Για πολλές δεκαετίες η αμερικανική πολιτική ζωή λειτουργούσε γύρω από μια έντονη κεντρομόλα λογική. Η «αμερικανοποίηση» της πολιτικής ζωής υπήρξε ένας όρος που παλαιότερα χρησιμοποιούνταν για να καυτηριάσει την υποτιθέμενη ψευδεπίγραφη πολιτική των συναινέσεων και των συγκλίσεων. Η Ευρώπη ήθελε να πιστεύει πως βρισκόταν στον αντίποδα των ΗΠΑ και ότι δεν είχε να μάθει κάτι από τη θεσμικά περίεργη αμερικανική εμπειρία. Από τη δεκαετία όμως του ΄80 και μετά η εικόνα αυτή ανετράπη: οι ΗΠΑ απέκτησαν πόλωση τη στιγμή που η Ευρώπη ανακάλυπτε τη συναίνεση.

Δεν είναι λοιπόν δίχως ειρωνεία το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλιστική Αριστερά, ή τουλάχιστον η μεγαλύτερη μερίδα της, αλληθωρίζει προς την άλλη όχθη του Ατλαντικού μήπως αντλήσει έμπνευση και ιδέες. Πράγματι, η εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα υπήρξε ένα καταλυτικό γεγονός που σηματοδότησε όχι μόνο την επιστροφή της «άλλης Αμερικής» στην εξουσία, αλλά αναδείχθηκε ως πηγή πολιτικής έμπνευσης σε παγκόσμιο επίπεδο. Πώς μπορούμε όμως να διαχωρίσουμε τα εξαγώγιμα στοιχεία της αμερικανικής εμπειρίας από τα αποκλειστικά τοπικά χαρακτηριστικά της; Το ερώτημα έχει σημασία γιατί η εκλογική επιτυχία του Μπαράκ Ομπάμα δεν μπορεί να διαχωριστεί εύκολα από τις ιδιαιτερότητες του αμερικανικού πολιτικού συστήματος. Οι μεγάλης διάρκειας προκριματικές εκλογές σε συνδυασμό με τη χαλαρότητα των αμερικανικών κομμάτων είναι παράγοντες που επιτρέπουν σε σχετικά άγνωστους πολιτικούς να αναδειχθούν χωρίς να έχουν πρωτύτερα κατοχυρώσει μια ισχυρή θέση σε κάποιον κομματικό μηχανισμό, κάτι που παραμένει σε γενικές γραμμές αδιανόητο στην Ευρώπη. Παρά τις δυσκολίες του συγκριτικού εγχειρήματος αξίζει να επισημανθούν δύο στοιχεία που χρήζουν προσοχής.

Το πρώτο είναι η μαζική κινητοποίηση στις αμερικανικές εκλογές του 2008, αρχικά των νέων και αργότερα άλλων ομάδων. Η μαζική συμμετοχή σε πολιτικές δραστηριότητες, οι μεγάλες συγκεντρώσεις, ακόμη και η χρηματοδότηση της εκστρατείας του Ομπάμα από εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, έφεραν στο προσκήνιο έναν συνδυασμό λαϊκού αυθορμητισμού και πολιτικής οργάνωσης εντελώς πρωτόγνωρο για τα σύγχρονα αμερικανικά πολιτικά δεδομένα- και όχι μόνο. Στον βαθμό που θεωρείται σχεδόν αυταπόδεικτο ότι η εποχή των μαζικών κομμάτων έχει παρέλθει, η επιστροφή του πλήθους στο προσκήνιο της πολιτικής υπήρξε ιδιαίτερα εντυπωσιακή. Εκεί όμως που η επιστροφή αυτή διακρίνεται σε σχέση με παλαιότερα μοντέλα είναι πως ούτε χαρακτήρα στενά κομματικό είχε ούτε συνδυάστηκε με ριζοσπαστικά μηνύματα και ιδέες. Αντίθετα, τη διέκρινε μια θετική διάσταση, καθώς δομήθηκε στη βάση όχι μόνο της απόρριψης του καθεστώτος Μπους αλλά πάνω σε ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, που ενώ χάραζε σαφείς διαχωριστικές γραμμές σε σχέση με τους Ρεπουμπλικανούς, διακατεχόταν συγχρόνως και από ένα έντονο ενωτικό στίγμα. Από την άποψη αυτή, η σύγκρισή της με τον αδιέξοδο και αυτιστικό ναρκισσισμό κάποιων άλλων κινητοποιήσεων, π.χ. του αθηναϊκού Δεκέμβρη, σίγουρα δεν είναι ιδιαίτερα κολακευτική.

Ο συνδυασμός της πρωτόγνωρης αυτής μαζικής κινητοποίησης γύρω από ένα πρόγραμμα μετριοπαθών μεταρρυθμίσεων και του σχηματισμού ενός πραγματικού κοινωνικού κινήματος για την υποστήριξη ενός κομματικού υποψηφίου αναδεικνύει ένα δεύτερο στοιχείο: την ικανότητα του Ομπάμα να υπερβεί κάτι που για τα περισσότερα σύγχρονα πολιτικά κόμματα, ιδίως τα σοσιαλιστικά, φαντάζει ως ανυπέρβλητο εμπόδιο: τη σύγκρουση πολιτικού οράματος και εκλογικής στρατηγικής.

Στη σύγχρονη ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή το πολιτικό όραμα φαίνεται να έχει εξαφανιστεί εντελώς και να έχει αντικατασταθεί από ένα επιδερμικό επικοινωνιακό μήνυμα του εκάστοτε συρμού. Τα σοσιαλιστικά κόμματα είναι συχνά εγκλωβισμένα ανάμεσα σε μια νοσταλγία ενός παραδοσιακού ριζοσπαστισμού, που τα περιθωριοποιεί εκλογικά, και σε μια επικοινωνιακή λογική, προϊόν κάποιου επιτελείου πολιτικού μάρκετινγκ, που δεν πείθει πολύ κόσμο, όπως έδειξε άλλωστε η περίπτωση της Σεγκολέν Ρουαγιάλ. Ετσι, η άρθρωση νέων πολιτικών οραμάτων εγκαταλείπεται σε περιθωριακές μορφές και πολιτικά κινήματα. Η σημασία του Ομπάμα έγκειται, εν τέλει, και στο γεγονός ότι κατάφερε να ξεπεράσει το εμπόδιο αυτό, δείχνοντας πως παραμένει σήμερα δυνατή η άρθρωση ενός ουσιαστικού πολιτικού οράματος που μπορεί να συγκινήσει και να εμπνεύσει χωρίς να απαιτεί τη θυσία της στρατηγικής λογικής.

Με άλλα λόγια, η αμερικανική εμπειρία υπενθυμίζει στην ευρωπαϊκή Αριστερά (και όχι μόνο) ότι «παλιομοδίτικες συνταγές» όπως η μαζική κινητοποίηση, η δημιουργία νέων κοινωνικών συμμαχιών, η άρθρωση ενός πολιτικού οράματος και η απομάκρυνση από μια αποκλειστικά επικοινωνιακή λογική μπορούν να αποτελέσουν πηγές ανανέωσης της πολιτικής ζωής και, επομένως, της δημοκρατίας. Ενα πρώτο ερώτημα είναι γιατί αυτή η ανανέωση προέκυψε στις ΗΠΑ. Η απάντηση σχετίζεται τόσο με την πόλωση που προηγήθηκε (και συχνά συμβάλλει στην παραγωγή πολιτικής καινοτομίας) όσο και με τη δομή του αμερικανικού πολιτικού συστήματος που επιτρέπει μια σχετική αυτονόμηση των πολιτικών από τα κόμματα και, άρα, την ανάδειξη ηγετών σαν τον Ομπάμα που δύσκολα επιβιώνουν μέσα σε παραδοσιακούς κομματικούς μηχανισμούς. Ενα δεύτερο ερώτημα είναι αν η ανανέωση αυτή θα κατορθώσει να διασχίσει τον Ατλαντικό.

Ο κ. Στάθης Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Υale.