Ολοι έχουν ακούσει ότι η Βρετανία έχει «ιδιαίτερη σχέση» με την Αμερική. Είναι όμως η σχέση αυτή πραγματικότητα ή μύθος; Κάτι ακόμη πιο σημαντικό: είναι άραγε πιθανόν η σχέση αυτή να υποβαθμιστεί περαιτέρω; Μύθος ή πραγματικότητα;
Τι βρίσκεται πίσω από την ασαφή φράση «ιδιαίτερη σχέση»;

Τέτοια ερωτήματα, όταν αφορούν τη Βρετανία, καλό είναι να απαντώνται με βάση την ιστορία. Το αμερικανικό έθνος, ωστόσο, γεννήθηκε μέσα από έναν αδυσώπητο πόλεμο με την πρώην αποικιοκρατική δύναμη, η οποία μάλιστα είχε την «τιμή» να είναι η μοναδική χώρα που πυρπόλησε την αμερικανική πρωτεύουσα. Η ιστορία, συνεπώς, ενδέχεται να μην αποτελεί την καταλληλότερη βάση εκκίνησης.

Υπήρξαν βεβαίως ευτυχέστερες στιγμές και είναι επίσης γεγονός ότι η ύπαρξη «κοινής» γλώσσας αποτελεί ισχυρότατο δεσμό μεταξύ των δύο χωρών. Εάν όμως εξετάσουμε προσεκτικά τα ιστορικά δεδομένα των τελευταίων εκατό χρόνων, θα διαπιστώσουμε ότι η σχέση λειτούργησε καλύτερα όταν εξυπηρετούσε την Αμερική παρά τη Βρετανία.

Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει επαρκώς τεκμηριωθεί ότι ο Ρούσβελτ λίγο έλειψε να τρελάνει τον Τσόρτσιλ με τη στάση του. Εξίσου σαφές είναι ότι η Αμερική αποφάσισε να συμμετάσχει στην πολεμική προσπάθεια μόνον όταν αυτό ήταν απαραίτητο για την ίδια. Στο Σουέζ η Αμερική μαχαίρωσε πισώπλατα τους κυριότερους ευρωπαίους συμμάχους της και- γεγονός λιγότερο γνωστό- αντιμετώπισε με καχυποψία το Ισραήλ. Συν τοις άλλοις, ανέπτυξε σχέση εχθρότητας με τους Αραβες, η οποία έκτοτε δεν έχει βελτιωθεί ιδιαίτερα, παρά μόνο με όσους συμμερίζονταν τα οικονομικά και στρατιωτικά της συμφέροντα.

Στον βαθμό που κατανοούσαν ο ένας τον άλλον, ο Μακμίλαν και ο Κένεντι τα πήγαιναν καλά. Στα κείμενα του Μακμίλαν όμως βλέπει κανείς μιαν αποκαλυπτική εικόνα της καχυποψίας, εάν όχι και της περιφρόνησης, που έτρεφε ο μεγαλύτερος άνδρας για τον νεότερο, σεξουαλικά υπερδραστήριο, αλλά και ισχυρότερο εταίρο του. Εν τούτοις ο κοινός τους φόβος για τη Ρωσία παραμέρισε τις διαφορές τους και μετέτρεψε την Ευρώπη σε βάση αμερικανικών πυραύλων.

Τούτο δεν σημαίνει ότι ο συναισθηματισμός της Αμερικής καθόρισε τις δοσοληψίες της με τη Βρετανία. Πράγματι, οι Αμερικανοί εναντιώθηκαν σθεναρά στην ένταξη της Βρετανίας στη «λέσχη της υδρογονοβόμβας»· αλλά και αργότερα, το 1966 και εκ νέου το 1976, οι αιτήσεις για οικονομική βοήθεια του πρωθυπουργού Κάλαχαν προς το ΔΝΤ προσέκρουσαν στην αντίθεση της Αμερικής, προκαλώντας δύο νομισματικές υποτιμήσεις.

Εκτοτε μόνο με αμφίβολη ακρίβεια θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει «ιδιαίτερη» αυτήν τη σχέση. Την εποχή όμως που οι Αμερικανοί έστρεψαν προς το Ιράκ τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, η Βρετανία πρόθυμα συνέπραξε στην επινόηση προφάσεων για την παράνομη εισβολή. Επί πρωθυπουργίας Μπλερ, Βρετανία και Αμερική ήταν φίλες επιστήθιες.

Με την επιδείνωση της κατάστασης στο Αφγανιστάν, την ψυχρότητα των σχέσεων με το Ιράν και τη Ρωσία, τη στασιμότητα του πολέμου κατά της τρομοκρατίας, την αστάθεια στον αραβικό κόσμο και το Πακιστάν να παραπαίει στα όρια της κατάρρευσης- όλα, επακόλουθα εσφαλμένων αμερικανικών εκτιμήσεων-, τι χρειάζεται για να αποτιναχθεί αυτή η υποτέλεια; Τίποτε, καθώς φαίνεται, εάν κρίνουμε από τη σπουδή με την οποία ο κ. Μίλιμπαντ στήριξε όλες ανεξαιρέτως τις αμερικανικές αξιώσεις, ασχέτως αν αφορούσαν τη Γεωργία, την Ουκρανία, το Ιράν ή το Αφγανιστάν!

Αναζητώντας μια αιτιολογία
Εάν λοιπόν δεν υπήρξε ιδιαίτερα επωφελής για τη Βρετανία αυτή η σχέση, πώς αιτιολογείται;

Ο συχνότερα προβαλλόμενος λόγος ήταν ανέκαθεν οι «κοινές αξίες» που διακρίνουν τις δύο χώρες. Οταν δεν συγκεκριμενοποιείς το επιχείρημα, το διατηρείς απρόσβλητο. Κράτος δικαίου, δικαστική αμεροληψία, ελευθεροτυπία, σεβασμός για τη ζωή, την ιδιοκτησία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια: αυτές είναι οι αξίες που μνημονεύονται συχνότερα. Αραγε, όμως, τις ίδιες θεμελιακές αξίες δεν συμμερίζονται σήμερα η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία; Κι ακόμη, δεν είναι άραγε η Αμερική- και όχι οι άλλες πέντε- η χώρα που διαστρέβλωσε αυτές τις αξίες, με το Γκουαντάναμο, τον Πατριωτικό Νόμο, την εξώδικη απαγωγή και τον βασανισμό υπόπτων («extraordinary rendition»), το Αμπου Γκράιμπ, τον ελεγχόμενο πνιγμό κρατουμένων («waterboarding») και την περιφρόνηση του διεθνούς δικαίου; Ο σεβασμός για τα ανθρώπινα δικαιώματα αναδεικνύεται κυρίως όταν η τρομοκρατία και η αβεβαιότητα μαστίζουν τον τόπο· όχι όταν τα πάντα είναι ωραία και καλά. Και πόσα από τα ανωτέρω θα αλλάξουν επί Ομπάμα;

Εάν τώρα συγκεκριμενοποιήσει κανείς το επιχείρημα περί κοινότητας αξιών, θα διαπιστώσει ότι η Βρετανία και η Αμερική είναι χώρες που τις χωρίζει μια κοινή νομική παράδοση. Ομοσπονδιακή δομή, δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, διαφορετική χρήση του σώματος ενόρκων, φιλοδικία, τιμωρητικές αποζημιώσεις σε αστικές δίκες, διαφορετική μέθοδος επιλογής δικαστών, αναγνώριση της θανατικής ποινής, ισχνή προστασία των εργαζομένων: ως προς τα θέματα αυτά- και αρκετά άλλα- το αγγλικό δίκαιο διαφέρει από το αμερικανικό ακριβώς επειδή οι βασικές του αξίες δεν είναι ίδιες με τις αξίες που πρεσβεύει το αμερικανικό δίκαιο. Παραδόξως, μάλιστα, οι πρώτες προσεγγίζουν περισσότερο τις αξίες που διακρίνουν τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά νομικά συστήματα!

Και τι θα λέγαμε για τον οικονομικό τομέα; Μέχρι πρόσφατα, οι θατσερικοί συντηρητικοί αρέσκονταν να παραθέτουν πλήθος στατιστικά στοιχεία, ρυθμούς ανάπτυξης, πτώσεις του ποσοστού ανεργίας, χωρίς εν τούτοις να είναι λαλίστατοι και όταν επρόκειτο για την ποιότητα ζωής, τις αποτυχίες της ιδιωτικοποίησης, τον θάνατο της κατασκευαστικής βιομηχανίας και τη διάδοση της «νοοτροπίας της απληστίας». Είναι συζητήσιμο πόσο ωφέλησε την πλειονότητα του πληθυσμού αυτή η ακραία φιλοσοφία· η προπαγάνδα των «γκουρού του Σίτι», όμως, αναμφίβολα ωφέλησε… τους ίδιους! Πόσοι άραγε αναγνώστες αυτού του κειμένου γνωρίζουν ότι, από οικονομικής απόψεως, το 2008 ήταν η χειρότερη χρονιά που γνώρισε η Αμερική την τελευταία εικοσιπενταετία και ότι, εν τούτοις, την περίοδο αυτήν διανεμήθηκαν- μόνο στην Αμερική- 16 δισεκατομμύρια δολάρια σε μπόνους;

Ο ρεϊγκανικός και ο θατσερικός καπιταλισμός πέθαναν πρόσφατα με τρόπο οδυνηρό. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι η συγκεκριμένη αρρώστια πρωτοεκδηλώθηκε στην Αμερική, όπου και ξεκίνησε η τακτική της εύκολης πίστωσης, για να μεταδοθεί κατόπιν στη μικρότερη συγγενή της, η οποία είχε αρχίσει να ασπάζεται μιαν ανάλογη εκδοχή «αχαλίνωτου» καπιταλισμού.

Θα επιβιώσει η σχέση;

Υπό το φως των ανωτέρω, πολλοί σκεπτόμενοι Αγγλοι αμφισβητούν την πραγματική αξία της σχέσης. Ασφαλώς, τα άκρα στα οποία οδήγησε τη σχέση ο κ. Μπλερ κόστισαν στη Βρετανία ζωές, όπως και χρήματα, δίχως να αποφέρουν κανένα χειροπιαστό όφελος. Αντιθέτως, η Βρετανία μπήκε ακόμη περισσότερο στο στόχαστρο των τρομοκρατών και αποδυναμώθηκε ακόμη περισσότερο η θέση της στην Ευρώπη. Αποδείχθηκε έτσι πως μόνο πειστική δεν ήταν η φιλοδοξία του κ. Μπλερ ότι η χώρα του θα λειτουργούσε σαν γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής, τη στιγμή που, ως προς όλα τα μείζονα ζητήματα, η καρδιά του βρισκόταν στην αμερικανική πλευρά του Ατλαντικού.

Παραδόξως αυτό το άρθρο δεν αποδίδει την πιθανή αποδυνάμωση της σχέσης στους Βρετανούς, αλλά διερωτάται μήπως τελικά αυτή προέλθει από τους Αμερικανούς, που έχουν αρχίσει να αμφιβάλλουν για τη βρετανική αποτελεσματικότητα.

Οσο περίεργο και αν φανεί αυτό, δεδομένης της συγκαταβατικότητας που έχουν επιδείξει κατά καιρούς οι Βρετανοί προς τις ΗΠΑ, πολλοί αμερικανοί αξιωματούχοι αμφισβητούν σήμερα σε στενούς κύκλους την αξία της Βρετανίας ως κρίσιμου συμμάχου. Ετσι, δεν είναι μυστικό ότι οι Αμερικανοί δυσαρεστήθηκαν με τις ενέργειες των Βρετανών στην Μπάσρα και- πολύ άδικα, νομίζω – με τον βρετανικό ρόλο στη δυσκολότερη επαρχία του Αφγανιστάν.

Στη γενική αυτή δυσαρέσκεια οφείλουμε να προσθέσουμε το γεγονός ότι ο νέος αμερικανός πρόεδρος, ως απόγονος Κενυατών, του οποίου ο παππούς είχε βασανιστεί από τους Βρετανούς, δεν διαθέτει κανένα από τα παραδοσιακά ένστικτα συμπάθειας προς τους Βρετανούς, τα οποία διέκριναν τους προηγούμενους αμερικανούς προέδρους.

Οποιος γνωρίζει τη δυσχερέστατη θέση του βρετανού πρωθυπουργού και την ανάγκη του να δεχθεί λίγη από τη λάμψη του κ.Ομπάμα, θα καταλάβει πόσο συγκαταβατικός θα φανεί ο κ. Μπράουν προκειμένου να αποφύγει κάθε είδους αποξένωση. Η παρουσία του κ. Σαρκοζί στα παρασκήνια, έτοιμου πάντοτε να επιδείξει την απαράμιλλη γοητεία και τη ζέση του, θα αποτελέσει μία ακόμη σκιά στη ζωή του βρετανού πρωθυπουργού, ο οποίος, παράλληλα, θα πρέπει να έχει τον νου του στην απειλή που επισείει η ισχυρή, αν και χαμηλών τόνων, κ. Μέρκελ.

Δεδομένων των ανωτέρω, η πρόσφατη επίσκεψη του κ. Μπράουν στην Ουάσιγκτον ήταν πράγματι ένα αξεπέραστο ρεσιτάλ ηθοποιίας! Ο χαιρετισμός της προεδρίας Ομπάμα ως «αλλαγής», τη στιγμή που ο κ. Μπράουν γνωρίζει πόσο απατηλό αποδεικνύεται ήδη αυτό· η υπόσχεση που έδωσε στον Ομπάμα ότι θα τον βοηθήσει σε διπλωματικό επίπεδο ενώ γνωρίζει όχι μόνον ότι η βρετανική διπλωματία δεν είναι πλέον αυτό που ήταν κάποτε αλλά και, κατά μείζονα λόγο, πόσα προβλήματα προκάλεσε όταν ήταν υπεύθυνη στη Μέση Ανατολή: όλα αυτά θα καταρρίπτονταν από τα πρώτα κιόλας στάδια μιας σοβαρής ανάλυσης. Μπορούν άραγε οι εθιμοτυπικές ομιλίες να καλύπτουν τέτοιες σκιές; Μπορούν οι ευγενικές χειρονομίες- όπως το ότι οι Αμερικανοί ζήτησαν (τελείως αδικαιολόγητα) από τον κ. Μπράουν να μιλήσει ενώπιον του Κογκρέσου- να σβήσουν τις (άδικες) αμερικανικές επικρίσεις για τους χειρισμούς των Βρετανών στην επαρχία Χελμάντ; Μπορεί μια τριαντάλεπτη συνομιλία (έστω και να αποπειραθεί) να γεφυρώσει συγκρουόμενα συμφέροντα;

Θεωρώ πως η εν λόγω παράσταση αποτελεί μία ακόμη ένδειξη ότι, παρά τις δημόσιες κολακείες για τον κ. Ομπάμα, η χώρα του παραμένει τόσο απομονωμένη, ώστε αναγκάζεται να αξιοποιήσει ό,τι έχει απομείνει από αυτήν τη σχέση που μόνο μετά βίας θα χαρακτηριζόταν πλέον «ιδιαίτερη».

Παραείναι άραγε σκληρή αυτή η κριτική; Εάν έτσι νομίζετε, ας την αντιπαραβάλλετε με τις απόψεις που εξέφρασε (στους «Τάιμς» της 3ης Μαρτίου) ο προηγούμενος βρετανός πρέσβης στην Ουάσιγκτον.

Εν πάση περιπτώσει, γεγονός παραμένει ότι, για να κατανοήσουμε το μέλλον αυτής της «ιδιαίτερης σχέσης», πρέπει να κατανοήσουμε το κάθε άλλο παρά προφανές παρελθόν της. Επιπλέον, και οι δύο αυτές προσπάθειες είναι απαραίτητες εάν θέλουμε να καταλάβουμε την ψυχολογική αβεβαιότητα που πλήττει σήμερα τους βρετανούς πολιτικούς σχεδιαστές.

Η Ελλάδα πρέπει πάντοτε να έχει επίγνωση της ευάλωτης θέσης της, εφόσον περιστοιχίζεται από ασταθείς γείτονες και δεν έχει κανέναν ουσιαστικό υποστηρικτή. Μοναδικά της αμυντικά μέσα η φαντασία και η ενότητα, σε εξωτερικό τουλάχιστον επίπεδο. Μέσα λοιπόν στους υπολογισμούς της για τα προβλήματα που έχει μπροστά της, θα πρέπει πάντοτε να σταθμίζει τη δυσπρόβλεπτη Βρετανία. Διότι οι παρακμάζουσες αυτοκρατορίες, σαν ζηλόφθονες γηραιές κυρίες που κάποτε ήταν όμορφες, είναι πιο ικανές για το κακό παρά για το καλό. Ο κ. Βασίλης Μαρκεζίνης φέρει τον τίτλο τού σερ και είναι τακτικό μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας, αντεπιστέλλον μέλος των Ακαδημιών Αθηνών, Γαλλίας, Ρώμης, Βελγίου, Ολλανδίας και νομικός σύμβουλος (επί τιμή) της βασίλισσας της Αγγλίας.

Ο κ. Μαρκεζίνης θα μιλήσει στις 19 Μαρτίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με θέμα: «Σε αναζήτηση του νέου και των νέων: Μια επισκόπηση ζωτικών θεμάτων της εποχής μας».