Oι μέρες του Πάσχα είναι για πολλούς έλληνες, θρησκευόμενους και μη, περίοδος περισυλλογής και πνευματικών αναζητήσεων. Ετσι, ο προβληματισμός γύρω από το φαινόμενο της αναστοχαστικότητας (reflexivity) είναι και επίκαιρος και χρήσιμος· αν όχι για άλλο λόγο, για να βάλουμε για λίγο σε παρένθεση τα οικονομικά και πολιτικά αδιέξοδα που η παγκόσμια κρίση έχει δημιουργήσει στη χώρα μας.

Ο άνθρωπος, αντίθετα με τα ζώα, έχει τη δυνατότητα με τη χρήση της συμβολικής γλώσσας να στοχάζεται με θέμα τον εαυτό του- δηλαδή, να παίρνει απόσταση απ΄ αυτόν, να τον παρατηρεί, να συνδιαλέγεται μαζί του, να του θέτει στόχους, ν΄ αξιολογεί αν αυτοί οι στόχοι επιτεύχθηκαν κτλ. Αυτού του είδους η εσωτερικότητα/ αναστοχαστικότητα εντείνεται στις νεωτερικές και μετανεωτερικές κοινωνίες. Σε προνεωτερικά πλαίσια, η ατομική συμπεριφορά (σε θέματα όπως η εργασία, ο γάμος, η εκκοινώνιση των παιδιών κτλ.) ρυθμίζονταν λίγο πολύ αυτόματα μέσω τυποποιημένων κανόνων.

Σε μετανεωτερικά κοινωνικά συμφραζόμενα όμως, οι εξωγενείς μηχανισμοί κοινωνικής ρύθμισης εξασθενούν και τα άτομα βρίσκονται αντιμέτωπα με την ανάγκη για επείγουσες επιλογές, οι οποίες αφορούν τη σταδιοδρομία τους, τον τρόπο ζωής τους, τη διατροφή τους, τον αριθμό των παιδιών που θέλουν να αποκτήσουν, το πώς θα τα αναθρέψουν, κ.ά. Κάτω απ΄ αυτές τις συνθήκες, ο «επιλέγων άνθρωπος» (homo optionis), έχοντας να αντιμετωπίσει γεωμετρικά αυξανόμενο αριθμό επιλογών σε όλα τα θεσμικά πεδία, μπορεί είτε να αποφύγει την ακατάπαυστη ανάγκη επιλογών, προσκολλούμενος σε μια «νεκρή», κενή περιεχομένου πια παράδοση, είτε να προχωρήσει, μέσω της δημιουργικής αναστοχαστικότητας, στη συγκρότηση του δικού του τρόπου ζωής.

?Το προσωπικό «σχέδιο ζωής»

CΟRΒΙS/ΑΡΕΙRΟΝ Φλωρεντινή σχολή: «Η ανάσταση του Χριστού»

Στις πρώτες φάσεις της νεωτερικότητας, η ανάδυση αυτού του είδους ατομικής αναστοχαστικότητας δεν ήταν τόσο έκδηλη όσο σήμερα. Αρχικά, τις παραδοσιακές βεβαιότητες τις αντικαθιστούσαν- τουλάχιστον εν μέρει- οι συλλογικές βεβαιότητες (ταξικές, κομματικές, εθνικές), ικανές ως ένα βαθμό να εξασφαλίσουν εξωγενείς ως προς το άτομο μηχανισμούς διαμόρφωσης ταυτότητας. Στην εποχή της όψιμης νεωτερικότητας όμως οι ενδιάμεσες αυτές καταστάσεις περιθωριοποιήθηκαν, λόγω των γοργών ρυθμών παγκοσμιοποίησης. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, το άτομο έχει να επιλέξει είτε τη φυγή από την πραγματικότητα (μέσω του καταναλωτισμού, των ουσιών, της τυφλής προσκόλλησης σε φονταμενταλιστικές συνταγές) είτε, μέσω της ατομικής αναστοχαστικότητας, την επιλογή μέσων και σκοπών για την ενεργό συγκρότηση του προσωπικού «σχεδίου ζωής».

Οι περισσότεροι κοινωνικοί επιστήμονες αντιλαμβάνονται την ατομική αναστοχαστικότητα κατά ένα δυτικοκεντρικό, μονομερή τρόπο. Η σχέση του αναστοχαζόμενου υποκειμένου με τον εσωτερικό του κόσμο εννοιολογείται λογοκεντρικά και εργαλειακά. Το άτομο, στην προσπάθειά του να επιλέξει αναστοχαστικά και ορθολογικά τους στόχους του και τα μέσα για την επίτευξή τους, εμφανίζεται μονίμως καθηλωμένο σ΄ ένα πλέγμα μέσων και σκοπών. Ανεξάρτητα αν ο σκοπός είναι να γίνει κανείς πλούσιος, να αποκτήσει φίλους ή να ενισχύσει το σεξαπίλ του, ο τρόπος με τον οποίο επιλέγονται τόσο οι σκοποί όσο και τα μέσα αποκλείει λιγότερο εργαλειακούς, πιο αυθόρμητους τρόπους ύπαρξης στο μεταπαραδοσιακό κοινωνικό γίγνεσθαι. Με άλλα λόγια, εφόσον η επιλογή των στόχων και των κατάλληλων μέσων για την επίτευξή τους δεν είναι πια δεδομένη ούτε διευκολύνεται από παραδοσιακούς κώδικες, υποτίθεται ότι η μόνη εναλλακτική λύση στον εξαναγκασμό είναι μια υπερενεργητική, «εγκεφαλική», καταφατική αναστοχαστικότητα που στοχεύει στην «κατασκευή της βιογραφίας» του υποκειμένου (Α. Giddens, U. Βeck).

?Η τυραννία των επιλογών
Το ερώτημα που τίθεται, με βάση τα παραπάνω, είναι το εξής: Είναι άραγε δυνατόν να υπάρξει μη εξαναγκαστική στάση που, αντί να επιδιώκει μέσω ορθολογικών επιλογών να συγκροτήσει τρόπους ζωής, να αφήνει ανοιχτό το πεδίο για πιο έμμεσους, πιο αυθόρμητους προσανατολισμούς; Θα μπορούσε άραγε η αναστοχαστικά κατακτημένη ατομική ελευθερία και αυτονομία σε μεταπαραδοσιακές συνθήκες να συνεπάγεται την ικανότητα (στην οποία αναφέρονται ο Simmel και ο Ηeidegger) να απαλλαγεί κανείς από την «τυραννία των επιλογών», από την ανάγκη μιας επιδίωξης στόχων βασισμένης σε υπολογισμούς, σχεδιασμούς και εγκεφαλικές διεργασίες; Θα μπορούσε άραγε αυτή να συνεπάγεται την υπέρβαση της ατέρμονης ορθολογικής στοχοθεσίας, η εκπλήρωση της οποίας οδηγεί σε νέους στόχους ad infinitum; Θα μπορούσε, τέλος, να είναι κανείς βαθιά αναστοχαστικός χωρίς να εγκλωβίζεται σε μια ατέρμονη διαδικασία λήψης αποφάσεων, βασισμένης στη σχέση μέσων και σκοπών;

Για να απαντήσει σ΄ αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει κανείς να εξετάσει πρώτα απ΄ όλα μια μορφή αναστοχαστικότητας που συναντάμε στις θρησκευτικές μυστικιστικές παραδόσεις της Ανατολής και της Δύσης. Για να περιοριστούμε στη χριστιανική παράδοση, η Ορθοδοξία (περισσότερο απ΄ ό,τι ο Καθολικισμός ή ο Προτεσταντισμός) τονίζει την αδυναμία να έρθει κανείς σε επαφή με το θείο μέσω του ορθολογισμού και της νοητικής διεργασίας. Υποστηρίζει ότι όσο περισσότερο επιχειρεί κανείς να προσεγγίσει τον Θεό λογοκεντρικά τόσο πιο ανέφικτος γίνεται ο στόχος του. Ο ορθός λόγος μπορεί να βοηθήσει μόνο μέσω της συνειδητοποίησης και της άρσης των εμποδίων που αποτρέπουν το «άνοιγμα» της ψυχής στη θεία χάρη. Η αποφατική αυτή προσέγγιση επιδιώκει να αποκαθάρει τον πιστό, ώστε να γίνει «κενό δοχείο», έτοιμο να δεχτεί τη θεία φώτιση. Ο ρόλος των υπολογισμών και των σχέσεων μέσων- σκοπού περιορίζεται, επομένως, στην άρση των εμποδίων· η προσέγγιση του θείου συντελείται σε περιβάλλον από το οποίο απουσιάζει κάθε είδους εργαλειακός υπολογισμός και κάθε είδους εγκεφαλική προσέγγιση. Στον ορθόδοξο χριστιανισμό η αποφατική θεολογία έχει μακρά ιστορία. Στην Υστερη Βυζαντινή Πε ρίοδο συνδέεται με τον Ησυχασμό, ένα πνευματικό κίνημα του οποίου κύριος εκφραστής ήταν ο Γρηγόριος Παλαμάς. Στη δυτική θεολογία η λεγόμενη via negativa δεν ταυτίζεται, αλλά είναι πολύ κοντά στον ορθόδοξο αποφατισμό (για διαφορές μεταξύ τους βλ. Μ. Μπέγζος 1996).

?Οι δύο όψεις του αποφατισμού
Ωστόσο, η αποφατική οδός μπορεί να πάρει και μη θρησκευτικές μορφές, μορφές οι οποίες μεταθέτουν το βάρος από τη σχέση «εγώ- θεότητα» στη σχέση «εγώ- εγώ» ή «εγώ – άλλος». Για παράδειγμα, ο κύριος όγκος της ψυχαναλυτικής παράδοσης βασίζεται στην ιδέα ότι ο ρόλος του ψυχαναλυτή δεν είναι να θέσει νέους στόχους στον αναλυόμενο, να τον βοηθήσει άμεσα ώστε να λύσει τα ηθικά ή πρακτικά προβλήματα της καθημερινής ζωής. Ο ρόλος του ψυχαναλυτή έγκειται στο να βοηθήσει τον αναλυόμενο να συνειδητοποιήσει τους ποικίλους καταπιεστικούς ή/ και αμυντικούς μηχανισμούς οι οποίοι καταστρέφουν ή διαβρώνουν τη ζωή του. Από τη στιγμή που ο αναλυόμενος αποκτά συνείδηση και άμεση εμπειρία των μηχανισμών αυτών, τα μέσα και οι σκοποί που ταιριάζουν στην περίπτωσή του αναδύονται αποφατικά, χωρίς την άμεση παρέμβαση του αναλυτή.

Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο στην περίπτωση της αυτοψυχανάλυσης, μεθόδου που χρησιμοποιούσε ο ίδιος ο Φρόιντ. Στόχος της αυτοψυχανάλυσης είναι να αρθούν, μέσω της αυτοσυνείδησης, εμπόδια όπως οι καταναγκασμοί και οι μηχανισμοί άμυνας, έτσι που το «δέον γενέσθαι» να μην προκύπτει ορθολογικά, αλλά να αναδύεται αυθόρμητα. Ονομάζω αυτή τη μορφή αναστοχαστικότητας αποφατική, σε αντιδιαστολή με την καταφατική αναστοχαστικότητα που βλέπουμε για παράδειγμα στις θεραπείες που συνδέονται με τη γνωσιακή ψυχολογία.

Και κλείνω μ΄ ένα παράδειγμα που εντάσσεται μεταξύ του θρησκευτικού και του κοσμικού αποφατισμού. Οι διάφορες πρακτικές διαλογισμού που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τον ινδουισμό και τον βουδισμό (όπως η γιόγκα, το ζεν κτλ.) προσπαθούν με αποφατικό τρόπο να «ησυχάσουν τον νου», να δημιουργήσουν ένα χώρο όπου οι σκέψεις, οι εγκεφαλικές διεργασίες περιθωριοποιούνται- κάτι που οδηγεί στην ηρεμία και στο ευ ζην. Τέτοιες πρακτικές μπορεί να συνδέονται με τη θρησκευτικότητα και την πίστη στον Θεό – αλλά μπορεί και όχι. Ιδίως στις δυτικές μετανεωτερικές κοινωνίες, πρακτικές όπως η γιόγκα διαδίδονται ραγδαίως, αποσυνδεμένες από το αρχικό θρησκευτικό τους πλαίσιο.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι οι εσωτερικές διαδικασίες του εαυτού ενέχουν πάντα και αποφατικά και καταφατικά στοιχεία- σε διάφορους συνδυασμούς. Σε μερικά πλαίσια ή πολιτισμικές παραδόσεις το καταφατικό υπερισχύει, ενώ σ΄ άλλες συμβαίνει το αντίθετο. Συμπερασματικά, είτε είναι κανείς θρησκευόμενος είτε όχι, οι ημέρες που έρχονται είναι μια ευκαιρία να προσπαθήσει να αναστοχαστεί αποφατικά, δηλαδή να έρθει σ΄ επαφή με τον εσωτερικό του κόσμο κατά ένα σιωπηλό μη εγκεφαλικό τρόποέστω και για λίγο.

Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Εconomics.