Με αποχή που πλησίασε το 60% των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως εξελέγησαν οι 736 νέοι ευρωβουλευτές της στις προκριματικές κατά βάση εθνικές εκλογές που διεξήχθησαν για την ανάδειξη του καινούργιου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η παγκοσμιοποίηση μπορεί κατά περιόδους και κατά χώρους να προκαλεί ακόμη και οξύτατες αντιδράσεις- και μάλιστα την περίοδο της σοβαρότερης κοινωνικοοικονομικής κρίσεως που γνώρισε η ανθρωπότητα τα τελευταία 80 χρόνια. Αλλά δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε ότι τα ποσοστά της συμμετοχής στις κρυπτο-εθνικές εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συγκρίνονται βασικά με τα ποσοστά συμμετοχής των αμερικανών πολιτών στην εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη των μελών τού κατά τα άλλα πανίσχυρου αμερικανικού Κογκρέσου.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν είναι, βεβαίως, το ίδιο δυνατό. Αλλά είναι ασφαλώς πολύ ισχυρότερο από την εντύπωση που έχουν σχηματίσει για αυτό οι πολίτες που κλήθηκαν να μετάσχουν σε προεκλογικά πειράματα για τις ισορροπίες ανάμεσα στους εθνικούς πολιτικούς τους σχηματισμούς. Και η ευθύνη για την παράλειψη αυτή- κανένας δεν φρόντισε να πληροφορήσει τους εκλογείς ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να μην αναδεικνύει ή να ανατρέπει κυβερνήσεις, αλλά επηρεάζει σημαντικά τη διαμόρφωση των κανονισμών και των οδηγιών, με τους οποίους όλες οι ευρωπαϊκές χώρες κατά 40%-70% κυβερνώνται- ανήκει σε όλους μας. Στις κυβερνήσεις, στα εθνικά πολιτικά κόμματα, στους πολιτικούς, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο ίδιο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στα μέσα ενημερώσεως.

Είναι ακριβές ότι η μεγάλη κρίση, που τόσο κατατρύχει τον κόσμο ολόκληρο και την Ευρώπη καθόλου λιγότερο, δεν βοήθησε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η Ευρωβουλή δεν μπόρεσε να ξεχωρίσει σε μέτρα προστασίας των πληττόμενων Ευρωπαίων ή προτάσεις για τη χάραξη μιας άλλης, καλύτερης πολιτικής. Αλλά στον τομέα αυτόν φάνηκαν το ίδιο ή ακόμη πιο ισχνοί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι κυβερνήσεις, με τον υπερκινητικό Σαρκοζί και μια- δυο άλλες ίσως εξαιρέσεις, και το παράδοξο αλλά πάντα εκπληκτικό αποτέλεσμα οι περισσότερες από τις κυβερνήσεις αυτές να μη φθείρονται στην προκριματική κάλπη και να υποχωρεί η Κεντροαριστερά, που δεν είχε την κύρια ευθύνη για την κρίση την οποία προκάλεσαν τα αδηφάγα οικονομικά συμφέροντα και η αντιμετώπισή τους.

Η αδυναμία όλων αυτών των παραγόντων να προσφέρουν διεξόδους δεν εξηγεί μονάχα την έλλειψη ενδιαφέροντος των ευρωπαίων πολιτών, αλλά και το γεγονός ότι η ίδια η κρίση ελάχιστα συζητήθηκε. Το ίδιο δεν συζητήθηκαν και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες η Ευρώπη και τα ευρωπαϊκά θέματα. Οι υποψήφιοι ευρωβουλευτές δεν εμφανίστηκαν πολύ, με συνέπεια οι περισσότεροι να παραμένουν το ίδιο άγνωστοι, όπως και όταν εξαιρετικά καθυστερημένα αναγγέλθηκαν από τους αρχηγούς των κομμάτων, που επιμένουν να διατηρούν το προνόμιο να τους διορίζουν, χωρίς να δέχονται τις προτάσεις για να εκλέγονται με σταυρό προτιμήσεως σε περιφέρειες που θα έπρεπε να συσταθούν.

Κάτω απ΄ αυτές τις συνθήκες φθάσαμε στις έντονες εσωτερικές αντιδικίες και στις μάχες εντυπώσεων που στην Ελλάδα επηρεάστηκαν και απ΄ τα φαινόμενα της σκανδαλολογίας, χωρίς γενικότερα να επηρεαστούν οι τάσεις. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο του 2009 δεν θα απέχει πολύ σε ισορροπίες και συσχετισμούς απ΄ το προηγούμενο, με συνέχιση της υπεροχής και της Κεντροδεξιάς, ικανοποιητικότερη παρουσία των Πρασίνων και μια υποχώρηση των Σοσιαλιστών και με τον κ. Μπαρόζο να διεκδικεί την επανεκλογή του στην προεδρία της Κομισιόν. Και θα περιλαμβάνει, όπως πάντα, και γραφικά φαινόμενα και την εμφάνιση κάποιων εκπροσώπων ορισμένων άκρων που η κρίση, οι προκριματικές εθνικές εκλογές και η υπέρμετρη αποχή συνήθως ευνοούν.

Είναι αποτέλεσμα που δυστυχώς δεν βοηθάει ούτε την Ευρώπη ούτε τους νέους ευρωβουλευτές. Αλλά έχουμε συνηθίσει στην 50χρονη ιστορία της ευρωπαϊκής οικοδομήσεως να περνάμε κατά καιρούς από πολλές και διαφορετικές φάσεις… Η αποχή στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ή μάλλον στις εθνικές προκριματικές αναμετρήσεις που διοργανώνονται κάθε πέντε χρόνια, δεν αποτελεί καινούργιο φαινόμενο. Η τάση της φαίνεται όμως να αυξάνεται, έστω και ελαφρά, κάθε φορά. Και ενώ γνωρίζουμε τις αιτίες, δεν έχουμε δείξει τη διάθεση να τις αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά. Πόσο ενισχύουμε έτσι την υπόθεση της Ευρώπης; Το ερώτημα ακόμη παραμένει χωρίς απάντηση.

Ο πρέσβης κ. Γ. Ν. Αναστασόπουλος, μόνιμος αντιπρόσωπος της Ελλάδας, είναι πρόεδρος της Γενικής Διασκέψεως της UΝΕSCΟ.