Τα πρόσφατα σκάνδαλα (Βατοπαίδι, Siemens, υπόθεση Παυλίδη κτλ.) φέρνουν πάλι στο προσκήνιο το θέμα της διαφθοράς. Οπως επεσήμαναν οι περισσότεροι αναλυτές στις «Νέες Εποχές» («Το Βήμα της Κυριακής», 3.5.2009), και τα ΜΜΕ και ο πολιτικός κόσμος ασχολούνται συνεχώς με τα σκάνδαλα- σε βαθμό που άλλα σημαντικά προβλήματα όπως η ανεργία, η κρίση στην Παιδεία και στην Υγεία, η επιδείνωση της διεθνούς θέσης της χώρας κτλ. μπαίνουν στο περιθώριο. Το περίεργο είναι ότι, παρά τη συνεχή ενασχόληση με τα σκάνδαλα, δεν υπάρχει σοβαρός προβληματισμός για τους τρόπους άμβλυνσης του φαινομένου. Π.χ., δεν βλέπει κανείς στα κομματικά προγράμματα προτάσεις για συγκεκριμένα μέτρα που στοχεύουν στην πάταξη της διαφθοράς.

Τρεις προσεγγίσεις
Πώς εξηγείται αυτή η παντελής έλλειψη συστηματικής προσπάθειας για την αντιμετώπιση του προβλήματος; Νομίζω ότι αυτή η αδιαφορία οφείλεται στους τρόπους με τους οποίους εξηγείται το πρόβλημα. Τρεις είναι οι σχετικές προσεγγίσεις:

* Ηθικολογία: σε αυτή την περίπτωση το όλο ζήτημα ανάγεται, κυρίως από τους πολιτικούς, σε ένα θέμα προσωπικής και κοινωνικής ευθύνης. Ετσι η κάθε αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση για το χαμηλό ηθικό ποιόν των στελεχών της και υπόσχεται πως όταν πάρει την εξουσία θα δείξει «μηδενική ανοχή», θα πατάξει μια για πάντα την παθολογία της παράνομης συναλλαγής, της μίζας και του λαδώματος. Η κυβέρνηση, από την άλλη μεριά, διατείνεται πως τα φαινόμενα της διαφθοράς ήταν πολύ εντονότερα όταν η αντιπολίτευση κυβερνούσε. Από τη στιγμή βέβαια που το θέμα τίθεται μανιχαϊστικά με όρους καλού/κακού, η μη συγκυριακή, δομική διάσταση του προβλήματος εξαφανίζεται. Με αυτόν τον τρόπο βέβαια η αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου δεν είναι εφικτή.

* Ιδεολογία: στον χώρο της Αριστεράς οι διάφοροι αναλυτές συνδέουν τη διαφθορά με το καπιταλιστικό σύστημα, αφού το μεγάλο κεφάλαιο έχει τη δυνατότητα εξαγοράς πολιτικού κεφαλαίου ως μέσου νομιμοποίησης/εμπέδωσης της κυριαρχίας του.

* Φαταλισμός: κατ΄ αυτή την άποψη η διαφθορά είναι συστατικό στοιχείο της πολιτικής μας κουλτούρας. Δεν είναι μόνο οι πολιτικοί, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι μεγαλοεπιχειρηματίες που εμπλέκονται. Ολοι μας συμμετέχουμε στην αναπαραγωγή του προβλήματος όταν δεν ζητάμε από τον υδραυλικό ή τον γιατρό απόδειξη, όταν δεν δηλώνουμε στην Εφορία την αληθινή αξία του ακινήτου που αγοράσαμε, όταν βάζουμε μέσο για να προσληφθεί το παιδί μας στο Δημόσιο κτλ. Ετσι φθάνουμε στο συμπέρασμα ότι η διαφθορά είναι τόσο διάσπαρτη που τίποτε δεν μπορεί να γίνει αν πρώτα δεν αλλάξει η κοινωνία στο σύνολό της.

Και οι τρεις παραπάνω τοποθετήσεις οδηγούν στην απραξία. Γιατί ούτε είναι δυνατόν οι πολιτικοί να μεταμορφωθούν σε αγίους ούτε ο καπιταλισμός πρόκειται να εξαφανιστεί (τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα) ούτε, τέλος, η ελληνική κουλτούρα πρόκειται να αλλάξει ριζικά στα χρόνια που έρχονται. Παρ΄ όλα αυτά, όμως, υπάρχουν τρόποι όχι εξάλειψης αλλά σημαντικής άμβλυνσης της διαφθοράς. Η βασική προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι η προσπάθεια εξεύρεσης λύσεων εκτός του κομματικού χώρου, αφού τα κόμματα αποτελούν μέρος του προβλήματος. Αυτό όμως που μπορούν να κάνουν οι πολιτικοί που θέλουν πραγματικά να αλλάξουν τα πράγματα (και υπάρχουν τέτοιοι σε όλα τα κόμματα) είναι να βοηθήσουν στη δημιουργία ενός συστήματος όπου ένα μέρος της ελεγκτικής εξουσίας θα παραχωρηθεί σε εξωκομματικούς οργανισμούς που θα έχουν μια σχετική αυτονομία και από την κυβέρνηση και από το κομματικοκρατικό σύστημα πιο γενικά.

Ανεξάρτητη αρχή
Συγκεκριμένα ο Συνήγορος του Πολίτη θεωρείται η πιο πετυχημένη ανεξάρτητη αρχή, μια αρχή που θέτει όρια στην κρατική ασυδοσία. Θα μπορούσε μια παρόμοια αρχή να έχει βασικό σκοπό τη διερεύνηση και τον έλεγχο καταστάσεων όπου η διαφθορά είναι εξαιρετικά ανεπτυγμένη. Μια τέτοια αρχή, αν έχει ουσιαστική αυτονομία, ικανούς πόρους και εξειδικευμένο προσωπικό, θα μπορούσε να αμβλύνει τη διαφθορά σε μια σειρά χώρουςαπό τα τελωνεία και την Εφορία ως την οικοδομική δραστηριότητα και τα δημόσια έργα.

Εξωτερικοί έλεγχοι
Ενας δεύτερος τρόπος πάταξης της διαφθοράς, κυρίως στον χώρο των δημοσίων έργων, είναι η προσφυγή σε ξένες ελεγκτικές εταιρείες διεθνούς κύρους. Θα δώσω ένα συγκεκριμένο παράδειγμα. Πριν από μερικά χρόνια, υπό την πίεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να αναθέσει σε ξένη εταιρεία διεθνούς κύρους (ΙSΜΕS, στα ελληνικά ΕΣΠΕΛ: σύμβουλος ποιοτικού ελέγχου έργων) τον δειγματοληπτικό έλεγχο των δημοσίων έργων που γίνονταν στη χώρα μας. Οπως ήταν προβλεπτό, ο ΕΣΠΕΛ διαπίστωσε μια τελείως θλιβερή και απαράδεκτη κατάσταση και σε ό,τι αφορά την κατασκευή των έργων και σε ό,τι αφορά τον τρόπο ελέγχου τους από τις κρατικές επιβλέπουσες αρχές (σε επίπεδο ΥΠΕΧΩΔΕ, νομαρχιών, περιφερειών και δήμων). Οταν έληξε όμως η συμφωνία με τον ΕΣΠΕΛ, ο εξωτερικός έλεγχος σταμάτησε και το κρατικό Σώμα Επιθεωρητών Δημοσίων Εργων ανέλαβε ξανά την επιτήρηση- μάλλον τη μη ουσιαστική επιτήρηση.

Νομίζω ότι το παραπάνω παράδειγμα δείχνει πως η λογική της μίζας λειτουργεί πολύ πιο δύσκολα στην περίπτωση ξένων ελεγκτικών εταιρειών, που για να διατηρήσουν το διεθνές κύρος τους είναι αναγκασμένες να δρουν αντικειμενικά / ορθολογικά. Μήπως θα έπρεπε η κυβέρνηση να επιβάλει τη στενή συνεργασία εταιρειών όπως ο ΕΣΠΕΛ με τις τεχνικές διευθύνσεις του Δημοσίου; Μήπως πηγαίνοντας πιο πέρα θα έπρεπε, αντί να γίνεται ο έλεγχος εκ των υστέρων, να ανατεθεί σε ξένους ελεγκτές σε συνεργασία με τους ντόπιους ο συνεχής έλεγχος, από τη στιγμή που γίνεται ένας διαγωνισμός ως την αποπεράτωση των πιο σημαντικών έργων; Μήπως, αφού οι κρατικοί έλεγχοι δεν λειτουργούν, η προσφυγή στη διεθνή αγορά υπηρεσιών ποιοτικού ελέγχου είναι ο μόνος τρόπος να σπάσουν τα κυκλώματα που αυτή τη στιγμή κυριολεκτικά λυμαίνονται τη χώρα;

Βεβαίως υπάρχει το επιχείρημα ότι με μια τέτοια στρατηγική παραδεχόμαστε έμμεσα πως είμαστε ανίκανοι να νοικοκυρέψουμε το ίδιο μας το σπίτι. Αυτό για πολλούς είναι όχι μόνο εξευτελιστικό αλλά και αντιπατριωτικό. Είναι όντως έτσι; Εξαρτάται με το πώς ορίζουμε τον πατριωτισμό. Αν πατριωτικό είναι καθετί που τονώνει τον εθνοκεντρικό ναρκισσισμό μας, τότε η ιδέα ελέγχων από πολυεθνικές εταιρείες είναι σίγουρα βαθιά αντεθνική. Αν, από την άλλη μεριά, θεωρήσουμε πατριωτική κάθε προσπάθεια που οδηγεί στην προκοπή αυτού του τόπου, τότε η συστηματική και ευρεία χρήση ξένων ανεξάρτητων από την κρατική γραφειοκρατία ελεγκτών των δημοσίων έργων είναι ίσως το πιο δημοκρατικό μέτρο που μια κυβέρνηση μπορεί να λάβει σήμερα.

Αυστηροποίηση ποινών
Τέλος, ένας τρίτος τρόπος άμβλυνσης της διαφθοράς είναι οι πιο αυστηρές ποινές. Στις ΗΠΑ πολλοί λίγοι τολμούν να εξαπατήσουν την Εφορία γιατί με συνοπτικές διαδικασίες οι ένοχοι φυλακίζονται. Δεν πιστεύω σε τόσο δρακόντεια μέτρα. Σίγουρα όμως είναι απαράδεκτη η χαλαρότητα που επικρατεί στη χώρα μας. Γιατί εδώ δεν είναι μόνο οι πολιτικοί των οποίων τα σκάνδαλα συστηματικά κουκουλώνονται. Το ίδιο συμβαίνει με όλους αυτούς που συστηματικά επιδίδονται σε παράνομες πρακτικές γνωρίζοντας πολύ καλά πως δεν πρόκειται να τιμωρηθούν. Π.χ., αν μερικοί επώνυμοι μεγαλογιατροί που δεν δίνουν αποδείξεις (πράγμα εξαιρετικά σύνηθες) τιμωρούνταν όχι μόνο με πρόστιμα αλλά και με την εκτεταμένη δημοσιοποίηση των πράξεών τους, τα έσοδα της Εφορίας στον χώρο των ελευθέρων επαγγελμάτων θα πολλαπλασιάζονταν.

Συμπερασματικά, πέρα από μακροχρόνιες στρατηγικές (όπως η σχετική παιδεία των νέων), υπάρχουν πιο άμεσοι, βραχυπρόθεσμοι και μεσοπρόθεσμοι τρόποι καταπολέμησης της διαφθοράς. Αυτό που δεν υπάρχει, για τη στιγμή τουλάχιστον, είναι η πολιτική βούληση πάταξης του φαινομένου.

Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στην LSΕ.