Τόσο η αποτελεσματική λειτουργία όσο και η παραμόρφωση των θεσμών καθορίζονται τελικά περισσότερο από τα πρόσωπα και τις συμπεριφορές τους και λιγότερο από το ίδιο το θεσμικό σύστημα. Αυτό σημαίνει ότι είτε «βουλευτής, αλλά και δικαστής», είτε ξέχωρα βουλευτής και δικαστής, μπορεί εξίσου να οδηγεί σε επιτυχία ή αποτυχία. Η ικανοποιητική ή όχι λειτουργία της ρύθμισης δεν εξαρτάται από το τι προβλέπει, αλλά από το αν εφαρμόζεται ή αν χρησιμεύει ως βιτρίνα, πίσω από την οποία το παιχνίδι παίζεται διαφορετικά. Τα καθοριστικά ερωτήματα είναι:

* Πόσο πράγματι ο βουλευτής σέβεται τους θεσμούς και τη λειτουργία που του εμπιστεύτηκαν το Σύνταγμα και οι νόμοι;

* Πόσο μπορεί να γίνει και «δικαστής», όταν ταυτόχρονα δικάζει και την παράταξή του ή το προσωπικό του μέλλον;

* Πόσο η ανώτατη δικαστική εξουσία μπορεί να δικάσει ανεπηρέαστα μέλη της Βουλής ή της εκτελεστικής εξουσίας, όταν επίσης ταυτόχρονα η απόφασή της έχει ευρύτερες επιπτώσεις σε κυβερνήσεις, κόμματα και την προσωπική πορεία (όχι πάντα ανιδιοτελή) των προσώπων που δικάζουν; * Πώς μπορεί ένα σύστημα, που στη διεθνή ταξινόμηση της διαφθοράς κατατάσσεται σε τόσο δυσμενή θέση, όπως το ελληνικό, να δημιουργήσει όρους διαφορετικής λειτουργίας σε μείζονα θεσμικά ζητήματα;

Θεωρώ σκόπιμο η ευθύνη να περάσει στη δικαστική εξουσία, όμως με τρόπο που θα λαμβάνει υπόψη σημεία όπως τα παραπάνω. Και αυτό όμως δεν διασφαλίζει μια καλύτερη θεσμική λειτουργία. Είναι δείγμα των καιρών ότι με την πραγματικότητα που μας περιβάλει, το ερώτημα «βουλευτής ή δικαστής» δεν μπορεί να απαντηθεί πειστικά.