Η περιγραφή της Ελλάδας ως μιας ιδιαίτερα δυσλειτουργικής χώρας, με αναποτελεσματικό κράτος και αναξιόπιστη πολιτική ελίτ («η μόνη αφρικανική χώρα με λευκούς κατοίκους», σύμφωνα με τον σχετικό αφορισμό) είναι τόσο κοινότοπη και διαδεδομένη ώστε να θεωρείται αυταπόδεικτη. Θεωρείται, επομένως, αυτονόητο ότι οι μεταρρυθμίσεις στη χώρα μας είναι καταδικασμένες σε αέναη αποτυχία: «Αυτή είναι η Ελλάδα!» είχε αναφωνήσει ο Κώστας Σημίτης.

Μια οπτική μεγαλύτερης διάρκειας όμως οδηγεί σε διαφορετικά συμπεράσματα: η Ελλάδα αποδείχθηκε ιδιαίτερα γόνιμος τόπος για την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων. Υπήρξε πρωτοπόρα στην οικοδόμηση ενός εθνικού κράτους στις αρχές του 19ου αιώνα, στη θεμελίωση δημοκρατικών θεσμών στα μέσα του ίδιου αιώνα και στο ξεπέρασμα της οικονομικής υπανάπτυξης στα μέσα του 20ού αιώνα. Την τελευταία τριακονταετία, με την είσοδό της αρχικά στην ΕΟΚ και αργότερα στην ΟΝΕ, η Ελλάδα πραγματοποίησε ένα εντυπωσιακό άλμα. Μέσα σε πολύ μικρό διάστημα μετετράπη από χώρα παραγωγής μεταναστών σε προορισμό τους. Στα μάτια του υπόλοιπου κόσμου είναι πλέον μια ανεπτυγμένη ευρωπαϊκή χώρα, μέλος της μικρής, προνομιακής λέσχης των πλούσιων εθνών.

Πώς συμβιβάζονται οι δύο αυτές αντιφατικές εικόνες; Ενα σχήμα που συνδυάζει τα μεγάλα άλματα με τις μεταρρυθμιστικές αποτυχίες θα εστίαζε στο γεγονός ότι η οικονομική ανάπτυξη στη χώρα μας τείνει να προηγείται των θεσμικών, κοινωνικών και πολιτισμικών αλλαγών. Ενδεχομένως μάλιστα η καχεκτικότητα των θεσμών να οφείλεται στην ταχύτητα και στο μέγεθος των οικονομικών αλλαγών.

Μπορεί κανείς να εντοπίσει τρεις λογικές μεταρρυθμιστικής αποτυχίας, όπως προέκυψε μέσα από τον γόνιμο επιστημονικό προβληματισμό που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο σχετικού συνεδρίου που διοργάνωσε το Πρόγραμμα Ελληνικών Σπουδών του Υale στις 8 και 9 Μαΐου.

Ο πρώτος λόγος αποτυχίας εντοπίζεται στον ελλιπή σχεδιασμό και στην κακή εκτέλεση ορισμένων μεταρρυθμίσεων. Το πρόβλημα είναι εν μέρει τεχνικό και αφορά παράγοντες όπως η οργάνωση και το στελεχικό δυναμικό των κρατικών υπηρεσιών, η έλλειψη τεχνοκρατών και εμπειρογνωμόνων, η υποχρηματοδότηση, η προχειρότητα, η υπερβολική φιλοδοξία, ο φορμαλισμός και η απουσία πρακτικού πνεύματος. Πρόκειται όμως και για πολιτικό πρόβλημα, στον βαθμό που η οργανωτική καχεξία του κράτους δεν είναι βέβαια άσχετη από τις μυωπικές και πελατειακές πρακτικές των κομμάτων.

Δεύτερον, αρκετές μεταρρυθμίσεις αποτυγχάνουν γιατί συναντούν τη λυσσαλέα αντίδραση μικρών μεν αλλά καλά οργανωμένων ομάδων που επιθυμούν να διαφυλάξουν κεκτημένα προνόμια. Οι ομάδες αυτές είναι παρούσες σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την εγγύτητα στο κράτος. Στον βαθμό όμως που η πλειοψηφία των πολιτών επιθυμεί τη μεταρρύθμιση, το εκάστοτε κυβερνών κόμμα διαθέτει τη δυνατότητα σχηματισμού και κινητοποίησης μιας ευρείας κοινωνικής συμμαχίας εναντίον των ομάδων αυτών, κάτι βέβαια που απαιτεί μια πολιτική ηγεσία η οποία να διακρίνεται για το πολιτικό της όραμα.

Τέλος, αρκετές μεταρρυθμίσεις αποτυγχάνουν όχι γιατί συναντούν την αντίδραση καλά οργανωμένων μειοψηφιών, αλλά γιατί προσκρούουν στην επιθυμία της πλειοψηφίας των πολιτών. Μολονότι δεν παύουν να διαμαρτύρονται για τα «κακώς κείμενα», οι πλειοψηφίες αυτές αρνούνται να αναλάβουν την ευθύνη των επιλογών τους, ή ακόμη και να αντιληφθούν ποιες είναι αυτές, κυρώνοντας τους πολιτικούς εκείνους που τολμούν να κινηθούν εναντίον της. Η αυθαίρετη δόμηση και η καταστροφή του περιβάλλοντος είναι ένα μόνο από τα πολλά σχετικά παραδείγματα. Στις περιπτώσεις αυτές είναι προφανές ότι οι πιθανότητες επιτυχίας των μεταρρυθμίσεων είναι ιδιαίτερα περιορισμένες. Στον βαθμό μάλιστα που τα οικονομικά άλματα του πρόσφατου παρελθόντος έχουν συμβάλει στη δημιουργία μιας γενικευμένης αίσθησης χαλαρότητας και υπεροψίας, ο κίνδυνος να οδηγήσει η αποτυχία των μεταρρυθμίσεων σε στασιμότητα, ή ακόμη και σε σημαντική υποχώρηση, αυξάνεται ανησυχητικά.

Ο κ. Στάθης Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Υale.