Ακούγεται συχνά η ένσταση ότι ο ευρωπαϊκός χαρακτήρας των ευρωεκλογών έχει υπερκαλυφθεί από τη σημασία που αυτές έχουν ως εθνικό πολιτικό γεγονός. Αυτό εξαρτάται προφανώς από την πολιτική κατάσταση που επικρατεί σε κάθε χώρα-μέλος και κυρίως από το σημείο στο οποίο βρίσκεται ο εθνικός εκλογικός κύκλος. Με βάση αυτά τα κριτήρια οι ευρωεκλογές λειτουργούν στη χώρα μας πρωτίστως ως προοίμιο των εθνικών βουλευτικών εκλογών. Αυτό δεν πρέπει να ενοχλεί την ευρωπαϊκή μας νομιμοφροσύνη καθώς οι εθνικές βουλευτικές εκλογές στα 27 κράτη-μέλη έχουν για τη λειτουργία της Ενωσης και τους πανευρωπαϊκούς πολιτικούς συσχετισμούς, ούτως ή άλλως, σημασία πολύ μεγαλύτερη από τις ευρωεκλογές: παρά την αναβάθμιση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που θα ενισχυθεί ακόμη περισσότερο αν τεθεί σε ισχύ η μεταρρυθμιστική Συνθήκη της Λισαβόνας, η σύνθεση τουΕυρωπαϊκού Συμβουλίου, του Συμβουλίου υπουργών, αλλά και της Επιτροπής καθορίζεται από τις εθνικές βουλευτικές εκλογές, δηλαδή από τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών.

Ο μεγάλος συνασπισμός

Οπαδοί του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Τσεχίας αντιμετωπίζουν με… νεροπίστολα πολιτικούς τους αντιπάλους στην Πράγα την περασμένη Τετάρτη. Πάντως λίγο αργότερα τα αίματα φαίνεται ότι άναψαν και στον αγώνα χρησιμοποιήθηκαν και αβγά

Στις 7 Ιουνίου θα καταγραφεί συνεπώς ο συσχετισμός μεταξύ των ευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων και θα δούμε τον αριθμό των εδρών που θα συγκεντρώσουν το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό και το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα καθώς και οι άλλες ομάδες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Στις 8 Ιουνίου όμως την Ευρωπαϊκή Ενωση θα εξακολουθεί να την καθοδηγεί ή μάλλον να τη διαχειρίζεται ο ίδιος πάντα διαρκής, κυλιόμενος, «μεγάλος συνασπισμός». Ενας «μεγάλος συνασπισμός» στον οποίο μετέχουν, εκ των πραγμάτων, όλα τα προοδευτικά, συντηρητικά ή ενδιάμεσα κυβερνητικά κόμματα των 27 κρατών-μελών, μέσα στο στενό, ούτως ή άλλως, πλαίσιο που θέτουν τα οικονομικά μεγέθη και οι πάγιες εθνικές στρατηγικές των κρατών-μελών. Αυτό ίσχυε πάντοτε και θα εξακολουθήσει να ισχύει ακόμη και αν η σημερινή σχέση ανάμεσα σε 22 συντηρητικές και πέντε (5) σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις αντιστραφεί.

Αυτό είναι άλλωστε το μείζον θεσμικό και πολιτικό πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης: η απουσία μιας καθαρής πανευρωπαϊκής διάκρισης μεταξύ κυβερνητικής πλειοψηφίας και αντιπολιτευόμενης μειοψηφίας. Το βασικό χαρακτηριστικό των εθνικών πολιτικών συστημάτων των κρατών-μελών δεν υφίσταται σε ενωσιακό επίπεδο. Η κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης που υπάρχει στην Ελλάδα και άλλα κράτη-μέλη πολλαπλασιάζεται στο θεσμικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Η διεθνής οικονομική κρίση κατέστησε ευανάγνωστα, με οξύ και επώδυνο τρόπο, αυτά τα θεσμικά και πολιτικά ελλείμματα της Ευρωπαϊκής Ενωσης: ανέκοψε τις διεργασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ανέδειξε τον καθοριστικό ρόλο τού κάθε εθνικού κράτους στη διαχείριση της κρίσης, προέβαλε ανάγλυφα την εικόνα μιας Ευρώπης πολλαπλών ταχυτήτων με άλλα μέλη της να πρωταγωνιστούν στο G8 ή στο G20 και άλλα να καταφεύγουν στη βοήθεια του ΔΝΤ.

Οι αντιφατικές συζητήσεις
Είναι προφανές ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση αδυνατεί να συνθέσει πολιτικά διάφορες αντιφατικές συζητήσεις που διεξάγονται ταυτοχρόνως στο εσωτερικό της: την ώρα που πολλοί ευρωπαίοι ηγέτες συνειδητοποιούν τον κίνδυνο η οικονομική κρίση να μετατραπεί σε κοινωνική έκρηξη, λόγω της ανεργίας και της συμπίεσης των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων, η επίσημη ευρωπαϊκή συζήτηση έχει ως άξονα την υπαγωγή πολλών κρατών-μελών στη διαδικασία της επιτήρησης λόγω υπερβολικού ελλείμματος. Την ώρα που η ΕΚΤ μειώνει δραστικά τα επιτόκια για να διευκολύνει τη ρευστότητα, το κεντρικό μήνυμα της Επιτροπής, του Εco/Fin και του Εurogroup είναι η εμμονή στους δείκτες του Συμφώνου Σταθερότητας το οποίο δεν μπορεί να λειτουργήσει και ως Σύμφωνο ανάπτυξης και απασχόλησης. Την ώρα που καταγράφονται παντού αρνητικοί ρυθμοί ανάπτυξης και όλα τα κράτη εφαρμόζουν πολιτικές στήριξης της πραγματικής οικονομίας, το ισχυρό ευρώ θεωρείται «θεσμικό καθήκον» και όχι μια επιλογή νομισματικής πολιτικής που μπορεί να τεθεί υπό εξέταση.

Το μεγάλο συνεπώς ευρωπαϊκό στοίχημα είναι η ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ενωσης να βάλει σε μια λογική σειρά αυτές τις θεσμικές και πολιτικές της αντιφάσεις και να το κάνει κατά τρόπο φιλικό για τις κοινωνίες και τους πολίτες της, δηλαδή για τον ίδιο της τον εαυτό. Η απάντηση όμως στο ευρωπαϊκό αυτό στοίχημα εξαρτάται από την απάντηση στα εθνικά πολιτικά στοιχήματα των κρατών-μελών και σε ό,τι μας αφορά της Ελλάδας.

Υπό την έννοια αυτή το στοίχημα των ευρωεκλογών, με δημοσκοπικά δεδομένη τη νίκη του ΠαΣοΚ, όχι μόνο στις ευρωεκλογές αλλά και στις εθνικές βουλευτικές εκλογές, έχει πλέον δώσει τη θέση του στο εθνικό στοίχημα. Το στοίχημα αυτό αφορά την ικανότητα της χώρας να υπερβεί τις παραλυτικές αντιφάσεις της, μέσα σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο που είναι αφενός μεν προστατευτικό (χάρη στη συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ) και απαιτητικό (από πλευράς δημοσιονομικής πειθαρχίας), αφετέρου δε αδρανές και αντιφατικό (λόγω των θεσμικών και πολιτικών ελλειμμάτων που είδαμε).

Η διάθεση της κοινωνίας
Το στοίχημα, με άλλα λόγια, είναι την επομένη των ευρωεκλογών να διαφανεί η διάθεση της κοινωνίας για υπέρβαση της εθνικής ανομίας. Δηλαδή για την αποκατάσταση του κανονιστικού πλαισίου της χώρας, που έχει προ πολλού διαρραγεί. Και όταν λέω της χώρας εννοώ του κράτους, της οικονομίας, αλλά και της ίδιας της κοινωνίας.

Αν, πράγματι, η καλή περιγραφή του προβλήματος είναι το μισό της λύσης του, τότε το εθνικό καθήκον αλήθειας που επιβλήθηκε από τη γενικευμένη και πολυεπίπεδη κρίση και ιδίως από την κρίση κοινωνικής και πολιτικής εμπιστοσύνης είναι ήδη μια ισχυρή βάση για τη νέα εθνικής μας στρατηγική.

Το ερώτημα, πολύ συνοπτικά, είναι αν μπορούμε να διασφαλίσουμε ταυτοχρόνως την κοινωνική συνοχή (δηλαδή τα εισοδήματα, την απασχόληση και την παροχή των αναγκαίων κοινωνικών υπηρεσιών), την εθνική ανταγωνιστικότητα (μέσα από ένα μοντέλο ανάπτυξης που θα δώσει τη θέση του σε αδράνειες και υστερήσεις) και τη δημοσιονομική αξιοπιστία που είναι η θεμελιώδης προϋπόθεση για την ύπαρξη και λειτουργία ενός κράτους το οποίο μπορεί να επιτελεί τις βασικές αναπτυξιακές και αναδιανεμητικές λειτουργίες του.

Αυτό το εγχείρημα δεν επιμερίζεται σε μέτρα και εξαγγελίες. Βασίζεται σε μια ενιαία πολιτική, κοινωνική, αναπτυξιακή και ηθική αντίληψη. Σε μια ζωντανή σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα σε δύσπιστους και απαιτητικούς πολίτες και μια διευθύνουσα πολιτική δύναμη που πείθει ότι σε κάθε κρίσιμο δίλημμα θα δίνει- μέσα από τομές αλλά και από ευρύτερες συναινέσεις- μια απάντηση πολιτικά έντιμη, κοινωνικά ευαίσθητη, διαχειριστικά εφικτή, δημοκρατικά νομιμοποιημένη.

Ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠαΣοΚ.