«Δυστυχισμένος ο λαός που έχει ανάγκη από ήρωες» έγραφε ο Χέγκελ περίπου 200 χρόνια πριν. Η θέση αυτή υποδηλώνει ότι ένας λαός έχει ανάγκη από ήρωες όταν βρίσκεται σε κρίσιμη φάση και δεν διαθέτει σε συλλογικό επίπεδο τις ηθικές δυνάμεις που θα του επέτρεπαν να ξεπεράσει την κρίση. Εχει λοιπόν ανάγκη από εξαιρετικές προσωπικότητες, πάνω από τον μέσον όρο της κοινωνίας, που θα αναλάβουν- ενδεχομένως και με την υπέρτατη θυσία- τη συλλογική μοίρα.

Η ίδια θέση θα μπορούσε να έχει εξάλλου ένα επιπλέον νόημα: η λατρεία των ηρώων δηλώνει ότι η αξία του παρόντος υποτιμάται και περιφρονείται και ο λαός αναζητεί στο παρελθόν τους παραδειγματικούς εκπροσώπους της ταυτότητάς του. Η εποχή της γενικευμένης κρίσης και κυρίως της ηθικής κρίσης και της κρίσης των αξιών οδηγεί εύκολα σε αναζήτηση μεσσιανικών λύσεων, στην αναζήτηση ενός μεσσία που με τις εξαιρετικές του ικανότητες θα οδηγήσει την κοινωνία σε ένα καλύτερο μέλλον. Τις περισσότερες φορές εξάλλου ο μεσσίας προσφέρει απλώς την ανακούφιση της ελπίδας.

Η επικαιρότητα αυτών των σκέψεων επιβεβαιώνεται από την ψηφοφορία που διεξάγεται αυτόν τον καιρό για την ανάδειξη των μεγάλων Ελλήνων και, εν τέλει, του μεγαλύτερου Ελληνα όλων των εποχών. Το γεγονός αυτό μπορεί να αποτελέσει την αφορμή για να στοχαστούμε γιατί σήμερα έχουμε ανάγκη από ήρωες, από ποια κατηγορία ηρώων έχουμε ανάγκη και με ποια κριτήρια στη συγκεκριμένη συγκυρία γίνεται η επιλογή. Κάθε ιστορικός γνωρίζει ότι οι ήρωες δεν είναι πάντα οι ίδιοι και ότι το ποιος χαρακτηρίζεται «ήρωας» ή «μεγάλος άνδρας» (γιατί περί ανδρών πρόκειται κυρίως) συνδέεται με το εκάστοτε πολιτικό και κοινωνικό παρόν. Για να δώσω ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, είναι προφανές ότι ένας ποδοσφαιριστής (εν προκειμένω, ο Θοδωρής Ζαγοράκης) ή ένας ηθοποιός (π.χ. ο Θανάσης Βέγγος) δεν θα συγκαταλέγονταν σε καμία περίπτωση μεταξύ των «μεγάλων ανδρών» λίγες δεκαετίες νωρίτερα. Αλλά και ποιος θα τολμούσε να επιλέξει τον Ιωάννη Μεταξά ή τον Γεώργιο Παπαδόπουλο τη δεκαετία του ΄80; Ο χαρακτηρισμός, συνεπώς, ενός προσώπου ως «μεγάλου» αλλάζει ανάλογα με τα κυρίαρχα πρότυπα μιας κοινωνίας. Αλλωστε ο «ήρωας», η εξαιρετική προσωπικότητα, συνήθως απομονώνεται από τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του, ορίζεται αόριστα και στερεοτυπικά, ώστε να αποτελέσει πρότυπο και να εξυπηρετήσει μια παιδαγωγική στρατηγική. Γιατί μία από τις βασικές λειτουργίες των ηρωικών προτύπων είναι ακριβώς να «διδάξουν». Συνεπώς, εκείνος που χαρακτηρίζει ως «μεγάλο άνδρα» έναν δικτάτορα υιοθετεί ένα συγκεκριμένο πολιτικό πρότυπο και θα ήθελε να επιβάλει στην κοινωνία συγκεκριμένες μεθόδους διακυβέρνησης. Το ηρωικό πρότυπο αποκτά έτσι και μία επιπλέον κανονιστική λειτουργία, «διδάσκοντας» την κοινωνία ποια πορεία πρέπει να ακολουθήσει.

Η επιλογή των ηρώων μπορεί επίσης να αποτυπώσει τους διχασμούς μιας κοινωνίας, την ποικιλία των πολιτικών και κοινωνικών ομάδων και τις κυρίαρχες ιδεολογικοπολιτικές τάσεις. Για μια κοινωνία όπως η ελληνική, που έζησε έναν Διχασμό και έναν Εμφύλιο Πόλεμο μέσα στον περασμένο αιώνα, αλλά και τη δραματική εμπειρία της εισροής των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής, είναι αναμενόμενο ότι τα ηρωικά πρότυπα θα αντικατοπτρίσουν τη διχασμένη μνήμη όπως έχει μεταγραφεί σε Ιστορία- και όχι μόνο. Το «πάνθεον» θα περιλαμβάνει επομένως, αναπόφευκτα, και τον Αρη Βελουχιώτη και τον Οθωνα, και τον Γρηγόρη Λαμπράκη και τον Ν. Πλαστήρα. Γιατί στους «μεγάλους άνδρες» αναζητούν ταύτιση και αναγνώριση όλα τα μέλη της κοινωνίας. Ο ιστορικός ρόλος που έχει διαδραματίσει ο «μεγάλος άνδρας» προσφέρει εμμέσως θέση στη Μεγάλη Ιστορία σε όλους τους ανώνυμους πρωταγωνιστές της Μικρής Ιστορίας.

Ο καθορισμός των προσώπων που εν τέλει θα κατοικήσουν στο εθνικό πάνθεον γίνεται μέσα από ποικίλους μηχανισμούς, οι οποίοι μπορούν να συνοψιστούν απλουστευτικά σε δύο: πρώτον, την επιλογή «από κάτω» και, δεύτερον, την «άνωθεν» επιβολή. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν αυτοί που θα χαρακτηρίζαμε «λαϊκοί ήρωες» (όπως ο Καζαντζίδης), ενώ στη δεύτερη η επιλογή γίνεται μέσω του κρατικού μηχανισμού και επιβάλλεται με το εκπαιδευτικό σύστημα και τις δημόσιες τελετές. Είναι προφανές ότι η πρώτη κατηγορία έχει μικρότερη συνοχή και μεγαλύτερη ποικιλία, ενώ η δεύτερη αποτυπώνει κατά το μάλλον ή ήττον τον εθνικό κανόνα και απαιτεί μεγαλύτερη συναίνεση.

Σε κάθε περίπτωση, η σύνδεση έθνους και ηρώων είναι στενή. Η πρόσληψη της εθνικής ταυτότητας είναι εκείνη που καθορίζει ποια πρόσωπα ενσαρκώνουν τις ιδιότητές της. Για το ελληνικό έθνος επιβεβαιώνεται συνεχώς το εξαιρετικό βάρος της Αρχαιότητας. Η δυσανάλογη παρουσία των αρχαίων στο εθνικό πάνθεον δηλώνει την υποτίμηση της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας και των Νεοελλήνων συλλήβδην. Θα έλεγα ωστόσο ότι υπάρχει και μία άλλη διάσταση σε αυτή την ανισορροπία: η παγκόσμια εμβέλεια των «εθνικών ηρώων». Ο χαρακτηρισμός κάποιων ιστορικών προσωπικοτήτων ως «μεγάλων» εξαρτάται, σε έναν βαθμό, και από την υπερ-εθνική, παγκόσμια ακτινοβολία τους. Σε αυτόν τον τομέα, μάλλον οι αρχαίοι θεωρούνται εκτός συναγωνισμού. Αλλωστε από την ίδρυση του ελληνικού κράτους η τυπολατρική προσήλωση στην Αρχαιότητα (το γλωσσικό ζήτημα αποτελεί το πιο εύγλωττο παράδειγμα) απετέλεσε σταθερά της ελληνικής πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής.

Η παγκοσμιότητα των εθνικών ηρώων στην ελληνική περίπτωση αποκτά επίσης μια νομιμοποιητική και αποδεικτική λειτουργία. Η νεότερη Ελλάδα συμπεριφέρθηκε, όπως έχει δείξει η Ελλη Σκοπετέα, σαν να είχε συνεχώς επάνω της το βλέμμα της Δυτικής Ευρώπης- μιας Ευρώπης δύσπιστης, έτοιμης να κρίνει και να καταδικάσει, έτοιμης επίσης να αμφισβητήσει την ίδια την ελληνική εθνική ταυτότητα. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο εντάσσεται η μαζική ψήφος προς τον Μέγα Αλέξανδρο. Είναι ψήφος απολογητική και αποδεικτική. Είναι ψήφος «για τα μάτια των άλλων». Είναι προφανές ότι πριν από τη δεκαετία του ΄90 ο Αλέξανδρος δεν θα είχε την ίδια θέση στο εθνικό πάνθεον, ενώ μπορούμε επίσης να υποθέσουμε ότι, αν σε λίγα χρόνια δημιουργηθεί θεωρητικά μια κρίση με τη Βουλγαρία, θα τον ξεπεράσει ο Βουλγαροκτόνος.

Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.