Είναι κοινό μυστικό ότι στα συρτάρια των κυβερνητικών γραφείων υπάρχουν έτοιμα σχέδια μεταρρυθμίσεων. Ανέκαθεν υπήρχαν τέτοια σχέδια: κάποιος αρμόδιος, χωρίς σαφή στόχο, τα παρήγγειλε και μετά τα αγνόησε. Τα περισσότερα από αυτά δεν δόθηκαν στη δημοσιότητα, καθώς έλειπε η σχετική πολιτική βούληση. Αλλοτε συνέβαινε το αντίστροφο, δηλαδή υπήρχε πολιτική βούληση για αλλαγή, χωρίς να συνοδεύεται από πρόγραμμα και σχέδιο πραγμάτωσής της. Το αποτέλεσμα ήταν να ψηφίζονται νόμοι η εφαρμογή των οποίων ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Συνεπώς, μια πρώτη απάντηση στο ερώτημα γιατί δεν γίνονται μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα είναι ότι είτε η μεταρρύθμιση γίνεται «έτσι, χωρίς πρόγραμμα» είτε το πρόγραμμα δεν συνοδεύεται από την απαραίτητη πολιτική βούληση.

Το ασύμπτωτο βούλησης και προγράμματος αποδίδεται συχνά στον φόβο του πολιτικού κόστους, δηλαδή στη σκέψη ότι οι μεταρρυθμιστές θα ηττηθούν στις επόμενες εκλογές επειδή θα έχουν θίξει ορισμένες κατηγορίες ψηφοφόρων. Ο φόβος αυτός δεν αρκεί για να εξηγήσει την ποικιλία των αποτυχημένων μεταρρυθμίσεων. Πρώτον, σε ορισμένες περιπτώσεις ευτυχώς δεν επιχειρούνται ή αποσύρονται μεταρρυθμίσεις ή σωστά δίνονται μάχες ώστε αυτές να μην υλοποιηθούν. Από τυπική άποψη, μεταρρύθμιση θα συνιστούσε στην περίπτωση αυτή και νομοθεσία που θα αύξανε, π.χ., την εργασιακή ανασφάλεια των εργαζομένων χωρίς κάποιο δίχτυ προστασίας τους. Ωστε κάθε μεταρρύθμιση δεν είναι πάντοτε ευκταία.

Δεύτερον, ο φόβος του πολιτικού κόστους δεν εξηγεί γιατί μια μεταρρύθμιση που φαινόταν αδύνατη σε μια περίοδο αντιμετωπίζεται ως εύλογη σε μιαν άλλη. Η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στη δεκαετία του 1970 έγινε ευκολότερα από ό,τι προμήνυαν οι πολυετείς διαμάχες για το γλωσσικό ζήτημα. Αρα, αναζητεί κανείς σε κάθε εποχή την ηγεμονία των ιδεών στο πλαίσιο των οποίων τόσο ο εν λόγω φόβος όσο και οι αντιστάσεις κάμπτονται.

Για πολλούς αναλυτές η απάντηση στο ερώτημα «γιατί δεν γίνονται μεταρρυθμίσεις» βρίσκεται στην αντίσταση ισχυρών φορέων («παικτών αρνησικυρίας») οι οποίοι έχουν την πολιτική δύναμη να «βάλουν βέτο» στις μεταρρυθμίσεις. Η άποψη αυτή είναι σωστή, αλλά εστιάζει κυρίως σε ορθολογικούς υπολογισμούς στο παιχνίδι μεταξύ μεταρρυθμιστών και αντιμεταρρυθμιστών. Ετσι, ξεχνά το βάρος των ιστορικών παραδόσεων, οι οποίες δεσμεύουν όσους επιχειρούν μεταρρυθμίσεις. Τέτοιες δεσμεύσεις είναι ορισμένες ρυθμίσεις που έχουν λάβει συνταγματική ισχύ και άρα δεν τροποποιούνται με απλό νόμο ή προγενέστερες επιλογές που αναπαράγονται διαχρονικά περιορίζοντας το «παράδειγμα πολιτικής» μέσα στο οποίο λειτουργούν περιοριστικά και οι πιο τολμηροί από τους μεταρρυθμιστές… Είναι προφανές, π.χ., ότι όταν δύο γειτονικές χώρες έχουν τεταμένες σχέσεις και επί δεκαετίες συντηρούν πολεμικές μηχανές δυσανάλογες προς τις οικονομικές τους δυνατότητες, οι διογκούμενοι δημοσιονομικοί περιορισμοί δεν αφήνουν περιθώρια για μεταρρυθμίσεις που κοστίζουν σε χρήμα. Οπότε, η άποψη ότι δεν γίνονται μεταρρυθμίσεις επειδή δεν υπάρχουν χρήματα αποκαλύπτει περισσότερα πράγματα για τις επιλογές του παρελθόντος παρά για τις μεταρρυθμιστικές αποτυχίες του παρόντος. Στο δικό μας σύστημα σταθερή προτεραιότητα ήταν και είναι οι προσλήψεις προσωπικού χωρίς κατάλληλες δεξιότητες, αδιαφορώντας για το ότι κάποτε οι παλιές προτεραιότητες εγκλωβίζουν τις καινούργιες. Με άλλα λόγια, οι αμαρτίες των γονιών παιδεύουν τα παιδιά τους, καθώς τα τελευταία δεν μπορούν να υπερβούν την κατάσταση που οι γονείς τους είχαν δημιουργήσει για λόγους που συχνά δεν ισχύουν πια. Εν τέλει, η μεταρρύθμιση έχει να υπερβεί τόσο το παρόν όσο και το παρελθόν.

Ο κ. Δημήτρης Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.