Η εισβολή των ελαστικών σχέσεων εργασίας έχει μακρά ιστορία και δεν συνδέεται με την κρίση. Παρ΄ όλα αυτά δεν αποφεύχθηκε η ανεργία. Συνεπώς δεν μπορεί να επικεντρώνεται το πρόβλημα της ανεργίας στην ανελαστικότητά τους. Η θέση αυτή γίνεται ακόμη πιο κατανοητή από τη διαπίστωση ότι η κρίση γεννήθηκε και τροφοδοτήθηκε στη φωλιά του φιλελευθερισμού και στις χώρες ανάπτυξης των ελαστικών σχέσεων. Ο εντοπισμός συνεπώς του προβλήματος στο δίλημμα «ανελαστικότητα ή ανεργία» εξυπηρετεί την παραπλάνηση.

Στους εργοδότες δίνεται η ευκαιρία να απαλλαγούν ανεξέλεγκτα από πολλές δεσμεύσεις με το πρόσχημα της πρόληψης της ανεργίας, ενταφιάζοντας σκόπιμα τη δική τους ευθύνη στην αναπαραγωγή του προβλήματος. Το δίλημμα όμως εξυπηρετεί και την άλλη μεριά, συνδικαλιστικούς φορείς ή πολιτικούς σχηματισμούς που πρόσκεινται στην εργασία, γιατί τους προσφέρει την ευκαιρία για εύκολη καταγγελία, ξεπερνώντας τον σκόπελο της δικής τους ευθύνης από την έλλειψη κατανόησης των δομών της νέας οικονομίας και την έλλειψη πρωτοβουλιών για τη συνολική αντιμετώπιση των κάθε είδους νέων ανασφαλειών.

Το βασικό τους λάθος υπήρξε ότι απέναντι στον επελαύνοντα καπιταλισμό με τις ανακατατάξεις του κεφαλαίου, τους νέους τύπους οργάνωσης των επιχειρήσεων, τη δικτυωτή τους συγκρότηση στη θέση των παραδοσιακών κλειστών επιχειρήσεων, που οδήγησε στην αποκέντρωση της παραγωγής και στην εξαγωγή της μισθωτής εργασίας, που είναι η πηγή όλων των ελαστικών σχέσεων, απέφυγαν να δουν κατά μέτωπο το πρόβλημα και προτίμησαν την εύκολη λύση των καταγγελιών με παραδοσιακά μέσα και ξεπερασμένους όρους. Το αποτέλεσμα ήταν οι οργανωτικές τους δομές και οι στρατηγικές τους να έχουν ξεπεραστεί από τα πράγματα. Αντί για την ανάληψη πρωτοβουλιών για να δώσουν τη δική τους σφραγίδα στον νέο τύπο παραγωγικών σχέσεων, περιορίστηκαν σε αμυντική δράση και σε μνημόσυνα. Ετσι δεν απέτρεψαν την αυξανόμενη διάδοση των ελαστικών σχέσεων και τον πολλαπλασιασμό νέων ανεξέλεγκτων μορφών εργασίας, οι περισσότερες από τις οποίες έχουν νομοθετηθεί ερήμην των εργαζομένων. Οι ελαστικές σχέσεις νομιμοποιήθηκαν χωρίς προϋποθέσεις και χωρίς συγκεκριμένη στοχοθέτηση. Η Ελλάδα είναι συγχρόνως χώρα ελαστικών σχέσεων, ανασφάλειας και ανεργίας.

Αν πραγματικά τα συνδικάτα ενδιαφέρονται για μιαν αποτελεσματική αντιμετώπιση της ανεργίας, θα πρέπει πρωτίστως να διευρύνουν τη βάση τους ώστε να γνωρίζουν όλοι οι ανασφαλείς εργαζόμενοι ότι εκπροσωπούνται με συνέπεια. Θα πρέπει κατά δεύτερο λόγο προτού πάνε στις διαπραγματεύσεις να επεξεργαστούν ένα σχέδιο που θα επιτρέψει σε όσους αντιμετωπίζουν την επιχειρηματικότητα με σοβαρότητα να συνδυάσουν τις οικονομικές διαστάσεις της ανταγωνιστικότητας με τις κοινωνικές. Στο υπαρκτό σύστημα το επιχειρείν αποτελεί βασική πηγή απασχόλησης. Για τους όρους όμως του επιχειρείν δεν υπάρχουν συνολικές προτάσεις. Κυρίως όμως θα πρέπει να λύσουν τους λογαριασμούς με τη μαύρη και την άδηλη εργασία, η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη της οποίας δεν οφείλεται μόνο σε κακούς επιχειρηματίες αλλά έχει πολλούς συνενόχους. Τα τελευταία κρούσματα στον εργασιακό χώρο έδειξαν με έκδηλο τρόπο τη γελοιοποίηση όλων των ελεγκτικών μηχανισμών. Μπορεί η μερική απασχόληση και η σύμβαση ορισμένου χρόνου να μην είναι αποδεκτές από πολλούς, αλλά η καταστρατήγηση των διατάξεων για μερική απασχόληση και σύμβαση ορισμένου χρόνου αποτελεί μείζον πρόβλημα. Αυτό σημαίνει ότι προτεραιότητα έχει η αντιμετώπιση της αθέμιτης ελαστικότητας και της ελαστικότητας χωρίς όρους.

Οσον αφορά τα κόμματα, είναι καιρός να εγκαταλείψουν την πλειοδοσία στις διάφορες επιδοματικές παροχές, γιατί το κοινωνικό κράτος δεν ταυτίζεται με το φιλανθρωπικό κράτος, αλλά είναι πρωτίστως αναπτυξιακό κράτος. Οι παροχές του έχουν νόημα όταν εντάσσονται θεσμικά σε ένα πλαίσιο διαρκούς και ποιοτικής ανάπτυξης με ανατροφοδότηση του παραγωγικού συστήματος. Αυτό σημαίνει μια τελείως διαφορετική λειτουργία του κοινωνικού κράτους από αυτήν που βιώνουμε σήμερα, που έχει ως αποτέλεσμα να γίνεται το ίδιο αναπαραγωγό ανισοτήτων και πρότυπο σπαταλών. Είναι όντως περίεργο ότι σε μια χώρα με έντονη την προδιάθεση για κρατισμό καμία πολιτική δύναμη δεν έχει προτάξει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα για ένα κοινωνικό κράτος αποτελεσματικό. Ενα αξιόπιστο κοινωνικό κράτος μπορεί να δεχθεί ελαστικές σχέσεις και μπορεί να τις κάνει αποδεκτές από τους εργαζομένους. Παραδείγματα τέτοια δεν λείπουν από άλλα κράτη. Κατά συμπέρασμα, πρωταρχικός στόχος για την καταπολέμηση της ανεργίας είναι να συμφωνηθούν οι προδιαγραφές ενός αξιόπιστου κοινωνικού κράτους ως αντίβαρου της αγοράς και να ενσωματωθεί η ασφάλεια στις ούτως ή άλλως ανθούσες ελαστικές σχέσεις.

Ο κ. Ιωάννης Δ. Κουκιάδης είναι ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Δικαίου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.