1 Η διαδικασία που έλαβε χώρα προσφάτως στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή και στην Ολομέλεια της Βουλής για την ύπαρξη ή μη στοιχείων σχετικών με ποινική ευθύνη πρώην υπουργού εγείρει αμφιβολίες και ερωτηματικά κατά πόσο οι παραπάνω αρμοδιότητες της Βουλής αρμόζουν στην αποστολή της. Πρόκειται για εισαγγελικές και προανακριτικές αρμοδιότητες, των οποίων φυσικός φορέας είναι η δικαστική εξουσία. Οι δικαστές και οι εισαγγελείς έχουν και τη σχετική κατάρτιση και εμπειρία. Εντούτοις, το Σύνταγμα και ο νόμος περί ευθύνης υπουργών αφαιρούν τις παραπάνω αρμοδιότητες από τη δικαστική εξουσία και τις δίνουν στη Βουλή. Βέβαια η συνέχεια της ποινικής διαδικασίας περνά στους δικαστές (Ειδικό Δικαστήριο) που θα δικάσουν τους υπουργούς, αλλά προηγουμένως η Βουλή έχει ασκήσει χρέη εισαγγελέα και προανακριτή.

2 Η αποδυνάμωση αυτή της δικαστικής εξουσίας, με αντίστοιχη μετάθεση αρμοδιοτήτων στη Βουλή, ενισχύθηκε στην αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001 όταν προβλέφθηκε ότι ούτε καν προκαταρκτική εξέταση για υπουργούς επιτρέπεται στις δικαστικές αρχές. Μιλώντας τότε ο γράφων στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή ως εξωκοινοβουλευτικός υπουργός Δικαιοσύνης για «υπερπροστασία» των υπουργών με τη σχετική ρύθμιση, συναντούσε την αντίδραση πολλών βουλευτών. Η υπερπροστασία ψηφίστηκε. Αν σε αυτό προσθέσει κανείς και την υπερβολικά σύντομη παραγραφή της ποινικής ευθύνης των υπουργών, έχει ενώπιόν του μια δυσχερώς δικαιολογούμενη προνομιακή μεταχείριση των υπουργών.

3 Δεν είναι όμως μόνο η εκτός της θεσμικής αποστολής της άσκηση ποινικών αρμοδιοτήτων από τη Βουλή. Υπάρχει και άλλος λόγος που καθιστά προβληματική την παραπάνω αρμοδιότητά της. Οι βουλευτές καλούνται να κρίνουν βουλευτές. Γίνονται εισαγγελείς και κριτές για συναδέλφους τους, έμμεσα και για τους εαυτούς τους. Ακόμη και αν μπορούσαν να αρθούν πάνω από αισθήματα συναδελφικής αλληλεγγύης και πάνω από κομματικές σκοπιμότητες και να κρίνουν κάθε υπόθεση αντικειμενικά, δύσκολα μπορεί να γίνει δεκτή η προς τα έξω αμεροληψία τους. Πρέπει να είναι και στα μάτια των τρίτων αμερόληπτοι, να δημιουργούν δηλαδή εμπιστοσύνη στην αμεροληψίατους.

4 Αλλά η εμπιστοσύνη αυτή έχει κλονισθεί κυρίως από τον τρόπο με τον οποίο η Βουλή έχει ασκήσει αυτές τις αρμοδιότητές της. Πράγματι, αν η συνταγματική ρύθμιση είναι κακή, η εφαρμογή της είναι ακόμη χειρότερη, ενώ θα μπορούσε να είναι τέτοια ώστε να αμβλύνει τα μειονεκτήματα της ρύθμισης. Αν π.χ. δεχόταν η Βουλή να ξεκινήσει μια ποινική διαδικασία σε τόσα καταγγελλόμενα σκάνδαλα, πράγμα που δεν σημαίνει ότι θα καταλόγιζε ευθύνες, αλλά απλώς θα δεχόταν να διερευνηθεί από τη Δικαιοσύνη η υπόθεση, και αν ο καταγγελλόμενος δεν είναι ένοχος, να αθωωθεί με δικαστική κρίση, θα έδινε στην κοινή γνώμη δείγματα αντικειμενικότητας και έλλειψης πρόθεσης συγκάλυψης σκανδάλων. Σημειώνω ότι η Βουλή δικαιούται και με δική της πρωτοβουλία να ασκήσει τις εισαγγελικές και ανακριτικές αρμοδιότητές της, συγκεντρώνοντας η ίδια στοιχεία, εξετάζοντας μάρτυρες, ακόμη και ζητώντας στοιχεία από τις δικαστικές αρχές, χωρίς να αναμένει την όποια πρωτοβουλία των τελευταίων. Το Σύνταγμα (άρθρ. 86 3) καθώς και ο νόμος περί ευθύνης υπουργών (άρθρ. 5 3) της το επιτρέπουν. Τυχόν άλλοθι ότι δεν της έστειλε τον φάκελο ο Εισαγγελέας δεν ισχύει (άλλο θέμα η ευθύνη του Εισαγγελέα).

Τελικά το πρόβλημα δεν είναι τόσο οι καλοί ή κακοί θεσμοί όσο οι άνθρωποι που τους εφαρμόζουν. (Το ίδιο συμβαίνει και με το πανεπιστημιακό άσυλο, όπου έχουν αποτύχει άνθρωποι και όχι ο θεσμός του ασύλου.) Νομίζω ότι θα προστατεύαμε το κύρος των βουλευτών, αν τους αφαιρούσαμε αυτή τη δικαστική αρμοδιότητα.

5 Προτού σπεύσουμε όμως να συναγάγουμε το συμπέρασμα ότι πρέπει να καταργηθεί τελείως η ιδιαίτερη ποινική μεταχείριση των υπουργών, όπως πολλοί προτείνουν και όπως ισχύει σε πολλές άλλες χώρες, και να υπαχθούν οι υπουργοί, όπως και οι λοιποί πολίτες, στην τακτική ποινική δικαιοσύνη, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη έναν σοβαρό αντίλογο: η πολιτική αντιπαράθεση οξύνεται συχνά τόσο ώστε οδηγεί πολλούς στην προσπάθεια ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής με καταγγελίες και μηνύσεις κατά πολιτικών. Ιδίως οι υπουργοί διατρέχουν, πολύ περισσότερο από έναν απλό πολίτη, τον κίνδυνο να γίνονται εύκολοι στόχοι τέτοιων επιθέσεων. Ο δε εισαγγελέας που μόνος του θα αποφάσιζε, ύστερα από μια τέτοια μήνυση, να ασκήσει ή να μην ασκήσει ποινική δίωξη κατά υπουργού, έστω και αν ο ίδιος δεν επηρεάζεται από τα πολιτικά του φρονήματα (γιατί δεν αποκλείεται να συμβαίνει και αυτό), δύσκολα θα απέφευγε τη μομφή από εκείνους τους οποίους ενοχλεί η εισαγγελική απόφαση ότι αυτή είχε πολιτικά κίνητρα. Ο εισαγγελέας λοιπόν πρέπει να προστατευθεί από τον κίνδυνο τέτοιας κομματικοποίησης της στάσης του.

Η σωστότερη λύση, συνεπώς, πιστεύω ότι είναι να απαλλαγεί ο εισαγγελέας από αυτή την ευθύνη, η οποία όμως δεν πρέπει, για τους λόγους που εξηγήθηκαν, να μεταφερθεί στη Βουλή. Την άδεια για την άσκηση της ποινικής δίωξης κατά υπουργού θα μπορούσε να προβλεφθεί ότι την έχει, ύστερα από ερώτημα του Εισαγγελέα, πολυμελές όργανο απαρτιζόμενο κυρίως από δικαστικούς (με ενδεχόμενη συμμετοχή και άλλων προσώπων κύρους, οριζομένων από τη Βουλή με αυξημένη, άρα υπερκομματική πλειοψηφία). Τούτο φυσικά προϋποθέτει αναθεώρηση του Συντάγματος. Ως τότε ας αναμένουμε μήπως η Βουλή αποφασίσει (κυρίως χάριν του δικού της κύρους) να ασκήσει πειστικότερα τις ποινικές αρμοδιότητες που το Σύνταγμα σήμερα της παρέχει.

Ο κ. Μιχάλης Σταθόπουλος είναι καθηγητής του Αστικού Δικαίου, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης.