» που ήταν κάποτε. Από μόνη της η αυξημένη αποχή των πολιτών από μια εκλογική μάχη δεν σημαίνει τίποτε. Θα μπορούσε να είναι τυχαίο γεγονός, αποτέλεσμα της χρονικής συγκυρίας. Η αποχή αποκτά σημασία αν δει κανείς τη διαχρονική εξέλιξή της και αν την εντάξει, ως σύμπτωμα, σε γενικότερες τάσεις του πολιτικού συστήματος, π.χ. του συστήματος της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Από τις πρώτες ευρωεκλογές (1979) ως τις εκλογές της περασμένης Κυριακής η συμμετοχή των ευρωπαίων ψηφοφόρων παρουσιάζει διαρκή πτώση, χωρίς να ανακάμπτει σε κανένα σημείο της τελευταίας τριακονταετίας. Κατά μέσο όρο σε όλες τις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης το 1979 η συμμετοχή ήταν λίγο μεγαλύτερη από 60%, το 2004 είχε μειωθεί στο 46%, ενώ την περασμένη Κυριακή έπεσε στο 43%.

Αποχή υπάρχει και από τις εθνικές εκλογές, ιδίως σε πολλές χώρες όπου η ψήφος δεν είναι υποχρεωτική. Η αποχή πρέπει να συνδυαστεί με τις τάσεις πολιτικού κυνισμού και αλλοτρίωσης από το πολιτικό σύστημα. Επιπλέον σε πολλές σύγχρονες δημοκρατίες παρατηρούνται διαρροές μελών από τα κόμματα και τα συνδικάτα. Αν προσθέσουμε και τη δυσπιστία προς τους πολιτικούς θεσμούς, η οποία επίσης καταγράφεται διεθνώς, έχουμε συνολικότερη εικόνα του φαινομένου που οι πολιτικοί επιστήμονες ονομάζουν πολιτική απάθεια. Ας μη βιαστούμε να μιλήσουμε για γενικότερη κρίση του πολιτεύματος, αφού όλες οι έρευνες σταθερά δείχνουν ότι οι πολίτες προτιμούν τη δημοκρατία από οποιοδήποτε άλλο πολίτευμα. Υπάρχει προφανώς κρίση των πολιτικών θεσμών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά η κρίση δεν αποκαλύφθηκε τώρα. Ούτε αμφισβητείται η «πολιτική Ευρώπη» με την ίδια ένταση παντού. Ο χαμηλός μέσος όρος συμμετοχής στις ευρωεκλογές αποκρύπτει διαφοροποιήσεις μεταξύ των 27 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης και κυρίως τη διαφορά ανάμεσα στα παλιά και στα νέα κράτη-μέλη τα οποία εντάχθηκαν στην Ενωση το 2004. Αν φάνηκε προβληματικό το ότι η συμμετοχή στις πρόσφατες ευρωεκλογές στην Ελλάδα έφθασε στο 53% και στην Πορτογαλία μόλις στο 39%, ας αναλογιστούμε τη συμμετοχή στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης: Βουλγαρία και Ουγγαρία περίπου 35%, Τσεχία 26%, Σλοβενία 25%, Σλοβακία λιγότερο από 20%. Μήπως οι νέες δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης πίεζαν για την ένταξή τους στην Ενωση μόνο και μόνο για να την απαρνηθούν με την πρώτη ευκαιρία; Μάλλον όχι. Οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συχνά δεν είναι παρά μια πρόβα για τις εθνικές εκλογές κάθε χώρας και δεν καταφέρνουν να πυροδοτήσουν συζητήσεις για το μέλλον της Ευρώπης. Ο όρος της πολιτικής επιστήμης «εκλογές δεύτερης τάξης» τα λέει όλα για αυτές. Αν οι ευρωεκλογές είχαν μεγάλη απήχηση και αποτελούσαν αφορμή για διαμάχες σχετικά με το ποια Ευρώπη θέλουμε, τότε η πολιτική ενοποίηση της Ενωσης θα είχε προοδεύσει. Είναι όμως σαφές πλέον, ιδίως μετά τη Μεταρρυθμιστική Συνθήκη (που προέκυψε μετά την κατάρρευση του Ευρωσυντάγματος), ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση δυστυχώς δεν βαδίζει προς την πολιτική ενοποίησή της και ότι οι εταίροι της έχουν πολύ διαφορετικές αντιλήψεις για το μέλλον της. Ιδίως οι εταίροι από την Ανατολική Ευρώπη, οι οποίοι μετά το 1944 ζούσαν σε καθεστώς έμμεσου ελέγχου- αν όχι περιορισμένης κρατικής κυριαρχίας- λόγω της εξάρτησής τους από την πρώην Σοβιετική Ενωση, δύσκολα θα συναινέσουν σε ευρεία μεταβίβαση εθνικών αρμοδιοτήτων σε υπερεθνικά όργανα. Η μεγάλη αποχή στην Ανατολική Ευρώπη ίσως προδίδει απογοήτευση με τη φιλελεύθερη δημοκρατία 20 χρόνια μετά την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ισως πάλι δηλώνει επιφυλακτικότητα για τις πολιτικές όψεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ειδικά στις εφετινές ευρωεκλογές αντίστοιχη επιφυλακτικότητα παρατηρήθηκε όχι μόνο στη χώρα-πρότυπο του ευρωσκεπτικισμού, το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και στην Ιρλανδία, όπου η αντιπολίτευση, διεξάγοντας αντιευρωπαϊκή εκστρατεία, επέφερε σημαντικό πλήγμα στην κυβέρνηση. Κατά συνέπεια, το οξύτερο πρόβλημα ίσως να μην είναι η επιδείνωση της τάσης για αποχή από τις ευρωεκλογές, αλλά το γεγονός ότι στις δύο άκρες της Ευρώπης, την Ανατολική και τη Δυτική, πολλοί βλέπουν την Ευρωπαϊκή Ενωση απλώς ως κοινή αγορά.

Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.