Μπροστά στην κρίση, η Ευρώπη προβληματίζεται, διστάζει, αγωνιά και ανησυχεί. Οπως συμβαίνει παντού, η οικονομική ύφεση, η μαζική ανεργία, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η πολυπολιτιστική εντροπία, η βαρβαρότητα και τα φαντάσματα της βίας βρίσκονται μπροστά στην πόρτα. Τα αίτια της ευρωπαϊκής δυσανεξίας είναι όμως βαθύτερα. Βιώνοντας πια ως «ενδημική» την κρίση της παραπαίουσας ιστορικής της ταυτότητας, η Ευρωπαϊκή Ενωση φαίνεται να πανικοβάλλεται μπροστά στις ιδεολογικές παρενέργειες μιας αβεβαιότητας που αγγίζει τα ίδια της τα θεμέλια. Σε σύγκριση με τους υπερπόντιους αδελφούς τους οι Ευρωπαίοι νιώθουν ακόμα πιο αδύνατοι. Με αποτέλεσμα να μην τολμούν πια καν να εκστομίσουν την πεποίθησή τους ότι η ιστορία τους δίνει το δικαίωμα να εμφανίζονται πιο «πολιτισμένοι», πιο σοφοί, άρα, ίσως, και «πιο ίσοι από όλους τους άλλους». Το «ευρωπαϊκό πείραμα» και μαζί του η ελπίδα για μιαν αρμονική, δίκαια και αυτοτροφοδοτούμενη κοινωνικοπολιτική οργάνωση μοιάζει να έχει αποδυναμωθεί η ακόμα και εκφυλισθεί, και μάλιστα επ΄ αόριστον.

Πρώτο πολιτικό θύμα αυτής της νέας συγκυρίας είναι η σοσιαλδημοκρατία. Τα μηνύματα των δημοσκοπήσεων πληθαίνουν. Αντίθετα από ό,τι συμβαίνει σε άλλες περιοχές όπου οι πολιτικές ισορροπίες δεν φαίνεται να κλονίζονται, όλες σχεδόν οι ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες μοιάζει να μαστίζονται από μια έρπουσα κρίση αντιπροσώπευσης. Τα σοσιαλδημοκρατικά κινήματα και κόμματα, συμπεριλαμβανομένων και των αλήστου μνήμης «τρίτων δρόμων», ταλαντεύονται ανάμεσα στην παρακμή και στην κατάρρευση, οι ακροδεξιές συσπειρώσεις αποκτούν μια νέα και απρόσμενη ακροαματικότητα, τα «αμυντικά» ρατσιστικά κινήματα πολλαπλασιάζονται κυρίως στους κόλπους των «καλών νοικοκυραίων», ενώ οι ακροαριστερές κινητοποιήσεις φαίνονται ακόμα ανίκανες να διεκδικήσουν μερίδια της κλυδωνιζόμενης εξουσίας. Εντελώς χαρακτηριστικά, το μόνο ίνδαλμα που φαίνεται να παραμένει αμετακίνητο στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων είναι ο αυταρχικός, πολύγαμος, πολυμήχανος και διεφθαρμένος «καημένος» Μπερλουσκονι. Οπως ακριβώς συνέβαινε στον ευρωπαϊκό μεσοπόλεμο, οι αμήχανοι «πελάτες της κρίσης» φαίνεται να έλκονται περισσότερο από τις ισχυρές, αδίστακτες και αποφασιστικές προσωπικότητες και λιγότερο από τα κατά επίφασιν εμπεριστατωμένα μεταρρυθμιστικά προγράμματα των «ευπρεπών» αντιπάλων τους. Η ανορθολογικότητα της κρίσης ενεργοποιεί ανορθολογικές αντιδράσεις.

Ιστορικές ρίζες
Δεν είναι ίσως τυχαίο. Πολύ περισσότερο που η αποτυχία της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας να πείσει και να συγκινήσει τους εν δυνάμει οπαδούς και ψηφοφόρους της έχει βαθιές ιστορικές ρίζες. Θα πρέπει να θυμηθούμε ότι η πολιτική άνθηση των Κοινωνικών Κρατών της Δυτικής και της Βόρειας Ευρώπης δεν κράτησε για πολύ καιρό. Συνέπεσε και συνέπλευσε με την πρωτοφανή σε διάρκεια και ανθεκτικότητα μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη πάνω στη βάση της οποίας επιτεύχθηκαν σημαντικές ανακατανομές πόρων υπέρ των αδυνάτων και θεσμικές κατοχυρώσεις των κοινωνικών τους δικαιωμάτων στο πλαίσιο ενός συστήματος που δεν έπαυε να εξασφαλίζει αμείωτα κέρδη στους ιδιοκτήτες του κεφαλαίου. Ομως, ήδη από τη δεκαετία του ΄80, το σοσιαλδημοκρατικό πείραμα άρχισε να ασθμαίνει. Αντί να επιτεθεί με όλες της τις πνευματικές και πολιτικές δυνάμεις στα νέα προβλήματα, η σοσιαλδημοκρατία αμύνθηκε οχυρωμένη πίσω από τα ιδεολογικά, θεσμικά και γραφειοκρατικά της κεκτημένα. Αν λοιπόν, όπως λέχθηκε περιπαικτικά, το από καταβολής κόσμου ιδεωδέστερο κοινωνικό καθεστώς υπήρξε η Σουηδία των ετών ΄60, μόνον όμως κατά τους ηλιόλουστους καλοκαιρινούς μήνες, στην κλιματολογική αναστολή του ευ ζην θα πρέπει να προστεθεί μια «τεχνική» αναστολή που επικαθορίζεται από τους οικονομικούς κύκλους. Οι δυο αυτές μορφές αναστολής δεν ταυτίζονται όμως. Αντίθετα από τη χειμωνιάτικη μελαγχολία που επιτρέπει στη ζωή να γίνεται αζημίως αντικείμενο ενδοστρεφών αναστοχασμών μπροστά στο τζάκι, σε περιόδους κάμψης ή ύφεσης η βορειοευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία μπορούσε και όφειλε να έχει επιμείνει στην επινόηση όλο και πιο προωθημένων παρεμβάσεων. Αυτό ακριβώς είναι εκείνο που δεν έκανε. Επέλεξε να αποστρέψει το πρόσωπο από τα προβλήματα και να περιπέσει σε χειμερία νάρκη.

Η χειμερία νάρκη
Οι τρέχουσες εξελίξεις είναι σε μεγάλο βαθμό το πολιτικό αποτέλεσμα της χειμερίας αυτής νάρκης. Ειρωνικά, με την ίδια έννοια που τα κομμουνιστικά κινήματα κλήθηκαν να πληρώσουν τον ιστορικό λογαριασμό του εγκληματικά άκρατου σταλινικού βολονταρισμού, οι σοσιαλδημοκρατίες πληρώνουν το τίμημα της αυτάρεσκα μοιρολατρικής και επαναπαυτικής «χειμερινής» αδράνειας και αβουλίας τους. Τα κόμματα της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς δεν τόλμησαν να επινοήσουν και να μεθοδεύσουν τρόπους επίλυσης του ιστορικού και πολιτικού γρίφου γύρω από τους όρους και τα όρια ενός διαρκούς δημοκρατικού σοσιαλιστικού μετασχηματισμού σε περιόδους κρίσης. Και έτσι, ίσως μοιραία, άρχισαν, βαθμιαία αλλά σταθερά, να παίζουν στα ευήλια γήπεδα των αντιπάλων τους, συνειδητά η ασυνείδητα ευθυγραμμιζόμενοι στα συνθήματά τους και την υφέρπουσα λογική της πολιτικής τους δεοντολογίας και, από ένα σημείο και πέρα, μιμούμενοι το ύφος τους και το ήθος τους. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι εδώ και αρκετές δεκαετίες, και ακόμη εντονότερα μετά την πτώση του Τείχους, το ζήτημα της ιδεολογικής και πολιτικής διάκρισης ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατία και στην απλή συντήρηση είναι (τουλάχιστον) επίμαχο. Ακόμα και αν θα ήταν απολύτως εσφαλμένο να ταυτισθούν η συντηρητική και η σοσιαλδημοκρατική παράταξη, οι διαφορές ανάμεσά τους φαίνεται να επικεντρώνονται περισσότερο σε αξιακές αποχρώσεις παρά σε μετωπικά αντιτιθέμενες και ασύμβατες προτεραιότητες. Υπό τους όρους αυτούς, οι νέες αναδυόμενες πολιτικές ισορροπίες φαίνεται να βαρύνονται όσο ποτέ άλλοτε από τις ιστορικές καταβολές των πρωταγωνιστών τους. Η τρέχουσα αβεβαιότητα για τη μοίρα του κόσμου και των ανθρώπων απαιτεί πολύ περισσότερο από σύνεση και ψυχραιμία. Σε περιόδους παρατεταμένης κρίσης, ο πολιτικός πρέπει να μπορεί να πείθει ταυτοχρόνως για τον άνευ όρων και ορίων πρακτικό πραγματισμό του, για την εφευρετικότητα των αναγκαίων αυτοσχεδιασμών του και για τη φερεγγυότητα της υπερβατικής φαντασίας που τον εμπνέει και τον διακινεί.

Καμία από αυτές τις προϋποθέσεις δεν συντρέχει στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Ακόμα και αν παρέχει τη μόνη «ρεαλιστική» πολιτική διέξοδο, ο εγκλωβισμένος στις αντιφάσεις του σοσιαλδημοκρατικός λόγος μοιάζει σήμερα να βρίσκεται μεταξύ της σφύρας ενός παρωχημένου και αυτοαναπαραγόμενου δόγματος και του άκμονος μιας πεισματικής πραγματικότητας. Είναι συνάμα και ανήμπορος να αρθεί στο ύψος των νέων απρόσμενων περιστάσεων, που δεν είναι δυνατόν ούτε να γίνουν κατανοητές ούτε να αντιμετωπισθούν με τις συνταγές του παρελθόντος.

Ο πολιτικός Ομπάμα
Από αυτή την άποψη λοιπόν, και κατ΄ αντιδιαστολήν, το φαινόμενο Ομπάμα είναι ενδιαφέρον, ίσως και διδακτικό. Οντας μείγμα ενός σοφά καλλιεργημένου ηθικιστικού ιδεαλισμού και ενός προωθημένου και ανενδοίαστα ισορροπιστικού πραγματισμού, ο λόγος του Ομπάμα μπορεί να εισακούεται ακόμα και από εκείνους που δυσπιστούσαν σε αυτόν. Ο νέος πρόεδρος δεν βαρύνεται από δύσκαμπτες ιδεολογικές καταβολές και δεν δεσμεύεται από ιστορικά κομματικά κατεστημένα. Η αλλαγή την οποία επαγγέλλεται δεν χρειάζεται να προδιαγράφεται με συγκεκριμένους όρους. Εμφανίζεται πειστικός επειδή παραμένει ανοικτός σε όλα τα ενδεχόμενα και φερέγγυος επειδή δείχνει να πιστεύει στο άστρο του. Αλλά ο Ομπάμα δεν είναι ούτε άνθρωπος των μηχανισμών, ούτε Ευρωπαίος, ούτε σοσιαλδημοκράτης, ούτε καθημαγμένος σε ιδέες και σε προγράμματα, ούτε καν κατά κυριολεξία «αριστερός». Είναι ένας «αυτοδημιούργητος» πολιτικός που αρμόζει στον «αυτοδημιούργητο», «αυτοπροωθούμενο» και «αυτοανανεούμενο» κόσμο όπου δρα και βρίσκεται. Ως παλαιότερος και ιστορικότερος, ο δικός μας ευρωπαϊκός κόσμος είναι κατ΄ ανάγκην πιο ιδεοληπτικός, πιο δυσκίνητος, πιο δύσπιστος και πιο δύστοκος. Και ίσως γι΄ αυτό οι πολιτικοί οιωνοί τους οποίους εκπέμπει είναι λιγότερο αίσιοι.

Ο κ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.