Αν και εθνικά υπερήφανος που είμαι Ελλην, δεν θα στηρίξω την πρόταση για εθνική απάντηση στην κρίση απαιτώντας μια ευρωπαϊκή. Υπογραμμίζοντας όμως ότι είμαι τελείως αντίθετος με την κουτοπονηριά που εθνικά μάς διαπνέει κατά καιρούς, ότι η ευρωπαϊκή λύση, ιδιαίτερα χωρίς περιορισμούς και ελέγχους αλλά μόνο με κοινοτικά προγράμματα, είναι η επιλογή που μας επιτρέπει και δάνεια χωρίς spread να παίρνουμε και φόρους να μην πληρώνουμε.

Δύο λέξεις περιγράφουν με μεγάλη πειστικότητα τη σημερινή πραγματικότητα: ανταγωνισμός και συνεργασία. Οσο ισχυρός είναι ο ανταγωνισμός για την καθημερινή μας επιλογή σε θέματα αποτελεσματικότητας και διάκρισης, εξίσου σημαντική είναι η συνεργασία σε θέματα ισορροπίας και προόδου. Για αρκετές δεκαετίες η οικονομική επιστήμη συντονίζει με μεγάλη επιτυχία τις οικονομικές εξελίξεις με γνώμονα τις δύο προαναφερθείσες αρχές. Οι δύο αρχές λειτουργούσαν συμπληρωματικά και τα προβλήματα που οφείλαμε να αντιμετωπίσουμε είχαν δημιουργηθεί είτε από κατευθυνόμενες τεχνικές συνθήκες (π.χ. ανεργία, πληθωρισμός, ανάπτυξη κτλ.) είτε από τυχαίες κυβερνητικές παρεμβάσεις. Στο περιβάλλον της συμπληρωματικότητας ανταγωνισμού και συνεργασίας οι οικονομίες απεδείχθησαν εντυπωσιακά δημιουργικές και καινοτόμες. Οι κυβερνήσεις προέκυψε ότι έπρεπε να παρέμβουν στο ελάχιστο δυνατό καθώς κάθε τους ενέργεια περιόριζε εντυπωσιακά τη δημιουργικότητα και τη συνεργασία. Απλό παράδειγμα η φορολογία. Η καλβινιστική ηθική απαιτούσε δημοσιοποίηση και ποσοτικό προσδιορισμό των φορολογικών βαρών ανάλογα με τις δυνατότητες όλων μας. Η συνεργασία συνεπαγόταν φοροδοτική εντιμότητα που θεωρήθηκε δεδομένη ή ελέγξιμη. Οπως πετυχημένα το αποτυπώνουν οι Αkerlof και Shiller πρόσφατα στο βιβλίο τους «Αnimal spirits», «… μεταβολές στα ατομικά αισθήματα, στις ατομικές απόψεις και στα πάθη θεωρούσαμε ότι δεν έχουν σημασία σε συνολικό μακροοικονομικό επίπεδο».

Οι οικονομολόγοι σήμερα, μου έλεγε πρόσφατα συνάδελφός μου, ομοιάζουν με τον ογκολόγο που εξετάζει τον ασθενή με καθολικό καρκίνο και λέει στους φοιτητές του «ελάτε να δείτε έναν ωραίο καρκίνο». Αιτία η αδυναμία μας να προβλέψουμε και να ερμηνεύσουμε και άρα τελικά να θεραπεύσουμε τις κοινωνικές μανίες και το συνεπακόλουθό τους, τους κοινωνικούς πανικούς που κατατρέχουν τις οικονομίες σήμερα. Είναι καταστάσεις όπου η συμπληρωματικότητα των δύο εννοιών, ανταγωνισμός και συνεργασία, μετασχηματίζεται σε υποκατάσταση. Καταστάσεις όπου ισχύει η αρχή «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Είναι βέβαιο ότι σε λίγα χρόνια οι λύσεις θα έχουν προκύψει. Οι προτάσεις της επιστήμης που θα προέλθουν από την έρευνα των νεοτέρων θα προτείνουν διεξόδους. Θα προτείνουν μηχανισμούς όπου η συνεργασία αν θα υποκαθιστά τον ανταγωνισμό θα αυτοδιορθώνεται ή θα ελέγχεται. Οπου δηλαδή η φοροδιαφυγή δεν θα αποτελεί κίνητρο για να επιβληθεί κάποιος στον ανταγωνιστή του (π.χ. κοινοτική επιχείρηση). Οπου η άθλια δημόσια παιδεία δεν θα αξιολογείται ως μεθοδολογία ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος υπέρ των παιδιών των προνομιούχων.

Εχοντας όμως «πετάξει την πετσέτα στο καναβάτσο» σε μια πρωτόγνωρη πιστωτική κρίση, έχοντας αντιμετωπίσει καταστάσεις όπου η διατραπεζική συνεργασία έχει αντικατασταθεί ακαριαία σε ανελέητο διατραπεζικό ανταγωνισμό, έχοντας εκπλαγεί από τις προθέσεις υπεύθυνων πολιτικών προσωπικοτήτων για προστατευτισμό και κλείσιμο συνόρων, ερχόμενοι αντιμέτωποι με μια κοινωνική ψυχολογία που δεν ερμηνεύεται από τη βιολογία, προσπαθούμε να διατυπώσουμε ορισμένες απλές σκέψεις. Διότι απλά λέμε ότι δεν έχουμε λύσεις να προτείνουμε. Κατ΄ αρχάς, ας συνεργαστούμε σε εθνικό επίπεδο ώστε να ανακτήσουμε την εμπιστοσύνη που οφείλουμε να έχουμε στους εαυτούς μας. Στη συνέχεια ας αντιμετωπίσουμε με δικαιοσύνη και ισότητα τα δικαιώματα των γειτόνων και εταίρων μας. Ας αναλάβουμε εν τέλει τις ατομικές μας ευθύνες σε επίπεδο διαφθοράς, χωρίς με την πρώτη ευκαιρία να χλευάζουμε και όχι να καταδικάζουμε τη διαφθορά των πολιτών, ημών πρώτων· και τέλος, το σημαντικότερο, ας σταματήσουμε να είμαστε τόσο επιρρεπείς στις ιστορίες και στα καταστροφολογικά παραμύθια. Η συνεργασία σε ευρωπαϊκό και όχι σε εθνικό επίπεδο αποτελεί για μία ακόμη φορά τη μόνη ισχυρή ώσμωση των οικονομικών μας επιλογών.

Ο κ. Νίκος Χαριτάκης είναι καθηγητής του Οικονομικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών, διευθύνων σύμβουλος του Ταμείου Νέας Οικονομίας.