Η ΕΠΑΓΓΕΛΙΑτης αδύνατης μεταρρύθμισης μοιάζει να έχει στοιχειώσει το εκπαιδευτικό σύστημα και των τριών βαθμίδων. Σχεδόν νομοτελειακά, τις τελευταίες δεκαετίες, κάθε νέος υπουργός Παιδείας αναγγέλλει μια μεταρρύθμιση. Οι αναγγελίες αυτές ανταποκρίνονται σε μια εγγενώς αντιφατική πραγματικότητα: την υπερεπένδυση της ελληνικής κοινωνίας στην (πανεπιστημιακή κυρίως) εκπαίδευση, την ευρεία απήχηση κάθε υπόσχεσης για «αλλαγή» και «μεταρρύθμιση», και τη δυσπιστία έως απόλυτη άρνηση κάθε αλλαγής στο ισχύον σύστημα. Συνεπώς, επίσης σχεδόν νομοτελειακά, κάθε αναγγελλόμενη μεταρρύθμιση αυτοακυρώνεται εν τω γεννάσθαι. Οι μόνες «ανεκτές» αλλαγές αφορούν διαχειριστικά ζητήματα και σε προσαρμογές του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου μάλλον προς μια κατεύθυνση ενίσχυσης της γραφειοκρατικής αντίληψης.

Η σχιζοφρενική αυτή πραγματικότητα δεν αναστέλλει την υπερπαραγωγή απόψεων σχετικά με το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να αλλάξει. Η κριτική, στη χώρα της ρητορικής υπερβολής, είναι πολύπλευρη και οξεία. Διατυπώνεται χωρίς ιεραρχήσεις, με στόχο τον εντυπωσιασμό, και χωρίς συνήθως να προτείνονται συγκεκριμένα μέτρα. Στη σύγχυση συμβάλλουν η επιλεκτική προβολή από τα ΜΜΕ ζητημάτων σχετικών με την εκπαίδευση (π.χ. καλλιεργείται συστηματικά η απαξίωση των πανεπιστημίων), η έλλειψη μακρόπνοης και συνθετικής εκπαιδευτικής πολιτικής (εφόσον κάθε αλλαγή υπουργού Παιδείας διαρρηγνύει τη συνέχεια, παρά τις διαψεύσεις) και ο προφανής συντηρητισμός της κοινωνίας απέναντι σε ενδεχόμενες αλλαγές (στάση που ενισχύεται από ένα ευρύτατο δίκτυο οικονομικών και συντεχνιακών συμφερόντων). Αναμφίβολα, πάντως, η Παιδεία στη χώρα μας διανύει περίοδο μεγάλης απαξίωσης, γεγονός που δημιουργεί αίσθημα δυσφορίας και ματαιότητας στις νέες γενιές. Η ίδια η έννοια της δημόσιας παιδείας έχει υπονομευτεί συστηματικά, για πολλούς λόγους αλλά και γιατί συνυπάρχει επί δεκαετίες με ένα υψηλού κόστους σύστημα παραπαιδείας.

Το μείζον διακύβευμα λοιπόν σήμερα είναι να αποκατασταθεί το κύρος της εκπαίδευσης συνολικά και να προετοιμάζονται επαρκώς οι νέες γενιές για ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον. Ο στόχος αυτός συνεπάγεται γενναίες μεταρρυθμίσεις σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Καμία μεταρρύθμιση δεν μπορεί να είναι μακροπρόθεσμα αποτελεσματική αν εξαντλείται σε κάποια λεπτομέρεια του συστήματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συζήτηση για το σύστημα εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο. Χωρίς να υποτιμώ τη σημασία και αυτού του στοιχείου του εκπαιδευτικού μας συστήματος, αποτελεί υπεραπλούστευση να υποστηρίζουμε ότι η αλλαγή του συστήματος των εισαγωγικών εξετάσεων θα συνεισφέρει στη δομική μεταρρύθμιση την οποία χρειάζεται σήμερα η εκπαίδευσή μας.

Αν επικεντρωθούμε μόνο στο εξεταστικό, στην ουσία επιβεβαιώνουμε τον καθοριστικό του ρόλο στην οργάνωση της δευτεροβάθμιας- ακόμη και της πρωτοβάθμιας- εκπαίδευσης. Το πρόβλημα δεν έγκειται όμως στο σύστημα των εξετάσεων καθαυτό (το οποίο άλλωστε δεν έχει αμφισβητηθεί ως προς τη διαφάνειά του και την αξιοπιστία του) αλλά στον τρόπο που οργανώνονται οι σπουδές, στη στοχοθεσία της βασικής εκπαίδευσης και στην εν τέλει εισαγωγή των επιτυχόντων σε σχολές που δεν τις έχουν επιλέξει. Το πρόβλημα δεν εξαντλείται στον αριθμό των εξεταζόμενων μαθημάτων αλλά στην ύλη και στον τρόπο εξέτασης. Οσο εξακολουθεί να ισχύει το σύστημα του μοναδικού κρατικού εγχειριδίου και της αξιολόγησης με βάση την ικανότητα αποστήθισης, κανένα εξεταστικό σύστημα δεν θα βελτιώσει την ποιότητα της Παιδείας. Χρειάζεται συνεπώς μια συνολική αλλαγή των μεθόδων διδασκαλίας και αξιολόγησης των μαθητών, ώστε να προσφέρεται ουσιαστική Παιδεία και καλλιέργεια. Προφανώς μια παρόμοια αλλαγή δεν μπορεί να μη συνδυάζεται με αλλαγή του συστήματος των εισαγωγικών εξετάσεων. Ωστόσο πρόκειται για διαφορετική στόχευση και ιεράρχηση.

Τέλος, πολύς λόγος γίνεται για την αναγκαιότητα αλλαγών στα πανεπιστήμια. Οι εικόνες των βανδαλισμών, η αναίτια βία, η υποβάθμιση των πτυχίων, η απαξίωση των πανεπιστημιακών δασκάλων αποτελούν αναμφίβολα συμπτώματα της γενικευμένης κρίσης στην εκπαίδευση (αλλά και στην κοινωνία συνολικά). Το βασικό και πιο ανησυχητικό σύμπτωμα αυτής της κρίσης, ωστόσο, είναι το άγχος των νέων παιδιών, η ανασφάλεια και τα ψαλιδισμένα φτερά τους. Φτάνουν στο Πανεπιστήμιο χωρίς πυξίδα. Εχουν συνθλιβεί τα προηγούμενα χρόνια για να πετύχουν έναν στόχο που οι περισσότεροι δεν τον έχουν επιλέξει. Μια φυγόκεντρος επιλογή τούς έχει πετάξει σε τμήματα της επαρχίας που μοιάζουν με πνευματική εξορία. Και δεν μπορούν να οραματιστούν ένα μέλλον. Στην περίπτωση της ανώτατης εκπαίδευσης η εξάντληση της συζήτησης στα περί ασύλου είναι υποκριτική. Προφανώς υπάρχει ζήτημα και εκεί. Δεν λύνεται ωστόσο μόνο με νομικές ρυθμίσεις. Το πρόβλημα δεν έγκειται στην έλλειψη νόμων αλλά στη μη εφαρμογή τους ή σωστότερα στην επιλεκτική εφαρμογή τους.

Είναι καιρός να τολμήσουμε μια συνολική εκπαιδευτική αλλαγή που θα δώσει στις νέες γενιές ένα όραμα το οποίο θα υπερβαίνει τις εισαγωγικές εξετάσεις. Δυστυχώς, λόγω του ισχυρού υπουργοκεντρικού χαρακτήρα του εκπαιδευτικού μας συστήματος, η γενναία μεταρρύθμιση δεν εξαρτάται από τη βούληση και τις ιδέες των λειτουργών της εκπαίδευσης ή των επιτροπών ειδικών αλλά από την ισχυρή κεντρική πολιτική βούληση. Αραγε, εμείς «ναι, μπορούμε»; Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.