O κ. Καραμανλής επρόκειτο να συναντηθεί με τον πρόεδρο Ομπάμα στις 24 Μαρτίου, για να συνεορτάσουν την εθνική μας επέτειο. Για τον μεν κ. Ομπάμα θα ήταν μια ευκαιρία προς άγραν ελληνοαμερικανικών ψήφων, για τον δε κ. Καραμανλή μια αφορμή να τον θαυμάσουν οι έλληνες εκλογείς δίπλα στον θρυλικό αμερικανό πρόεδρο. Λέγεται ότι το ταξίδι αυτό πολύ το επιθυμούσε ο έλληνας πρωθυπουργός, και η υπουργός Εξωτερικών μας ανέλαβε να του το οργανώσει μετά τη δική της πολυδιαφημισμένη επίσκεψη.

Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον κ. Καραμανλή για αυτή την επιθυμία του. Εκπροσωπώντας μια μικρή χώρα αντιμέτωπη με εξωτερικές και εσωτερικές θύελλες και έχοντας δεχτεί σοβαρές αντιδράσεις από τον σημαντικότερο «σύμμαχό» του, ο οποίος θεωρεί ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική παρουσιάζει σημάδια ανεξαρτησίας, η προσπάθεια κάποιας προσέγγισης ήταν οπωσδήποτε δικαιολογημένη. Πέραν τούτου, ο κ. Καραμανλής ήλπιζε, όπως και πολλοί Ελληνες, ότι η νέα αμερικανική κυβέρνηση θα αποδεικνυόταν διαφορετική από την προηγούμενη. Πολλοί λίγοι, ανάμεσα στους οποίους και ο γράφων, είναι αυτοί που επιμένουν ότι οι ως τώρα αλλαγές στην αμερικανική εξωτερική πολιτική είναι απλώς φραστικές. Ο γράφων πιστεύει επίσης ότι οι Αμερικανοί εκλαμβάνουν τη φιλία ως υποταγή και τις εξωτερικές σχέσεις τους ως στηριζόμενες στο συμφέρον και όχι στο συναίσθημα. Οι άνθρωποι όμως που «πλέουν σε πελάγη ευτυχίας» δεν θέλουν να ακούν κακά μαντάτα. Είναι πιο ρομαντικό να παραμένεις στα σύννεφα, παρά να βιώνεις την αθλιότητα του πραγματικού κόσμου.

Παραδόξως, το προαίσθημα του στοχαστή βγήκε πιο σωστό από τις ελπίδες που έτρεφε η κυβέρνηση. Η συνάντηση πρέπει να περιμένει ως τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ, οπότε θα είναι πια δύσκολο για τους Αμερικανούς να αρνηθούν στον Πρωθυπουργό μας μια χειραψία, έστω, προ του φακού.

Αποτιμώντας τον συνομιλητή
Η επιθυμητή πλην όμως απραγματοποίητη συνάντηση στέρησε από τον έλληνα πρωθυπουργό την ευκαιρία να αρχίσει να καταλαβαίνει τον τρόπο σκέψης του Ομπάμα.

Αποτιμώντας τον Ομπάμα, ο κ. Καραμανλής θα αποκτούσε προσωπική αντίληψη για τον αμερικανό πρόεδρο, καθώς και τη δυνατότητα να τον συγκρίνει με τον κ. Πούτιν, τον οποίο έχει ήδη συναντήσει αρκετές φορές. Αυτή η σύγκριση θα του έδινε την ευκαιρία να εκτιμήσει ποιος από τους δύο μπορεί να αποδειχθεί πιο χρήσιμος για την Ελλάδα, αλλά και πώς θα μπορούσε η χώρα μας να διατηρήσει καλές σχέσεις και με τους δύο.

Βεβαίως, οι ενημερώσεις που εν όψει της συνάντησης πρέπει να έλαβε ο κ. Καραμανλής από την υπουργό του θα του φανούν χρήσιμες. Στην πολιτική, όμως, όσο καλές και αν είναι οι σχέσεις δύο συναδέλφων, τίποτε δεν υποκαθιστά την άμεση προσωπική αξιολόγηση του εκάστοτε φίλου ή αντιπάλου.

Επιπλέον, πεπειραμένος καθώς είναι στην πολιτική, ο κ. Καραμανλής θα γνώριζε ήδη τους κινδύνους της ακούσιας αλλοίωσης των πληροφοριών που θα του έδιναν οι σύμβουλοί του. Η ματαιωθείσα συνάντηση σημαίνει ότι η προσωπική του αξιολόγηση πρέπει τώρα να περιμένει μια ενδεχόμενη συνάντηση στο ΝΑΤΟ, μια συνάντηση όμως που δεν θα του δώσει την ίδια άνεση χρόνου για να κάνει καλά τη δουλειά του, αλλά ούτε και το ίδιο κύρος προς εσωτερική κατανάλωση. Πρέπει, λοιπόν, το προκαταρκτικό αυτό υλικό να το αξιολογήσει μόνος του κάποια άλλη στιγμή. Αρα, επί του παρόντος, το μόνο που του μένει είναι η δικαιολογημένη απογοήτευση.

Η απραγματοποίητη συνάντηση αποδείχτηκε, ωστόσο, ότι ήταν κάτι περισσότερο από την αποτυχία που υποδηλώνουν οι προηγούμενες παράγραφοι. Θα μπορούσαν να παρατεθούν διάφοροι λόγοι για αυτό. Αν μπαίνω στον κόπο να τους αναφέρω, είναι επειδή φανερώνουν, σε εμένα τουλάχιστον, ότι οι προσδοκίες από την πρώτη συνάντηση με την κυρία Κλίντον ήταν εξωπραγματικά μεγάλες.

Ακόμη και οι έμπειροι πολιτικοί σκέφτονται ίσως μερικές φορές ότι θα βρουν μπροστά τους ό,τι ακριβώς οι ίδιοι ελπίζουν πως θα βρουν. Σπανίως, εντούτοις, παρατηρείται στη διπλωματία αυτή η σύμπτωση ιδεώδους και πραγματικού. Στη διπλωματία και στον πόλεμο, αυτό που συμβαίνει πιο συχνά είναι το απροσδόκητο.

Ετσι, η Αμερική δεν έχει ξεχάσει (ούτε έχει συγχωρέσει) το γεγονός ότι ο κ. Καραμανλής έχει ακολουθήσει σχετικά ανεξάρτητη πολιτική στις συνδιαλλαγές του με τη Ρωσία. Επίσης, δεν μπορεί να συγχωρέσει τη θαρραλέα άρνησή του να δεχτεί το Σχέδιο Αναν. Και, αναμφίβολα, κάποιοι αμερικανοί αξιωματούχοι θα θυμούνται ακόμη την υποδοχή που επεφύλαξαν οι Ελληνες στον Κλίντον το 1999. Οι Αμερικανοί γνωρίζουν πολύ καλά τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει σήμερα ο κ. Καραμανλής και ενδέχεται να θεωρούν την πολιτική του «καμένο χαρτί». Φοβούνται επίσης τις εντεινόμενες κοινωνικές αναταραχές και την αναζωπύρωση της τρομοκρατίας. Προπάντων, όμως, πιστεύουν ότι η Τουρκία τούς προσφέρει πολλά πλεονεκτήματα, γεωπολιτικά και συμβολικά (π.χ., τη θετική δημοσιότητα της πρώτης επίσκεψης του προέδρου σε μια μουσουλμανική χώρα με στενές σχέσεις με τη Συρία και το Ισραήλ). Ηταν αναμενόμενο πλην όμως προσβλητικό από την πλευρά των Αμερικανών να επιλέξουν την Τουρκία και να αγνοήσουν την Ελλάδα.

Θα μπορούσε άραγε να έχει αποφύγει αυτούς τους σκοπέλους ο κ. Καραμανλής; Ειλικρινά, δεν το νομίζω.

Η μόνη εναλλακτική οδός είναι η πρωτότυπη αντίδραση. Κάνε κάτι διαφορετικό· αιφνιδίασε τον φίλο ή τον εχθρό σου· μη σέρνεσαι στα πόδια του, αλλά ύψωσε περήφανα το ανάστημά σου απέναντί του· δείξε πως αν η Τουρκία μπορεί να παίζει σε διάφορα ταμπλό, το ίδιο μπορείς να κάνεις και εσύ.

Επιθετική πολιτική
Πράγματι, εδώ και πολύ καιρό, η Ελλάδα διατηρεί καλές σχέσεις με τον αραβικό κόσμο. Επί μακρόν θεωρείται επίσης ότι διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στα Βαλκάνια. Μπορεί, επιπλέον, να προσεγγίσει τη Ρωσία ακόμη περισσότερο από ό,τι την έχει ήδη προσεγγίσει ο κ. Καραμανλής, και να της δείξει ότι μπορεί να της φανεί χρήσιμη εφόσον φανεί και αυτή χρήσιμη σε εμάς. Αν αυτά τα ατού υπάρχουν ακόμη, ο Πρωθυπουργός θα μπορούσε να τα αξιοποιήσει. Αν όμως έχουν αποδυναμωθεί λόγω αχρησίας, τότε το φταίξιμο θα πρέπει να αναζητηθεί αλλού. Εννοείται πως μια τέτοια μεταβολή θα τρόμαζε κατ΄ αρχάς τους Αμερικανούς- θα μπορούσε ακόμη και να τους ωθήσει να ενισχύσουν την τακτική υπονόμευσης της σημερινής κυβέρνησης. Ας είμαστε όμως ειλικρινείς. Επί του παρόντος, ο κ. Καραμανλής δεν βρίσκεται στο απόγειο της δημοτικότητάς του και η κατάσταση στη χώρα μας είναι πραγματικά θλιβερή. Υπ΄ αυτές τις συνθήκες, γιατί ο κ. Καραμανλής να μην πάρει το ρίσκο ή, καλύτερα, ένα υπολογισμένο ρίσκο; Δεν είναι τάχα προτιμότερο να πέσεις στη μάχη παρά να αργοσβήνεις άρρωστος στο κρεβάτι;

Ετσι, σκόπιμο θα ήταν να πλησιάσει τον λαό του και να του πει τα πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζει. Να του υπενθυμίσει ότι, ενίοτε, η Αμερική χρησιμοποιεί τη χώρα μας και κάποιους πολιτικούς για να προωθήσει τα συμφέροντά της και όχι τις εθνικές υποθέσεις μας. Να πει επίσης στον λαό ότι τα μαύρα σύννεφα μαζεύονται και ότι χρειαζόμαστε, αν όχι νέους, πάντως περισσότερους υποστηρικτές. Κοντολογίς, ενώ οι πάντες διαγκωνίζονται για το ποιος θα αποτίσει φόρο τιμής στην Ουάσινγκτον, γιατί εμείς να μην πάμε στη Μόσχα;

Η ιστορία δείχνει ότι οι σπουδαίοι ηγέτες υπήρξαν σπουδαίοι επειδή σε στιγμές κρίσης δεν έκαναν ό,τι τους υποδείκνυαν οι σύμβουλοί τους. Ο Θεμιστοκλής ήταν πρόθυμος να «παταχθεί» από τους συναδέλφους του, αρκεί να τον άφηναν να επιλέξει πού θα έκανε τη ναυμαχία του. Ο Σκιπίων μετέφερε τον πόλεμο στην Αφρική παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι συγκλητικοί πρότειναν νέα μάχη επί ιταλικού εδάφους, διακινδυνεύοντας νέες Κάννες. Ο Ερρίκος Δ Δ της Γαλλίας αλλαξοπίστησε και έγινε καθολικός προκειμένου να κερδίσει το Παρίσι και να ενώσει τη χώρα του. Ο Ναπολέων κατατρόπωσε τους Αυστριακούς στο Αούστερλιτς, παρ΄ ότι οι στρατηγοί του τον είχαν συμβουλεύσει να μην πολεμήσει με αυτόν τον αριθμητικά ανώτερο στρατό.

Θα αποδέχονταν οι Ελληνες μια τόσο τολμηρή πολιτική; Οι Ελληνες συνεχώς αλληλοδιαπληκτίζονται και αλληλοϋπονομεύονται. Η ιστορία όμως μας δείχνει ότι σε στιγμές κρίσης στεκόμαστε στο ύψος των περιστάσεων. Θέλω να πιστεύω ότι το θαυμάσιο αυτό χαρακτηριστικό του ελληνικού λαού δεν έχει χαθεί τελείως. Σημαντικό μέρος της Δεξιάς, που αποτελεί και την παράταξη του κ. Καραμανλή, μπορεί να πειστεί ότι η μερική μεταβολή της εξωτερικής μας πολιτικής είναι απαραίτητη για να προστατευθεί η εδαφική μας ακεραιότητα. Οι Βορειοελλαδίτες, υποθέτω, ή μάλλον πιστεύω, ότι ανησυχούν περισσότερο για τις μελλοντικές απειλές μιας επεκτατικής πΓΔΜ παρά για την απώλεια (;) της θέσης του κόλακα των Αμερικανών. Οι κάτοικοι των αιγαιοπελαγίτικων νησιών, που ζουν- ας το παραδεχτούμε- υπό τη συνεχή απειλή της Τουρκίας, θα μπορούσαν να ζουν με πολύ μεγαλύτερη ασφάλεια αν επιτυγχάνετο ένας απροκατάληπτος διακανονισμός με τη Ρωσία, ο οποίος θα προάσπιζε περαιτέρω την ελληνικότητά τους.

Υπάρχει λύση εναλλακτική;
Επιπλέον, οι περισσότεροι αριστεροί ψηφοφόροι σαφώς και δεν θα εναντιώνονταν σε μια τέτοια αλλαγή, δεδομένου μάλιστα ότι ένα σημαντικό τμήμα τους, σχεδόν σε όλη του τη ζωή, πρεσβεύει την αποχώρησή μας από το ΝΑΤΟ (την οποία διόλου δεν συνεπάγεται η πρότασή μου) ή την ΕΕ (την οποία οπωσδήποτε απεύχομαι). Πράγματι, όσο περισσότερο σκέφτομαι την όλη κατάσταση, τόσο περισσότερο φαντάζομαι έναν ρήτορα πολιτικό να γυρίζει απ΄ άκρου εις άκρον τη χώρα, ζητώντας τη στήριξη του λαού.

Ολα αυτά είναι παράτολμα; Αν ναι, ποια είναι τάχα η εναλλακτική λύση; Να μη γίνεται δεκτός στην Ουάσινγκτον ο ηγέτης μας; Να κατηγορείται η υπουργός Εξωτερικών μας ότι είναι υποχείριο στις δολοπλοκίες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής (κάτι το οποίο αρνούμαι κατηγορηματικά να δεχτώ); Να ταπεινώνεται η χώρα μας από τις συνήθεις τουρκικές προκλήσεις και, παρ΄ όλα αυτά, να προωθεί την Τουρκία ως πλήρες μέλος της ΕΕ;

Το θάρρος και η πρωτοτυπία της σκέψης είναι τα στοιχεία που καθιστούν τους πολιτικούς πραγματικούς ηγέτες. Και η κατάσταση στην Ελλάδα- από οικονομική, πολιτική και ηθική άποψη- είναι τόσο χαώδης ώστε αποτελεί αδήριτη ανάγκη η δραστική παρουσία ενός ηγέτη. Ο κ. Καραμανλής θα άλλαζε άρδην αυτό το κλίμα, ακόμη και την πολιτική τύχη του κόμματός του, αν μπορούσε να βγει από τη σημερινή αναποφασιστικότητά του. Μπορεί όμως; Ο χρόνος θα το δείξει. Το τι ακριβώς θα πράξει ο κ. Καραμανλής θα καθορίσει τη μοίρα της χώρας του. Ας ελπίσουμε ότι αυτή η αγωνιώδης ιστορία για «το ταξίδι που δεν έγινε ποτέ» θα έχει αίσιο τέλος. Οσοι αγαπούν τη χώρα τους πρέπει όχι απλώς να ελπίζουν, αλλά και να γρηγορούν.

Ο κ. Βασίλης Μαρκεζίνης φέρει τον τίτλο τού σερ και είναι τακτικό μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας, αντεπιστέλλον μέλος των Ακαδημιών Αθηνών, Γαλλίας, Ρώμης, Βελγίου, Ολλανδίας και νομικός σύμβουλος (επί τιμή) της βασίλισσας της Αγγλίας.