Τέλειες κοινωνίες δεν υπάρχουν, όπως δεν υπάρχουν και τέλεια κράτη. Οποιος πιστεύει το αντίθετο βρίσκεται μονίμως μπροστά σε πολύ δυσάρεστες εκπλήξεις. Υπάρχουν βεβαίως και οι ουτοπίες, όπου η τελειότητα μπορεί να παρελαύνει ανενόχλητη, μια και δεν αφορά κανέναν. Τα κοινωνικά συστήματα στα οποία ζούμε προσπαθούν, όλα, να τιθασεύσουν, με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία, αυτό που συνήθως ονομάζουμε ανθρώπινη φύση. Δύσκολη υπόθεση, γιατί η τελευταία διεκδικεί μονίμως το μερίδιό της στην ύπαρξη. Ετσι ο καθένας από μας, μόνος του ή οργανωμένος σε ομάδες, επιχειρεί να βρει τις χαραμάδες που θα του επιτρέψουν να ξεφύγει από το πυκνό δίκτυ που ορίζει και κανονίζει τη συνύπαρξή μας με όλους τους άλλους.

Πράγματα γνωστά που συνήθως τα ξεχνούμε, όταν μάλιστα η κρατική μηχανή λειτουργεί με τη σχετική επάρκεια που της αναλογεί σε μια οργανωμένη κοινωνία, χωρίς πολύ ενοχλητικούς θορύβους και κραυγαλέες κακοφωνίες. Μικρές και μεγαλύτερες απάτες, αυθαιρεσίες, σφάλματα και βιαιοπραγίες, όλα αυτά είναι λίγο-πολύ συνυφασμένα με το σύνολο, τη ζωντανή αυτή οντότητα, που είναι το κράτος και η κοινωνία. Οι περισσότεροι μαθαίνουμε τις δυσλειτουργίες αυτές από τα μέσα ενημέρωσης και αντιδρούμε ο καθένας ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του και τα συμφέροντά του. Γνωρίζουμε από πείρα ότι μέσα σε λίγο χρόνο όλα θα ξεχαστούν, ότι θα έρθει η σειρά των άλλων να παρανομήσουν κι αυτοί, όπως μόλις τώρα το κάναμε εμείς οι ίδιοι, θα κοιταχτούμε μεταξύ μας με ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη, θα χτυπήσουμε φιλικά ο ένας την πλάτη του άλλου και θα συνεχίσουμε ο καθένας τις δουλειές του.

Αν η ζωή μας καθοριζόταν μόνο από αυτούς τους ρυθμούς, είναι προφανές ότι δεν θα υπήρχε ιδιαίτερο πρόβλημα. Φαίνεται όμως ότι τα πράγματα, τελευταία, δεν ξετυλίγονται ακριβώς έτσι στη χώρα μας. Ολο και πληθαίνουν οι άνθρωποι που καταλαβαίνουν ότι τα πλήγματα που δέχονται από τους άρχοντες που μας κυβερνούν- αλλά και τους επίδοξους- αγγίζουν κάποιες ζωτικές περιοχές, ίσως μάλιστα και το ζωτικό εκείνο κέντρο το οποίο, όταν πληγεί, μας κάνει να βαδίζουμε τρεκλίζοντας στους δρόμους, κάπως σαν υπνοβάτες της ζωής. Αισθανόμαστε ανάπηροι στην προσωπική μας ζωή, σαν να μας τυλίγει όλο και περισσότερο ένα πέπλο φόβου, απελπισίας και ατίμωσης, από το οποίο δεν ξέρεις πια πώς να ξεφύγεις. Οπου και να γυρίσεις τα μάτια, αισθάνεσαι παγιδευμένος και το χειρότερο είναι ότι από κει που περιμένεις βοήθεια βρίσκεις εγκατεστημένο το πετρωμένο ύφος της αίολης βεβαιότητας.

Αυτός που για την ώρα μας κυβερνάει, βαρύς και καλοθρεμμένος, τρέχει από πόλη σε πόλη και ωρύεται στα μπαλκόνια, πετώντας μας κατάμουτρα μπόλικες δόσεις μελλοντικής ευτυχίας. Αυτός που έρχεται έχει ειδικευτεί στη λύση όλων των προβλημάτων, χωρίς να μας κουράζει με συγκεκριμένες λεπτομέρειες. Εν τω μεταξύ, η δημόσια αρχή, αλλά και τα δημόσια πράγματα, είναι και αυτά έρμαια των περιστάσεων, κάτι σαν ιδιώτες δηλαδή, που φροντίζουν και αυτοί το προσωπικό τους συμφέρον. Υπάρχουν άραγε πολλοί ακόμη που πιστεύουν ότι οι πανίσχυροι κομματικοί μηχανισμοί είναι άλλο πράγμα από επώνυμες επιχειρήσεις ταχύρρυθμου πλουτισμού και εξασφαλισμένης απόλαυσης; Οτι οι διαφωνίες και οι καυγάδες τους σκοπό έχουν να πετύχουν όλο και μεγαλύτερες ιδιοκτησίες στον κήπο των ηδονών;

Βεβαίως μπορεί να έχω άδικο. Ενδέχεται η εικόνα αυτή να είναι πολύ μαύρη και άδικη. Θα ήμουν πρόθυμος να αναγνωρίσω το λάθος μου, αν κάποιος μπορούσε να μου εξηγήσει γιατί, σε ασυνήθιστα υψηλούς αριθμούς, πιστεύουμε ότι η αυθαιρεσία που επικρατεί στη χώρα θα μείνει ατιμώρητη; Γιατί το διαπιστωμένο δημόσιο ψέμα έχει γίνει το καθημερινό ψωμί του πολιτικού λόγου; Πώς μπορεί ένας βουλευτής να χλευάζει στη Βουλή τη δημόσια αρχή, προφανώς βέβαιος ότι δεν έχει τίποτα να φοβηθεί; Και ποια εμπιστοσύνη μπορεί να έχει κανείς σε αυτήν την αρχή, όταν μάλιστα υποθέσει ότι το έργο μιας κυβέρνησης- και του αρχηγού της- είναι να χαράξει μια πορεία για τη χώρα που θα κάνει τους ανθρώπους που ζούμε σε αυτήν να νιώσουμε αξιοπρεπείς και υπερήφανοι;

Οσο καθυστερούν οι θετικές απαντήσεις στις ερωτήσεις αυτές, δεν είναι παράλογο να υποθέσουμε ότι το καθεστώς στο οποίο ζούμε σήμερα οφείλει τη διάρκειά του σε τέσσερις αρμούς: Στη συνισταμένη δύναμη των ισχυρών συμφερόντων που συνδέονται με την ύπαρξή του. Στην αβεβαιότητα, τον τρόμο και τη συνακόλουθη ατολμία που προκαλεί το άγνωστο. Στην απουσία κάποιας, έστω σχετικά, σαφούς ιδέας για το αύριο αλλά και την ανυπαρξία ενός λόγου που θα μπορούσε, έστω τραυλίζοντας, να τη διατυπώσει. Τέλος, στο γεγονός ότι πάλι οι ίδιοι και οι ίδιοι θα μας κυβερνήσουν, γιατί θα τους ψηφίσουμε.

Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.