Το δίλημμα φαίνεται ορθολογικό, είναι όμως πιο σύνθετο. Στην ελληνική αγορά εργασίας απουσιάζει μια καθοριστική για την απάντηση προϋπόθεση. Απουσιάζει η «εμπιστοσύνη» τόσο απέναντι σε πολλές επιχειρήσεις για τις σχέσεις εργασίας τους όσο και απέναντι στο κράτος, που σχεδόν αδιαφορεί να ελέγξει την εφαρμογή των θεσμοθετημένων εργασιακών ρυθμίσεων.

Πρόσφατα αισθανθήκαμε την ντροπή της εγκληματικής απόπειρας απέναντι στην εργαζόμενη Κούνεβα. Παρά ταύτα δεν υπήρξε καμία κρατική κύρωση, όχι μόνο για το ατομικό γεγονός αλλά ούτε και για τις μαζικές παραβιάσεις ή καταστρατηγήσεις που φαίνεται να γίνονται με εμπλοκή κρατικών ή και άλλων θεσμικών φορέων. Το περιστατικό δεν θα είχε τόση αξία αν ήταν μεμονωμένο. Είναι όμως έκφραση μιας γενικής παράλυσης, ασυδοσίας και διαφθοράς που κυριαρχεί στο πεδίο της εργασίας και σε πολλά άλλα. Σε τέτοιες ανορθόλογες συνθήκες, όμως, ένα ορθολογικό ερώτημα πώς μπορεί να απαντηθεί με ορθολογικούς όρους;

Σε χώρες και επιχειρήσεις όπου εφαρμόστηκαν περιορισμοί στον χρόνο εργασίας ή στους μισθούς σε φάσεις κλαδικής ή επιχειρησιακής κρίσης, υπήρχε εμπιστοσύνη και συναίνεση. Και τέτοιες λύσεις διασφάλισαν τόσο τη βιωσιμότητα επιχειρήσεων ή κλάδων (παράδειγμα η γερμανική χαλυβουργία) όσο και, τελικά, θέσεις εργασίας, και ένα, έστω περιστασιακά μειωμένο εισόδημα των εργαζομένων. Στην Ελλάδα ονειρευόμαστε λύσεις συγκροτημένων κοινωνιών (π.χ. κοινωνική προστασία, ευελιξίες, ασφαλιστική προστασία, υψηλές μισθολογικές αυξήσεις, αποτελεσματικό κράτος), όταν εμείς οι ίδιοι ως κοινωνία κανιβαλίζουμε κάθε βασικό όρο που κάνει εφικτές τέτοιες σχέσεις. Βεβαίως, καταμεσής της κρίσης μπορεί να θεωρηθεί ότι ελαστικές μορφές εργασίας ίσως έχουν αντάλλαγμα μια μικρότερη ανεργία. Τότε όμως θα ανακαλύψουμε ότι το δίλημμα είχε τεθεί με λάθος όρους. Οτι η επιλογή, στην ουσία, δεν ήταν μεταξύ ανεργίας και ελαστικής εργασίας. Ηταν μεταξύ ανεργίας και δημιουργίας ακραίων καταστάσεων,

Γραφείο ευρέσεως εργασίας στην Καλιφόρνια

καθημερινών κοινωνικών εντάσεων, εγκληματικότητας, κυνισμού στην καθημερινότητα ή μιας περαιτέρω διχοτόμησης της κοινωνίας.

Με απλά λόγια λείπουν οι ρυθμιστικοί μηχανισμοί και τα εχέγγυα, ότι μειωμένη απασχόληση ή μειωμένες αμοιβές θα είναι εργαλεία αμφίπλευρης διάσωσης, επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας, και ότι σε μια δύσκολη περίοδο θα υπάρξουν μηχανισμοί προστασίας απέναντι σε ευρύτερες καταχρήσεις εις βάρος της εργασίας για να διασωθούν υψηλότερα κέρδη και όχι η ίδια η επιχειρηματική υπόσταση και οι θέσεις εργασίας.

Υπάρχουν πολλές επιχειρήσεις που λειτουργούν σοβαρά. Οπως και πολλές που κινούνται στον αντίποδα. Σήμερα, σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου, εργαζόμενοι και εργοδοσία μπορούν και οφείλουν να βρουν κοινές λύσεις. Γενικευμένες ρυθμίσεις, όμως, με ανοικτούς βαθμούς ελευθερίας στην ανευθυνότητα και στην πανταχού παρούσα απληστία (ιδιωτική και δημόσια), είναι γενικότερα επικίνδυνες σε φάση κρίσης. Το πρόβλημα είναι ότι έτσι, για πολλοστή φορά, όσοι είναι «μέσα» σε χώρους δουλειάς θα καταδικάσουν αυτούς που είναι «έξω» σε ανεργία, μηδενικό εισόδημα και κοινωνική υποβάθμιση. Οσοι εργάζονται, αμείβονται κανονικά. Οσοι περισσεύουν, απολύονται, χωρίς δυνατότητες διεκδικήσεων. Αλλωστε, συνδικαλιστικά όργανα για τους ανέργους δεν υπάρχουν. Οι καιροί όμως απαιτούν πολιτικές. Το πρόβλημα της απασχόλησης είναι σήμερα υπαρκτό και δεν αφορά μόνο ατομικά κάθε επιχείρηση που βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Είναι και συλλογικό πρόβλημα του επιχειρηματικού τομέα, της κοινωνίας, των εργαζομένων και του πολιτικού συστήματος. Ολες αυτές οι πλευρές έχουν συμφέρον να κατανοήσουν ότι σε μια φάση έντονης κρίσης πρέπει από κοινού να αποδεχθούν κάποιες θυσίες. Οι εργαζόμενοι, ότι ίσως υποστούν κάποια μείωση του βιοτικού τους επιπέδου, οι επιχειρήσεις, ότι πρέπει να αποδεχθούν ένα τμήμα του κόστους, το κράτος- το κοινωνικό σύνολο- ότι πρέπει να παρέμβει εκεί όπου το κόστος της κρίσης γίνεται βαρύ (κυρίως κάθε μορφής άνεργοι), και το πολιτικό σύστημα ότι πρέπει να παραιτηθεί από τμήματα του οφέλους που αντλεί από τη διαφθορά στη χρήση δημόσιων πόρων- μιας διαφθοράς που συχνά γίνεται με τους πλέον νομότυπους τρόπους της δημοκρατίας μας. Τέτοιες θεωρήσεις θα νομιμοποιούσαν ειδικές πολιτικές στην κρίση. Η οπτική όμως αυτή απουσιάζει. Το βλέπουμε, π.χ., στις τράπεζες, όπου οι μέτοχοι, αφού άντλησαν υψηλά κέρδη για χρόνια, απορρίπτουν κάθε ανάληψη ευθύνης των σφαλμάτων τους. Το βλέπουμε στην άρνηση του κράτους να διαχειριστεί χωρίς σκάνδαλα το δημόσιο χρήμα.

Τελικά, κάθε λύση τεχνικά είναι εφικτή. Οταν όμως στερείται «νομιμοποίησης», δημιουργεί συγκρούσεις και αδυνατεί να λειτουργήσει ως «λύση». Αυτό είναι το τίμημα μιας κοινωνίας στην οποία πολλές ενδιαφερόμενες πλευρές λειτουργούν χωρίς σεβασμό των ίδιων τους των θεσμών, με ψευδεπίγραφα στερεότυπα, συνθήματα χωρίς ουσία, και τις υπόγειες πραγματικότητες να κυριαρχούν.

Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι καθηγητής Πανεπιστημίου και πρώην υπουργός.