Είναι η πρώτη φορά που γράφω για την πλατεία Τιανανμέν. Επέλεξα να διηγηθώ την ιστορία μου τώρα που πέρασαν 20 χρόνια- η επέτειος είναι αύριο, 4η Ιουνίου- διότι πλέον δύο ζητήματα είναι ξεκάθαρα.

Πρώτον, ότι οι δημοκρατικές διαδηλώσεις της Τιανανμέν ισοδυναμούσαν με την απελευθέρωση, τότε, του πάθους για πολιτική του κινεζικού λαού, το οποίο αργότερα αντικαταστάθηκε από το πάθος για πλουτισμό.

Και, δεύτερον, ότι μετά το καλοκαίρι του 1989 το γεγονός «εξαφανίστηκε» από τα κινεζικά μέσα ενημέρωσης. Αποτέλεσμα; Ελάχιστοι νεότεροι Κινέζοι γνωρίζουν κάτι γι΄ αυτό.

Το 1989 ήμουν 30 ετών και τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Οι φοιτητικές διαμαρτυρίες εξαπλώνονταν στο Πεκίνο όπου σπούδαζα και ξαφνικά η αστυνομία εξαφανίστηκε από τους δρόμους. Ολοι χαμογελούσαν σε όλους. Οι άκαμπτοι πλανόδιοι πωλητές μοίραζαν δωρεάν αναψυκτικά στους διαδηλωτές. Σε ένδειξη συμπαράστασης προς τους φοιτητές ακόμη και οι πορτοφολάδες κήρυξαν «μορατόριουμ».

Οι φοιτητές στέκονταν στην πλατεία ή στη γωνία κάποιου δρόμου, εκφωνώντας λόγους μέρα παρά μέρα ώσπου να κλείσει ο λαιμός τους και να χάσουν τη φωνή τους. Το κοινό τους- σοφοί γέροι ή μητέρες με μωρά στην αγκαλιά- έγνεφαν επανειλημμένως και χειροκροτούσαν θερμά, ανεξάρτητα από την αφέλεια των απόψεων.

Οταν επέστρεφα στην πόλη μου την Ζετζιάνγκ στα τέλη Μαΐου, δεν είχα ιδέα πότε θα τερματίζονταν οι διαμαρτυρίες. Ξαναπήρα το τρένο για Πεκίνο το απόγευμα της 3ης Ιουνίου και καθώς ξυπνούσα το επόμενο πρωί ενώ πλησιάζαμε, το ραδιόφωνο μετέδιδε την είδηση ότι στην πλατεία Τιανανμέν βρισκόταν πλέον ο Λαϊκός Στρατός.

Το κίνημα διαμαρτυρίας γρήγορα υποχώρησε μπροστά στις σφαίρες. Οι φοιτητές άρχισαν να εγκαταλείπουν το Πεκίνο κατά λεφούσια. Οταν έφυγα πάλι για τον σταθμό, στις 7 Ιουνίου, δεν υπήρχε σχεδόν ούτε ένας πεζός στους δρόμους, μόνο καπνοί από καμένα οχήματα.

Είχε πυρποληθεί ένα τρένο στη Σανγκάη και τα δρομολόγια από το Πεκίνο είχαν διακοπεί προσωρινώς. Ετσι έπρεπε να κάνω μεγάλη παράκαμψη για να φτάσω στη Ζετζιάνγκ. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα ταξιδέψει με τρένο τόσο γεμάτο. Παντού φοιτητές, φυγάδες.

Κατέβηκα στη Σιτζιαζουάνγκ και βρήκα ένα τηλέφωνο. Ζήτησα βοήθεια από τον διευθυντή ενός τοπικού φιλολογικού περιοδικού. «Οπου και να πας, υπάρχει χάος. Μείνε εκεί και γράψε μας ένα κείμενο» είπε.

Ετσι πέρασα τον επόμενο μήνα εγκλωβισμένος στην Σιτζιαζουάνγκ, αλλά δυσκολευόμουν να γράψω. Κάθε ημέρα η τηλεόραση μετέδιδε συνεχώς σκηνές με καταζητούμενος φοιτητές οι οποίοι συλλαμβάνονταν. Μακριά από το σπίτι, στο άχαρο δωμάτιο του ξενοδοχείου, έβλεπα το απελπισμένο βλέμμα των συλληφθέντων, άκουγα τις κραυγές των εκφωνητών και ένα ρίγος διαπέρασε τη σπονδυλική μου στήλη.

Μια μέρα η εικόνα στην οθόνη της τηλεόρασής μου άλλαξε ξαφνικά. Τα πρόσωπα των υπόπτων αντικαταστάθηκαν από σκηνές ευημερίας της πατρίδας. Ο εκφωνητής πέρασε στην εξύμνηση της προόδου του κινεζικού έθνους. Σήμερα λίγοι Κινέζοι γνωρίζουν όσα συνέβησαν στην πλατεία Τιανανμέν, απλώς λένε αόριστα «βγήκαν πολλοί άνθρωποι στους δρόμους τότε».

Ο λαός. Και όμως, δεν ήταν οι διαδηλώσεις στην πλατεία Τιανανμέν αυτές που με έκαναν να καταλάβω πραγματικά αυτή τη λέξη, αλλά ένα επεισόδιο μια νύχτα στα τέλη Μαΐου του 1989. Είχε ήδη επιβληθεί στρατιωτικός νόμος και φοιτητές και κάτοικοι φύλασσαν τις μεγάλες διασταυρώσεις στο Πεκίνο για να κρατήσουν μακριά τους στρατιώτες. Τότε έμενα στο Φιλολογικό Ινστιτούτο Λου Χουν. Σχεδόν κάθε μεσημέρι ανέβαινα στο παλιό ποδήλατό μου για να πάω στην Τιανανμέν και έμενα εκεί ως το βράδυ και το ξημέρωμα.

Οπως επέστρεφα με το ποδήλατο από την πλατεία, ένας παγωμένος άνεμος φυσούσε το πρόσωπό μου. Τα φώτα του δρόμου ήταν σβηστά και μόνο το φεγγάρι μου έδειχνε τον δρόμο. Καθώς πλησίαζα την ανισόπεδη διάβαση Χουτζιαλού ένα κύμα ζέστης με κατέκλυσε ξαφνικά. Οσο προχωρούσα τόσο πιο ζεστός ένιωθα. Ακουσα ένα τραγούδι και λίγο αργότερα είδα φώτα να λάμπουν μακριά.

Χιλιάδες άνθρωποι φύλασσαν τη γέφυρα και τους γύρω δρόμους από κάτω. Τραγουδούσαν με πάθος κάτω από τον νυχτερινό ουρανό. Τα λόγια του τραγουδιού ήταν: «Με τη σάρκα και το αίμα μας θα χτίσουμε ένα νέο σινικό τείχος! /Εφτασε η κρίσιμη ώρα για τον κινεζικό λαό. / Πρέπει να ακουστεί η διαταγή. / Ξεσηκωθείτε, ξεσηκωθείτε, ξεσηκωθείτε. / Στεκόμαστε ενωμένοι».

Αοπλοι, ακλόνητοι, στριμωγμένοι, βέβαιοι ότι τα σώματά τους θα έφραζαν τον δρόμο στους στρατιώτες και θα εμπόδιζαν τα τανκς. Ανέδυαν ένα κύμα θερμότητας, σαν να ήταν ο καθένας τους ένας φλεγόμενος πυρσός. Εκείνη τη νύχτα συνειδητοποίησα ότι όταν ο λαός είναι ενωμένος, η φωνή του μεταφέρεται πιο πέρα και από το φως και η θέρμη του ακόμη πιο μακριά. Τότε ανακάλυψα τι θα πει «λαός».

Ο κ. Γιου Χουά είναι συγγραφέας του βιβλίου «Βrothers».