Ακριβώς τη στιγμή που απαιτούνται δραστικές πρωτοβουλίες, δυναμικά κοινωνικά ρεύματα και δημιουργικός πολιτικός λόγος, κυριαρχεί στο πολιτικό σύστημα η λογική του «ώριμου φρούτου». Το ΠαΣοΚ περιμένει την (νομοτελειακή) πτώση της κυβέρνησης. Οι δελφίνοι της Νέας Δημοκρατίας περιμένουν την πτώση του κ. Καραμανλή. Τα μικρά κόμματα περιμένουν την πτώση του δικομματισμού. Κάποιοι ανόητοι «επαναστάτες» περιμένουνεδώ και 35 χρόνια- την πτώση του κοινοβουλευτισμού. Η δε κοινωνία, απογοητευμένη, μάλλον δεν περιμένει τίποτα πλέον. Αυτό είναι και το πιο επικίνδυνο. Διότι ο κυνισμός, η αναμονή και η απάθεια ποτέ δεν ήταν φορείς προόδου και εκσυγχρονισμού, σε αντίθεση με την ελπίδα, την προσπάθεια και το σχέδιο.

Οι πολιτικοί μας ηγέτες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δείχνουν να έχουν «βολευτεί» σε ένα τέλμα απραξίας, σκανδαλολογίας και ύβρεως. Η κατάληξη αυτής της καθοδικής πορείας μπορεί να είναι ένα δραματικό γεγονός στο προσεχές διάστημα το οποίο θα αναδείξει την πραγματική διάσταση της κρίσης, είτε λόγω δημοσίου χρέους είτε λόγω ανομίας και κοινωνικής αποσύνθεσης. Υπάρχει, ωστόσο, κάτι χειρότερο από την απότομη πρόσκρουση, η οποία ίσως να ενεργοποιούσε το ένστικτο αυτοσυντήρησης της κοινωνίας. Το πραγματικά εφιαλτικό σενάριο είναι η αόριστη, αλλά σταδιακή και εκτεταμένη απαξίωση της δημόσιας και δημοκρατικής πολιτικής ως όχημα αλλαγής- μία κατάσταση των πραγμάτων στην οποία η κρίση μονιμοποιείται και θεσμοποιείται σε τέτοιον βαθμό ώστε ο πολίτης να μην πιστεύει ότι υπάρχει ομαλή διέξοδος, ανοίγοντας τον δρόμο σε αυτόκλητους σωτήρες.

Οι τεράστιες κοινωνικές, οικονομικές και θεσμικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα απαιτούν σχέδιο, δραστικά μέτρα και ισχυρή ηγεσία. Ωστόσο τείνουμε προς μία κατάσταση στην οποία όλα αυτά τα θέματα έπονται ενός ακόμη πιο ουσιαστικού προβλήματος που βρίσκεται στην πολιτική ψυχολογία. Μετά τα επιτεύγματα της ΟΝΕ και των Ολυμπιακών Αγώνων η κοινωνία χάνει συνεχώς την αυτοπεποίθησή της με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην πιστεύει πλέον ότι μπορεί να πετύχει τους στόχους της, αλλά να μη θέτει καν στόχους. Το πρώτο βήμα αντιμετώπισης της πολυπαραγοντικής αυτής κρίσης δεν μπορεί παρά να είναι η αποκατάσταση της ελπίδας, ακόμα και αν αυτό γίνει σε (βραχυπρόθεσμο) κόστος της πλήρους κάθαρσης- η οποία, ούτως ή άλλως, υπό τις παρούσες συνθήκες φαντάζει ως ουτοπία.

Το «Ναι, μπορούμε» του Μπαράκ Ομπάμα δεν ήταν μόνο ένα εκλογικό τέχνασμα και ένα συγχωροχάρτι για τα λάθη του παρελθόντος. Εδωσε το έναυσμα σε μια αποπροσανατολισμένη και απογοητευμένη κοινωνία ώστε να πάρει η ίδια τις τύχες στα χέρια της. Προς το παρόν στην Ελλάδα ζούμε το «Οχι, δεν μπορούμε…». Αυτό ίσως βολεύει κάποιους που επωφελούνται από τις παρούσες συνθήκες. Το κράτος, οι θεσμοί, η αστυνομία, οι δημόσιες υπηρεσίες, οι χώροι της κοινωνίας- από τα πολιτικά κόμματα και τα πανεπιστήμια ως τον κάδο ανακύκλωσης της γειτονιάς μαςείναι ο συλλογικός μας καθρέφτης. Οταν κοιταζόμαστε στον καθρέφτη και αντιπαθούμε αυτό που βλέπουμε, έχουμε τρεις επιλογές: α) να σπάσουμε τον καθρέφτη, β) να στρέψουμε το βλέμμα μας αλλού, γ) να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε αυτά που μας ενοχλούν στον εαυτό μας. Προς το παρόν η ελληνική κοινωνία στρέφει το βλέμμα της μακριά από τον καθρέφτη όσο κάποιοι τον σπάνε ανενόχλητοι. Η απαξίωση, όταν δεν συνδυάζεται με πραγματικά συνειδητή και δημιουργική πράξη, δεν αποτελεί απόρριψη. Η αποχή είναι η πιο αποτελεσματική ανοχή. Η ελπίδα είναι μονόδρομος.

Ο κ. Ρ. Γεροδήμος είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Βournemouth και πρόεδρος του Τομέα Ελληνικής Πολιτικής Επιστήμης της Βρετανικής Εταιρείας Πολιτικών Σπουδών.