O ρατσισμός είναι ένας από τους εφιάλτες της ιστορίας του ανθρώπου. Και καμία δήλωση του τύπου «εγώ δεν είμαι ρατσιστής» ή «οι Ελληνες δεν είναι ρατσιστές» δεν μας προφυλάσσει από τις συνεχείς μετατοπίσεις του «εγώ» και του «εμείς» προς μια ιδεολογία της υποψίας και του φόβου.

Ο δικός μας ρατσισμός, ο ελληνικός, έχει ήδη πιάσει ρίζες στην κοινωνία και η αναγνώρισή του δεν αφορά μόνο τις πιο ωμές και πιο πρωτόγονες εκδηλώσεις του που προκαλούν αποτροπιασμό.

Πέρα από αυτές και πιο επικίνδυνες από αυτές, υπάρχουν υποσυνείδητες ή καλυμμένες μορφές έχθρας, περιφρόνησης, ανωτερότητας, αποκλεισμού.

Υπάρχει ένα καθημερινό δηλητήριο, που διατρέχει διαταξικά τις αρτηρίες της κοινωνίας.

Ενα μείγμα επιθετικότητας και φόβου που την ημέρα διαμορφώνει μια κοινή άποψη στον λαό και τη νύχτα δημιουργεί φαντάσματα που τρομάζουν τους ανθρώπους μεταβάλλοντας το πολιτισμικό πρότυπο της χώρας του Ξενίου Διός. Κοινή γνώμη και φαντάσματα οδηγούν σε μια απλουστευτική άποψη για το σύνθετο φαινόμενο της μετανάστευσης εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων και των αναπόφευκτων αλλαγών που αυτή προκαλεί.

H διαφορετικότητα διαβάζεται ως εγκληματικότητα και αντίθετα.

Εύκολο, άσχημο, αλλά κυρίως επικίνδυνο όταν έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους.

Εδώ και περίπου 20 χρόνια ζούμε μια καθημερινή πολιτισμική αλλαγή την οποία είναι δύσκολο να κατανοήσουμε και να αποδεχθούμε. Και είναι ακόμη πιο δύσκολο να μαντέψουμε τις εξελίξεις. Το μόνο ορατό είναι ότι ένας νέος λαός μάς αντικαθιστά στους ρόλους που είχαμε στη φτωχή μεταπολεμική Ελλάδα. Μπαίνει στα σπίτια μας για να αναλάβει τη φροντίδα ό,τι πιο κοντινού και ιδιωτικού έχουμε: γονείς, παιδιά, ασθένειες του σώματος και της ψυχής στην οικογένεια. Καταλαμβάνει στις πόλεις και στην επαρχία τις εξαθλιωμένες περιοχές, ζει στο όριο της νομιμότητας.

Aλλά πολύ φοβάμαι ότι τα φαντάσματα δεν θα φύγουν, ούτε θα υπάρξουν οι εγγυήσεις του νόμου, αν οι «άλλοι» έχουν τα χαρτιά τους τακτοποιημένα. Η μετανάστευση γίνεται ανεκτή ως το σημείο που να προσεγγίζει το μοντέλο δουλείας. Μόνο τότε ο «άλλος» προκαλεί λιγότερο φόβο: χρειάζεται απλώς ο αστυνομικός έλεγχός του. Τότε ανεχόμαστε και καμιά φορά υποστηρίζουμε τη μετανάστευση-εργατική δύναμη. Αλλά πόσο δεχόμαστε να γίνουν Ελληνες οι άλλοι; Και πόσο δεχόμαστε να γίνουν Ελληνες τα παιδιά τους που «μετέχουν της ελληνικής παιδείας»; Αυτά τα παιδιά που μας κοιτάνε όχι ως ενηλίκους αλλά ως Ελληνες. Ή ως ελληναράδες.

vmoulopoulos@tovima.gr