Επιβαίνοντες σε «γρήγορες μηχανές» άνδρες της Αστυνομίας θα επιλαμβάνονται των «δυσάρεστων καταστάσεων» στο κέντρο της Αθήνας αστραπιαία, μόλις το μαθαίνουν. Ετσι ελπίζει η κυβέρνηση ότι δεν θα ξανακάνει μια τρύπα στο νερό στο επόμενο μπαράζ καταστροφών

Ηαντεγκληματική πολιτική τα τελευταία χρόνια έχει λάβει παράδοξη τροπή. Η επίταση των κατασταλτικών μέτρων αντί να αποκλιμακώνει την εγκληματικότητα, τη διαχέει. Η παρανομία σε διάφορες μορφές της έχει καταστεί μέρος της καθημερινότητας και σε αυτήν συμμετέχει και η ίδια η Αστυνομία, μέσω των αυξανομένων περιπτώσεων καταχρηστικής άσκησης της εξουσίας της. Προκαλεί επομένως απορία (το λιγότερο) η εμμονή σε παρόμοιες πολιτικές. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για πολιτική ανοησία ούτε για μικροπολιτικού χαρακτήρα επιλογές αλλά για συγκεκριμένες ιδεολογικές αντιλήψεις. Η ταύτιση της πρόληψης με την καταστολή και η μετατροπή της αντεγκληματικής πολιτικής σε τεχνικό ζήτημα προκύπτει από την επικράτηση πολιτικών που στοχεύουν απλώς στη μείωση των ευκαιριών για τη διάπραξη εγκλημάτων μέσα από την υπεραστυνόμευση του αστικού χώρου, πολιτικών που έχουν άμεσα σχέση με την «αγορά της ασφάλειας» και την αποδιάρθρωση του κράτους ευημερίας. Αυτή είναι η πεμπτουσία του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού.

Υπό αυτήν την οπτική η ανασφάλεια είναι σε μεγάλο βαθμό ζήτημα κοινωνικά κατασκευασμένο. Οι συνέπειες της απήχησης αυτής της τάσης έχουν πρακτικά αλλάξει τη ζωή στα αστικά κέντρα των μεγαλουπόλεων: η σχέση Αστυνομίας- πολιτών χειροτέρευσε καθώς από τη μια μεριά μερίδα πολιτών νιώθει εχθρικά απέναντι στην Αστυνομία που την κακοποιεί συστηματικά (βλ. μετανάστες, νέοι κ.λπ.), ενώ από την άλλη αυξάνεται η απαξία των νοικοκυραίων προς την Αστυνομία εξαιτίας της αδυναμίας της να τους προστατεύσει.

Η εγκληματικότητα φαίνεται να συγκεντρώνεται σε συγκεκριμένους χώρους και περιοχές στον δρόμο και υποβαθμίζεται η έκταση άλλων μορφών εγκληματικότητας. Η στοχευμένη δίωξη και έντονη επιτήρηση συγκεκριμένων περιοχών μεταθέτει σε άλλες περιοχές την εγκληματικότητα τοπικά και μορφολογικά: οι κάμερες έφεραν τις κουκούλες, οι κουκούλες τη δυνατότητα κάλυψης κάτω από αυτές, τη σύγχυση στην Αστυνομία και την κατασκευή ενός ζητήματος ασφάλειας που δεν υπήρχε. Οι συστηματικές διώξεις του λιανικού εμπορίου ναρκωτικών από την πλατεία Ομονοίας και τα Εξάρχεια δημιούργησαν την πολυδιάσπαση και διάχυση της λιανικής αγοράς ναρκωτικών σε όλο το κέντρο της Αθήνας, ενώ άφησαν ανεξέλεγκτους άλλους «χώρους» υπεράνω υποψίας. Η πολιτική νομικής ομηρείας χιλιάδων λαθρομεταναστών δημιούργησε ανοχές, γκέτο και βία. Ο κατάλογος είναι μακρύς και ευρύτερα γνωστός. Ωστόσο ανάμεσα στις συνέπειες όλων αυτών διακρίνεται η τάση εγκληματοποίησης της νεότητας. Ο επίσημος πολιτικός και τηλεοπτικός λόγος κρύβεται πίσω από γενικότητες και σπασμωδικές κινήσεις, που αποκαλύπτουν την αδυναμία και κυρίως την απροθυμία να διευθετηθεί το νέο κοινωνικό ζήτημα (δεν συνδέεται ακόμη με τη διεθνή κρίση), δηλαδή η θέση των ευάλωτων ομάδων στη νέα κοινωνική τάξη πραγμάτων. Είναι παράδοση στην Ελλάδα το ότι τα όρια της δημοκρατικής αντίληψης για τις σχέσεις κυβερνώντων- κυβερνωμένων εξαντλούνται για τις ευημερούσες τάξεις εκεί που τίθενται υπό δοκιμασία τα περιθώρια ανεξέλεγκτης διατήρησης της (εν μέρει αδιευκρίνιστης προέλευσης) ευμάρειάς τους. Είναι επίσης παράδοση ακόμη και τα πλέον δημοκρατικά ανακλαστικά να συναινούν σχεδόν αυτόματα σε αυταρχικές λύσεις, χωρίς να συνυπολογίζονται οι μακροπρόθεσμές συνέπειες, όταν πλήττονται θεμελιώδη αγαθά και δικαιώματα. Ετσι το κράτος του νόμου προτού καλά καλά το καταλάβουμε υποκαθίσταται από το κράτος του αστυνόμου. Και από εδώ αρχίζει το τραγελαφικό της υπόθεσης.

Η περίπτωση των κουκουλοφόρων π.χ. απομονώνεται από το πλαίσιό της και το ενδιαφέρον εστιάζεται στην κουκούλα. Εκτός αυτού όμως εδώ τίθεται μια βασική ερώτηση προς απάντηση. Το ιδιώνυμο που προωθείται και τα «παπάκια» με τους αστυνομικούς θα λύσουν το πρόβλημα της βίας ή θα δημιουργήσουν άλλα και ποια; Επειδή η περίπτωση μάλλον αναφέρεται στους νέους, αυτό σημαίνει ότι θα αλλάξει ο ιδεολογικός προσανατολισμός και ο διαπλαστικός χαρακτήρας του Δικαίου Ανηλίκων; Το δίκαιο του δράστη θα ενεργοποιείται μέσω της κουκούλας; Πώς θα συνδυαστεί το προνοιακό με το δικαιικό πρότυπο; Με νομικίστικες μεθοδεύσεις; Και πώς θα αντιμετωπίζεται στην πράξη η καταδίκη για κακούργημα; Με τον εγκλεισμό στον Αυλώνα και σε άλλα ευαγή ιδρύματα; Για να αποτρέψει στο μέλλον τι ακριβώς; Θα γίνει ο κουκουλοφόρος τύπος ανθρώπου όπως ο τεντιμπόι; Αυτό είναι πρόληψη;

Από την άλλη μεριά, σε ό,τι αφορά την Αστυνομία τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι δεν θα ζήσουμε άκρως κωμικοτραγικές σκηνές με «παπάκια» να ολισθαίνουν σε λάδια, καρφιά κ.λπ. εμπόδια που η φαντασία δεν μπορεί να βάλει; Με όλα αυτά όμως παρακάμπτεται μια οφειλόμενη απάντησηεκτίμηση από τις Αρχές σχετικά με τα περιστατικά των διαφόρων πρόσφατων επιδρομών: Είναι παρακρατικό ή αυθόρμητο φαινόμενο; Κάθε απάντηση βέβαια παραπέμπει σε άλλη λύση. Καμία απάντηση όμως δεν παρακάμπτει τα αίτια της δημιουργίας του φαινομένου και δεν μπορεί να περιορίζεται στη μείωση της ευκαιρίας για διάπραξη εγκλημάτων. Και τούτο γιατί με αυτόν τον τρόπο ακριβώς τα αναπαράγει. Ετσι δεν πλήττονται μόνον τα δικαιώματα, αλλά ο ίδιος ο θεσμός της Αστυνομίας. Η ιστορία της Ευρώπης βρίθει τέτοιων παραδειγμάτων. Και η άγνοια σε αυτές τις περιπτώσεις δεν συγχωρείται. Εκτός κι αν δεν πρόκειται για άγνοια.

Η κυρία Σοφία Βιδάλη είναι επίκουρη καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.