Στις όχθες του Ρήνου και στην Πράγα, το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) θα «υποκλιθούν» στον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ. Θα τραβηχτούν ωραίες φωτογραφίες και θα δοθούν μακροσκελείς ομιλίες για το μέλλον της διατλαντικής σχέσης- με άλλα λόγια, «business as usual».

Πριν από τις Συνόδους του Στρασβούργου και της Πράγας, όμως, οι διατλαντικές σχέσεις δοκιμάζoνται στη Σύνοδο Κορυφής του G20 στο Λονδίνο. Η εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα υποτίθεται ότι θα βελτίωνε τα πάντα- ή έτσι ήλπιζαν πολλοί. Η απόκλιση της οκταετίας του Τζορτζ Μπους υποτίθεται ότι θα σταματούσε, οδηγώντας ίσως σε επαναπροσέγγιση. Η ελπίδα αυτή ξεθωριάζει καθώς η παγκόσμια οικονομική κρίση υπογραμμίζει τις διαφορές μεταξύ Αμερικής και Ευρώπης.

Εννοείται ότι στο τέλος της Συνόδου του Λονδίνου οι συγκεντρωμένοι ηγέτες θα συμφωνήσουν σε ένα κοινό ανακοινωθέν, διότι κανείς τους δεν αντέχει το βάρος μιας αποτυχίας. Αλλά οι διαφορές θα παραμείνουν. Οι ΗΠΑ θέλουν να λύσουν το παγκόσμιο πρόβλημα προχωρώντας σε σημαντικά μεγαλύτερη πιστωτική στήριξη, την οποία η Ευρώπη αρνείται να καταβάλει, προτιμώντας να αφοσιωθεί στη μεταρρύθμιση των ελεγκτικών μηχανισμών του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Στο τέλος κάποια συμβιβαστική διατύπωση θα βρεθεί, ώστε και οι δύο απόψεις να περιληφθούν στο ανακοινωθέν τους. Τότε τα ΜΜΕ θα επαινέσουν τις κυβερνήσεις για το «θάρρος» και τη «θετική διάθεση» που επέδειξαν, και θα ονομάσουν το αποτέλεσμα «νίκη στα σημεία». Αυτό, όμως, που θα μπει στο περιθώριο θα είναι η ευκαιρία μιας δυναμικής, παγκόσμιας αντίδρασης στη χειρότερη κρίση από το 1929. Δεν υπάρχει η κατάλληλη ηγεσία για μια τέτοια μάχη.

Ο κύριος λόγος πίσω από το νέο επεισόδιο της διατλαντικής απόκλισης είναι ότι η κρίση βιώνεται διαφορετικά. Η Αμερική φοβάται τον αποπληθωρισμό, ενώ η Ευρώπη- καθοδηγούμενη από τη Γερμανία, τη μεγαλύτερη οικονομία της- φοβάται τα υψηλά δημόσια χρέη και τον πληθωρισμό. Οι ΗΠΑ έχουν κάνει μια πλήρη μεταβολή, ιδεολογικά και πρακτικά, βασιζόμενες στον Κέινς και στην αντιμετώπιση της περαιτέρω καθίζησης με μαζική στήριξη της καταναλωτικής ζήτησης που όμως στηρίζεται σε νέα χρέη. Αν και προωθούν σχέδια ανάκαμψης σε εθνικό επίπεδο, οι Ευρωπαίοι παραμένουν απρόθυμοι να πάρουν αντίστοιχα ρίσκα, φοβούμενοι τα μελλοντικά ελλείμματα. Επίσης πιστεύουν ότι το ευρωπαϊκό κράτος πρόνοιας θα «μαλακώσει», τουλάχιστον για ένα διάστημα, τον αντίκτυπο του οικονομικού κραχ.

Η πολιτική τακτική παίζει και αυτή τον ρόλο της. Ο Ομπάμα εξελέγη για τέσσερα χρόνια και η πολιτική του μοίρα θα εξαρτηθεί από το αν θα μπορέσει να επιτύχει την οικονομική ανάκαμψη. Δεν του επιτρέπεται να δείξει δισταγμό, αφού κάτι τέτοιο θα είχε βαθιές και ανεπανόρθωτες επιπτώσεις για τον ίδιον. Στην Ευρώπη, όμως, οι ηγέτες αντιμετωπίζουν πολύ διαφορετικές προτεραιότητες.

Ο βρετανός πρωθυπουργός Γκόρντον Μπράουν βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση. Το οικονομικό κραχ στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι τουλάχιστον εξίσου σοβαρό με το αντίστοιχο των ΗΠΑ, υποχρεώνοντας την κυβέρνηση να βασιστεί σχεδόν αποκλειστικά στις δαπάνες- και στα ελλείμματα που δημιουργούν- για να αποφευχθεί μια πλήρης διάλυση του χρηματοοικονομικού συστήματος. Ο Μπράουν δεν έχει πολλές επιλογές και η κρίση βέβαιον είναι ότι θα βαθύνει κι άλλο. Μόνο ένα θαύμα μπορεί να τον σώσει.

Το κακό πεπρωμένο του Μπράουν επηρεάζει ευρέως τόσο τη Γερμανία όσο και τη Γαλλία, καθώς ο γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί και η γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ δεν επιθυμούν να παίξουν στα ζάρια το πολιτικό τους μέλλον. Η Μέρκελ παίζει τον κεντρικό ρόλο της καθοδήγησης των ευρωπαϊκών θέσεων όχι μόνο λόγω του μεγέθους της γερμανικής οικονομίας, αλλά και λόγω της επιθυμίας της να επανεκλεγεί τον Σεπτέμβριο.

Το αποτέλεσμα των εκλογών παραμένει αβέβαιο και η Μέρκελ είναι ήδη σε αρκετά δυσάρεστη θέση, η οποία όμως μπορεί να εξελιχθεί σε πανωλεθρία. Αν η καγκελάριος επιλέξει τον «αγγλοσαξωνικό» δρόμο των υψηλών ελλειμμάτων, θα χάσει την υποστήριξη που της έχει απομείνει στη χώρα, και η οποία μειώνεται ήδη από τα κακά οικονομικά δεδομένα. Αν όμως δεν το πράξει και τα ποσοστά της ανεργίας «εκραγούν» στις αρχές του καλοκαιριού, μαζί με μερικά «κανόνια» από γνωστές γερμανικές επιχειρήσεις, τότε η κυρία Μέρκελ θα φανεί αναποφάσιστη και αδρανής, επιτρέποντας στους Σοσιαλδημοκράτες να «αρπάξουν» την εξουσία.

Το αν οι εκλογές θα κριθούν με κυρίαρχο θέμα την ανεργία ή το δημόσιο χρέος μένει να φανεί. Η Μέρκελ, όμως, θα κάνει τα πάντα για να φανεί ότι δεν δεσμεύει τις δυνάμεις της πρόωρα- και δεν γίνεται πιο πρόωρα από τη Σύνοδο του Λονδίνου. Αυτού του είδους ο πολιτικά θεμιτός αλλά και κάπως στενόμυαλος τρόπος σκέψης έχει σοβαρές επιπτώσεις. Η διαμάχη μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής εμποδίζει τη συντονισμένη δράση των δύο μεγαλύτερων δυτικών οικονομιών, αποδυναμώνοντας συνολικά τη Δύση. Επιπροσθέτως οδηγεί τις ΗΠΑ μακριά από την Ευρώπη και πιο κοντά στην Κίνα. Αυτό θα υπονομεύσει τη διατλαντική σχέση ακόμη περισσότερο, ενισχύοντας τον ρόλο της Κίνας στην παγκόσμια διαχείριση της κρίσης, και πιθανότατα διασφαλίζοντας ότι η Κίνα θα βγει η πιο «κερδισμένη» δύναμη από την κρίση.

Ο κόσμος θα έχει αλλάξει ωσότου να τελειώσει η διεθνής οικονομική κρίση και τότε οι Ευρωπαίοι δεν θα είναι σε θέση για παράπονα. Ο κόσμος θα είναι πιο πολύ επικεντρωμένος στον Ειρηνικό και λιγότερο «ατλαντικός»- και ο νέος κυρίαρχος άξονας της διεθνούς πολιτικής θα είναι σινοαμερικανικός. Μυστικά, το Βερολίνο, το Παρίσι και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες φαίνεται να ελπίζουν ότι ο Ομπάμα με κάποιον τρόπο θα τα καταφέρει να δώσει λύση. Αν πετύχει να γίνει ένας «σούπερ Κέινς», θα σώσει και τους υπολοίπους. Αν αποτύχει, όλοι θα ευχαριστήσουν τον Θεό που δεν τον ακολούθησαν. Και οι δύο αυτές εκδοχές, όμως, είναι εξίσου επικίνδυνες για τα ζωτικά συμφέροντα της Ευρώπης. Αν η Ευρώπη νομίζει ότι ο ρόλος της σε αυτή την κρίση, η οποία κάλλιστα μπορεί να εξελιχθεί σε μια μακρόχρονη ύφεση, είναι αυτός του «λαθρεπιβάτη», τότε θα της συμπεριφερθούν αναλόγως στο μέλλον.

Ο κ. Γιόσκα Φίσερ, κορυφαίο στέλεχος του γερμανικού Κόμματος των Πρασίνων, διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών και αντικαγκελάριος το διάστημα 1998-2005.