ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ θεωρία υπάρχουν τρεις προσεγγίσεις που επιχειρούν να εξηγήσουν τόσο τις αιτίες καθυστέρησης των μεταρρυθμίσεων όσο και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αυτές μπορούν να επιταχυνθούν.

1. Πρώτη είναι η λεγόμενη «θεωρία των κρίσεων», σύμφωνα με την οποία μια ισχυρή διαταραχή στην οικονομία μπορεί να κινητοποιήσει την ανάληψη πρωτοβουλιών για ραγδαίες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις.

Ενα τέτοιο παράδειγμα ήταν η πολιτική κινητοποίηση στην Ελλάδα μετά τη συναλλαγματική κρίση του 1994. Ο φόβος ότι μια μεγάλη υποτίμηση της δραχμής θα εξανέμιζε την αγοραστική τους δύναμη για πολλά χρόνια έκανε την κυβέρνηση να προωθήσει ένα ρεαλιστικό Πρόγραμμα Σύγκλισης και τα συνδικάτα να υιοθετήσουν πιο διαλλακτικές θέσεις για τις μεταρρυθμίσεις που ήταν αναγκαίες για την ένταξη στην ΟΝΕ.

Για να γίνει όμως αυτό χρειάζονται μερικές προϋποθέσεις: πρώτα από όλα η ύπαρξη μιας ισχυρής κυβέρνησης, είτε προεδρικής μορφής είτε με ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία και χωρίς ανατρεπτική εσωκομματική αντιπολίτευση. Μόνο τότε μπορεί να αξιοποιηθεί η δυνατότητα της κρίσης για να ληφθούν ριζικές αποφάσεις και να ξεκινήσει γρήγορα η υλοποίησή τους. Στην ίδια λογική βρίσκεται και η θεωρία των «100 πρώτων ημερών», σύμφωνα με την οποία οι κυβερνήσεις με μεταρρυθμιστική ατζέντα καλό είναι να την προωθούν αμέσως μετά την άνοδό τους στην εξουσία ώστε και οι προεκλογικές δεσμεύσεις να υλοποιούνται αμέσως και να απομένει χρόνος ικανός μετά την ολοκλήρωσή τους ώστε να μπορεί η κυβέρνηση να δρέψει τα πολιτικά οφέλη των αλλαγών.

2. Μια δεύτερη και αρκετά δημοφιλής θεωρία στην πολιτική ανάλυση των μεταρρυθμίσεων είναι η λεγόμενη «αλλαγή καθεστώτος», σύμφωνα με την οποία παραδοσιακές πρακτικές ανατρέπονται από μια νέα τάξη πολιτικών πραγμάτων, όπως είδαμε να συμβαίνει τη δεκαετία του 1990 στις κοινωνίες της Ανατολικής Ευρώπης με την κατάρρευση του κομμουνισμού και στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 1980 με την κατάρρευση των στρατιωτικών δικτατοριών.

Σε αυτές τις περιπτώσεις η ατζέντα των μεταρρυθμίσεων εισβάλλει ορμητικά στο πολιτικό προσκήνιο με ηγεμονικά χαρακτηριστικά και η κοινή γνώμη είναι εξαιρετικά ευεπίφορη στην υιοθέτηση και υλοποίησή τους.

3. Τέλος, μια τρίτη προσέγγιση των μεταρρυθμίσεων είναι ο λεγόμενος «εξωτερικός καταναγκασμός», σύμφωνα με τον οποίο μια χώρα που θέλει να συμμετάσχει σε μια υπερεθνική οντότητα ή να δεχθεί την υποστήριξη ενός παγκόσμιου οργανισμού, όπως π.χ. του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, υποχρεούται να φέρει σε πέρας μια σειρά μεταρρυθμίσεις έτσι ώστε να διευκολύνει την ένταξή της και να διορθώσει τα κακώς κείμενα.

Η Ελλάδα βρίσκεται πλησιέστερα σε αυτή τη θεωρία αν θέλουμε να ερμηνεύσουμε την άνιση πρόοδο των μεταρρυθμίσεων, οι περισσότερες εκ των οποίων συνέβησαν μερικά χρόνια πριν και μερικά χρόνια μετά την ένταξη της χώρας μας στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση.

Χρειάστηκαν επανειλημμένες εκλογικές αναμετρήσεις και αρκετές αναθεωρήσεις του Προγράμματος Σύγκλισης ώστε να επιταχυνθούν οι μεταρρυθμίσεις σε κρίσιμους τομείς και τελικώς να οδηγήσουν τη χώρα μας στην ΟΝΕ. Υπήρχαν όμως δύο στοιχεία που έκαναν τις μεταρρυθμίσεις πιο εφικτές: το ένα ήταν ο απόλυτα δεσμευτικός χρονικός ορίζοντας του 2000 που είχε τεθεί ως απώτατη προθεσμία εκπλήρωσης των κριτηρίων, διαφορετικά η Ελλάδα θα έπρεπε να περιμένει την ένταξή της σε ένα απροσδιόριστο μελλοντικό στάδιο.

Το δεύτερο ήταν οι πόροι του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης που χρηματοδότησαν σημαντικό μέρος της αναπτυξιακής προσπάθειας, αλλά ταυτόχρονα είχαν και ως δέσμευση τη διαπίστωση προόδου στα κριτήρια σύγκλισης.

Αργά ή γρήγορα η Ελλάδα θα αναγκαστεί και πάλι να προσφύγει σε μια «ευρωπαϊκή προσταγή» υποχρεωτικών μεταρρυθμίσεων που θα σπεύσει φυσικά να δεχθεί με «ευμενή αγανάκτηση», το απαραίτητο πλέον εθνικό αξεσουάρ για την αποδοχή του αναπόφευκτου.

Ο κ. Ν. Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός.