Υπάρχει κάτι παράδοξο στην επάνοδο της Βουλής στο επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων εξαιτίας υποθέσεων στις οποίες πιθανολογείται ότι υπάρχουν ποινικές ευθύνες πολιτικών προσώπων. Γιατί, παρά την τυχόν αντίθετη ρητορεία, η Βουλή έχει πάψει να είναι κεντρικός θεσμός της δημοκρατίας. Σήμερα, δυστυχώς, είναι ένας υποβαθμισμένος πολιτικός θεσμός. Στην Ελλάδα η εμπλοκή των βουλευτών σε ποινικές υποθέσεις επιβαρύνει τη Βουλή δυσανάλογα προς το ειδικό βάρος που εκείνη διαθέτει πλέον στο πολίτευμά μας. Γενικότερα, η υποβάθμιση της νομοθετικής έναντι των υπόλοιπων εξουσιών, αλλά και ο δευτερεύων ρόλος που η Βουλή παίζει στην παραγωγή μέτρων πολιτικής, είναι εμφανείς και- ήδη- μακροχρόνιες τάσεις που εντείνουν το έλλειμμα εκπροσώπησης στις σύγχρονες δημοκρατίες.

Κομματικοί υπολογισμοί
Στην Ελλάδα τα φαινόμενα είναι γνωστά: έλλειψη πραγματικής διαβούλευσης πάνω σε εισαγόμενα νομοσχέδια, προβλέψιμες ψηφοφορίες, απουσία ουσιαστικού κοινοβουλευτικού ελέγχου της κυβέρνησης. Ωστόσο, ώσπου να δρομολογηθεί η ενίσχυση της Βουλής ώστε να αποκτήσει εκ νέου κεντρικό ρόλο, αναρωτιέται κανείς πώς η πολιτεία ζητεί από τους βουλευτές να γίνονται περιοδικά δικαστές και μάλιστα σε κατά τεκμήριο δύσκολες ποινικές υποθέσεις, ενώ στην πράξη πολλοί δεν επιτελούν ούτε καν τον κύριο ρόλο τους ως νομοθετών (απουσίες από τις συνεδριάσεις της Βουλής, μέριμνα για την εμφάνισή τους στα ΜΜΕ ή στην εκλογική τους περιφέρεια, άγνοια των θεμάτων που απασχολούν τη διακυβέρνηση της χώρας, αλλά και ελλιπής επιστημονική υποστήριξή τους). Οπως έγινε άλλωστε φανερό στην ψηφοφορία της 4ης Μαΐου (υπόθεση Παυλίδη) στη δικανική κρίση πολλών βουλευτών υπεισέρχονται βραχυπρόθεσμοι κομματικοί υπολογισμοί. Ασφαλώς είναι κρίσιμη η φάση της ποινικής διαδικασίας, όταν η Βουλή αποφασίζει αν θα ασκηθεί ή όχι δίωξη κατά νυν ή πρώην υπουργών. Ο συνταγματικός νομοθέτης θέλησε να προστατεύσει πρωτίστως την ανεξαρτησία των αιρετών πολιτικών προσώπων από διώξεις προερχόμενες από εξωκοινοβουλευτικές σκοπιμότητες, ώστε να ασκούν την εκτελεστική εξουσία χωρίς τον φόβο ότι η οποιαδήποτε ενέργειά τους θα αποτελέσει αφορμή να διωχθούν ποινικά. Γι΄ αυτό και έχει επιλεγεί μια δύσκαμπτη διαδικασία, της οποίας γίναμε μάρτυρες τις τελευταίες εβδομάδες. Θα ήταν λοιπόν σφάλμα η δικαιοσύνη να μεταχειρίζεται τους υπουργούς όπως τους υπόλοιπους πολίτες.

Δικαστικό αδιέξοδο
Δεν θα μπορούσε, εξάλλου, να αποδοθεί η αρμοδιότητα για την απόφαση άσκησης δίωξης εξ ολοκλήρου στη δικαστική εξουσία, όπως αυτή λειτουργεί σήμερα. Η κυνική θέαση της πραγματικότητας, που συνοψίστηκε ήδη στη διερώτηση γιατί να ασκούν οι βουλευτές και δικαστικό ρόλο, ενώ πρακτικά έχουν παύσει να ασκούν τον δικό τους βουλευτικό ρόλο, θα οδηγούσε στο εξής παρόμοιο ερώτημα: πώς θα ήταν δυνατόν οι δικαστικοί θεσμοί να διεκπεραιώνουν όλη τη διαδικασία απονομής ποινικής δικαιοσύνης όταν εμπλέκονται πολιτικά πρόσωπα, εφόσον σήμερα η δικαιοσύνη δεν είναι ανεξάρτητη; Ποιος αμφιβάλλει ότι κάποιοι δικαστές δεν διαθέτουν ούτε προσωπική ούτε λειτουργική ανεξαρτησία; Είναι γνωστό ότι με τους ισχύοντες χρόνους απονομής δικαιοσύνης στις υποθέσεις των πολιτών φθάνουμε συχνά σε αρνησιδικία. Φαντασθείτε να εκκρεμούσαν επί χρόνια δίκες κατά πολιτικών προσώπων που θα διεκπεραιώνονταν από το δικαστικό σύστημα το οποίο, όπως άλλωστε και η Βουλή, έχει χάσει την εμπιστοσύνη των πολιτών.

Δεν θα συνιστούσε λοιπόν λύση η απεμπλοκή της Βουλής από το μερίδιο αρμοδιοτήτων που της ανήκει. Οι βουλευτές οφείλουν να παραμείνουν σε κάποιο μέτρο και δικαστές- χωρίς όμως να αποδίδεται στην όλη διαδικασία ο κεντρικός χαρακτήρας που έχει σήμερα. Οταν οι έλληνες εργαζόμενοι εμφανώς προκρίνουν ως σημαντικότερα τα οξυμένα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα, η Ολομέλεια ενός από τους- τυπικά έστω- κορυφαίους δημοκρατικούς θεσμούς, αναλώνεται σε συζητήσεις για το αν ένας πρώην υπουργός ενεπλάκη προ ετών σε επιλήψιμες δοσοληψίες. Το ζήτημα δεν είναι μικρό. Ομως είναι άραγε αρκετά μεγάλο για να αποσπά την προσοχή του πολιτικού συστήματος, τόσο έντονα, για τόσο μακρύ διάστημα;

Εναλλακτικές λύσεις
Δίχως να προτείνεται η απεμπλοκή της Βουλής από την κρίσιμη απόφαση για τη δίωξη πολιτικών προσώπων, θα μπορούσαν να συζητηθούν εναλλακτικές λύσεις. Διεθνώς, υπάρχει στα κοινοβούλια η τάση σημαντικά ζητήματα να αποφασίζονται σε επίπεδο κοινοβουλευτικών επιτροπών. Ηδη αυτό συμβαίνει και στη χώρα μας. Θα μπορούσε, μεταφορικά μιλώντας, μια «υποδιαίρεση» της Ολομέλειας να αναλάμβανε την όλη διαδικασία. Η αρμοδιότητα της Ολομέλειας θα διατηρούνταν μόνον για συγκεκριμένα αδικήματα, ενώ για τα υπόλοιπα θα περνούσε σε κάποιον άλλο κοινοβουλευτικό θεσμό, παρόμοιο με τη Διάσκεψη των Προέδρων. Η κρίση της Βουλής θα μπορούσε να υποβοηθείται από κάποια Ανεξάρτητη Αρχή και, παράλληλα, η προβλεπόμενη διαδικασία να επιταχυνθεί. Σε κάθε περίπτωση, η σημερινή κατάσταση φαίνεται να αυξάνει την απόσταση που χωρίζει τη Βουλή από τις πραγματικές προτεραιότητες της κοινωνίας (ανεργία, οικονομικές ανισότητες). Απαιτείται πολύς χρόνος μέχρις ότου οι βουλευτές ξαναγίνουν πραγματικοί νομοθέτες. Τουλάχιστον, στο μεταξύ, ας μην είναι συχνά στο σύνολό τους εξαναγκασμένοι να είναι και ποινικοί δικαστές.

Ο κ. Δημήτρης Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.