Υπάρχει επαρκές νομοθετικό πλαίσιο για την ποινική δίωξη όσων καταστρέφουν περιουσίες, ανεξάρτητα από το αν φορούν κουκούλα ή όχι; Η Αστυνομία πράττει όσα μπορεί ή αντιμετωπίζει βαθιά προβλήματα εκπαίδευσης και στελέχωσης, ενώ απουσιάζουν τα κατάλληλα επιχειρησιακά σχέδια; Μήπως η ελληνική κοινωνία χρειάζεται περισσότερους «φύλακες»; Τα επεισόδια της Παρασκευής 13ης Μαρτίου και οι καταστροφές σε δεκάδες καταστήματα και αυτοκίνητα στην πλέον πολυσύχναστη και φυλασσόμενη περιοχή της Αθήνας, το Κολωνάκι, αλλά και οι επιδρομές και εμπρησμοί,
που αυξάνονται καθημερινά, ανοίγουν ξανά τη συζήτηση για το αν η ασφάλεια των πολιτών είναι θέμα επάρκειας του ποινικού δικαίου ή ζήτημα ικανοτήτων του μέσου έλληνα αστυνομικού. Ηδη οι διατάξεις που προωθεί το υπουργείο Δικαιοσύνης για την εισαγωγή της κουκούλας ως επιβαρυντικού στοιχείου στην ποινική δίωξη επιδρομέων και βανδάλων, καθώς και η επαναφορά της περιύβρισης αρχής, έχουν προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις σχετικά με την πληρότητα, την αποτελεσματικότητα αλλά και τη δημοκρατικότητα τέτοιων ρυθμίσεων.

Νέους κανονισμούς στο παιχνίδι «κουκουλοφόροι και αστυνόμοι» επιχειρεί να θέσει η κυβέρνηση

1. Η έξαρση των φαινομένων βίας που κάθε τόσο διαλύουν το κέντρο της Αθήνας και προκαλούν καταστροφές, αλλά και ανασφάλεια στον πολίτη, θέτει το επιτακτικό ερώτημα πώς μπορεί να αντιμετωπισθεί η κατάσταση.

Ισως κάποιοι πιστεύουν ότι χρειάζονται νέα νομοθετικά μέτρα, όπως φαίνεται να πιστεύει και η κυβέρνηση με τις πρόσφατες εξαγγελίες του υπουργού Δικαιοσύνης. Εν τούτοις δεν φταίνε οι νόμοι για το ότι δεν γίνεται σχεδόν καμία σύλληψη και δεν υπάρχει καμία καταδίκη για τα ποινικά αδικήματα στα οποία τόσο συχνά οδηγούν οι ακραίες βιαιότητες. Η ισχύουσα νομοθεσία είναι επαρκής γι΄ αυτό. Αλλο ότι είναι δεκτική βελτίωσης. Αλλά δεν βρίσκεται εκεί η αιτία του κακού. Σε τι ωφελεί η αυστηροποίηση των ποινών για τα αδικήματα των κουκουλοφόρων; Και μια μικρή ποινή (αρκεί να εκτιθεί) θα αρκούσε για να συμβάλει στον αποτρεπτικό και προληπτικό σκοπό της ποινικής καταστολής.

2. Μήπως φταίει η Αστυνομία για την αδυναμία πάταξης της συγκεκριμένης εγκληματικότητας; Ασφαλώς χρειάζεται βελτίωση της επιχειρησιακής της ικανότητας και όποια άλλα σχετικά μέτρα. Αλλά ούτε εδώ βρίσκεται η αιτία του κακού. Γιατί πώς μπορεί να αντιμετωπισθεί η κατάσταση, έστω με μικρότερη της επιθυμητής αποτελεσματικότητα, όταν η Αστυνομία παίρνει την εντολή, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, να αποσύρεται τη στιγμή που εμφανίζονται οι κουκουλοφόροι ή δεν καλείται όταν το άσυλο οδηγείσε έκτροπα και παρανομίες, δηλαδή σε ενέργειες αντίθετες προς τον σκοπό του; Εξαγγέλθηκαν μέτρα για την ταχύτερη επέμβαση της Αστυνομίας (περιπολίες δικυκλιστών κτλ.). Αλλά η αποκάλυψη των τρόπων δράσης της Αστυνομίας εξυπηρετεί μόνον τους «αντιπάλους» της (για να ετοιμάσουν και αυτοί τον τρόπο της αντίδρασής τους). Και, εν πάση περιπτώσει, είναι ακόμη λόγια. Ο πολίτης περιμένει να δει πράξεις.

3. Εύλογα υποστηρίζεται ότι πρέπει να βρεθούν τα αίτια που προκαλούν τη βία, ώστε να αντιμετωπισθεί στη ρίζα του το ζήτημα ως κοινωνικό πρόβλημα. Πρόκειται, πράγματι, για πολυσύνθετο κοινωνικό φαινόμενο. Υπάρχουν δομικοί παράγοντες, υπάρχει «ανισορροπία» στο σύστημα, υπάρχουν αγεφύρωτες κοινωνικές ανισότητες και αδικίες, υπάρχουν αδιέξοδα· τελικά, υπάρχουν σοβαροί πολιτικοί, οικονομικοί και κοινωνικοί λόγοι που οδηγούν στη βία. Μορφή βίας είναι, όπως λέγεται και γράφεται, η φτώχεια, η ανεργία, η απειλή απόλυσης, η απόγνωση κτλ. Ολα αυτά είναι σωστά και, φυσικά, γνωστά. Δεν κομίζουμε «γλαύκα ες Αθήνας» όταν τα λέμε. Θέλουμε όμως μ΄ αυτά να δικαιολογήσουμε και να αποδεχθούμε την εγκληματική δραστηριότητα βίας, ωσότου αποκατασταθεί η ισορροπία του συστήματος, ωσότου εκλείψουν οι κοινωνικοί και λοιποί λόγοι;

Ασφαλώς και πρέπει να ασχοληθούμε, χωρίς καμιά καθυστέρηση, με τα κοινωνικά αίτια και να εντείνουμε τις προσπάθειες εκρίζωσής τους. Οσο όμως και αν μπορεί και πρέπει να γίνει πρόοδος προς αυτήν την κατεύθυνση, ποιος πιστεύει ότι σε ορατό χρόνο θα φθάσουμε σε μια άψογα λειτουργούσα, δίκαιη κοινωνία, όπου θα προλαβαίνουμε την εγκληματικότητα και θα μπορούν να καταργηθούν οι μηχανισμοί καταστολής (δηλαδή το ποινικό δίκαιο, τα ποινικά δικαστήρια, οι ποινικολόγοι, οι εισαγγελικές αρχές); Και αν είναι να φθάσουμε εκεί, ως τότε δεν πρέπει να λειτουργούν- παράλληλα με την αντιμετώπιση των κοινωνικών αιτίων- οι μηχανισμοί αυτοί και να εφαρμόζονται οι νόμοι που προβλέπουν κυρώσεις για τα ποινικά αδικήματα; Μπορεί μια κοινωνία να ζήσει χωρίς ποινικό δίκαιο και ποινικά δικαστήρια, δηλαδή χωρίς μηχανισμούς κρατικής καταστολής; Εδώ σιωπούν όσοι «δικαιολογούν» τις ακραίες εκδηλώσεις βίας με αναφορά μόνο στα κοινωνικά τους αίτια.

4. Φθάνουμε έτσι στο καίριο σημείο. Αυτό που τελικά εμποδίζει την τωρινή πάταξη της συγκεκριμένης βίαιης εγκληματικότητας είναι το γενικευμένο κλίμα ατιμωρησίας (η οποία υπάρχει, βεβαίως, γενικότερα και όχι μόνο στις εδώ εξεταζόμενες περιπτώσεις). Οι κυρωτικοί νόμοι δεν εφαρμόζονται. Το δε υπουργείο Δημόσιας Τάξης στο ζήτημα αυτό είναι σαν να μην υπάρχει. Δεν έχουμε δημόσια τάξη ούτε ασφάλεια, που είναι όχι μόνο κοινωνικό αγαθό αλλά και ατομικό δικαίωμα κάθε πολίτη. Πολιτικές και πανεπιστημιακές αρχές (οι τελευταίες σε σχέση με το πανεπιστημιακό άσυλο) δηλώνουν ότι «δεν θέλουν να πάρουν το ρίσκο» της σύγκρουσης Αστυνομίας με κουκουλοφόρους ή καταληψίες, κ.ά. Ομολογία παραίτησης από την εφαρμογή του νόμου από τους εντεταλμένους για την τήρησή του. Διαρκής και επίμονη απραξία των υπευθύνων μπροστά στα φαινόμενα παράνομης βίας. Μήπως βρίσκονται έτσι και οι ίδιοι κοντά στα όρια της ποινικής ευθύνης; Μήπως ήδη τα έχουν ξεπεράσει; Ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει ότι η μη αποτροπή του αποτελέσματος αξιόποινης πράξης από εκείνους που είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσουν την επέλευση του αποτελέσματος τελούν διά παραλείψεως ποινικό αδίκημα. Φυσικά, υπάρχει περιθώριο άσκησης διακριτικής ευχέρειας για τους εν λόγω υπευθύνους που, πράγματι, πρέπει να σταθμίζουν και πολλούς άλλους παράγοντες. Κάποτε όμως εξαντλείται το περιθώριο αυτό. Ειδικά για το άσυλο σημειώνω ότι κακώς λέγεται ότι πρέπει να καταργηθεί, πράγμα που σημαίνει ότι η Αστυνομία θα μπορούσε να εισέρχεται όποτε θέλει στο Πανεπιστήμιο ερήμην των πανεπιστημιακών αρχών. Τούτο, εκτός των άλλων, θα κατέλυε και την αυτοδιοίκηση των πανεπιστημίων, που την κατοχυρώνει το Σύνταγμα. Εκείνο που χρειάζεται είναι να εφαρμόζεται ο νόμος για το άσυλο.

5. Το κρίσιμο τελικά είναι να ξεπεράσουμε την ατολμία μας, τον τρόμο μπροστά στο υποτιθέμενο (και κατά τη γνώμη μου ανύπαρκτο) πολιτικό κόστος από τις τυχόν ενέργειες καταπολέμησης της παρανομίας και πάταξης της βίας, ώστε εκτός από τα μεγάλα λόγια να προχωρήσουμε σε πράξεις. Να σταματήσει το καθεστώς της ατιμωρησίας. Να ξεπεράσουμε επίσης τον φόβο που έχουμε ακόμη και για τη λέξη «κυρώσεις», σαν να θέλουμε να πετάξουμε τον Ποινικό Κώδικα στον κάλαθο των αχρήστων. Τόσο πολύ αγνοούμε ότι οι κυρώσεις του Ποινικού Κώδικα σκοπό δεν έχουν την εκδίκηση ή την ανταπόδοση στον δράστη του κακού που προξένησε, αλλά την πρόληψη, τη γενική και ειδική πρόληψη, όπως διδάσκουν οι ποινικολόγοι, όσοι εν πάση περιπτώσει δεν διστάζουν να λένε τις απλές αλήθειες;

Ο κ. Μιχάλης Σταθόπουλος είναι καθηγητής του Αστικού Δικαίου, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης