ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ που ακολούθησαν μετά τη δεκαετία του 1980 η οικονομική πολιτική των περισσοτέρων κρατών σε παγκόσμιο επίπεδο κινήθηκε σε ένα πλαίσιο αρχών το οποίο ονομάστηκε συναίνεση της Ουάσιγκτον. Αυτή η συναίνεση συμπυκνώνεται στο τρίπτυχο ιδιωτικοποίηση, απελευθέρωση των αγορών και μακροοικονομική σταθερότητα. Το τρίπτυχο αποτέλεσε από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 άλλοτε συνταγή επιτυχίας και μερικές φορές αποτυχίας για τα προγράμματα της οικονομικής σταθεροποίησης και ανάπτυξης.

Το μοντέλο αυτό, που κυριάρχησε στις ανεπτυγμένες οικονομίες, ενίσχυσε σημαντικά την ανάπτυξη και χαρακτηρίστηκε από σημαντικές κοινωνικές εντάσεις και ρήξεις. Η πολιτική και κοινωνική πόλωση αναζήτησε σημεία ισορροπίας μεταξύ της οικονομίας της αγοράς και της κρατικής παρέμβασης και ρύθμισης. Η πρόσφατη οικονομική κρίση δημιούργησε τις συνθήκες για την ανατροπή της ως τώρα κυρίαρχης ιδεολογίας και τη δημιουργία ενός διαφορετικού πλαισίου οικονομικής πολιτικής. Το πλαίσιο αυτό προδιαγράφεται κατ΄ αρχάς από τη σχετική απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα τι είδους αλλά και τι μεγέθους παρέμβαση θέλουμε. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο αναζητείται μια νέου τύπου συναίνεση, αυτή τη φορά κυρίως σε κοινωνικό επίπεδο, για την αντιμετώπιση των επιτακτικών προβλημάτων που ανέκυψαν από την πρόσφατη κρίση (επιβίωση του πιστωτικού συστήματος, ανεργία, οικονομική ανάπτυξη, πτωχεύσεις επιχειρήσεων κτλ.). Η επιδίωξη της κοινωνικής και πολιτικής συναίνεσης διακρίνεται στην πολιτική ατζέντα πολλών ευρωπαϊκών χωρών. Στην Ιρλανδία η κυβέρνηση του Βrian Cowen ξεκίνησε μια διαδικασία διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους και τα συνδικάτα για την επίτευξη μακροχρόνιας συμφωνίας σχετικά με την αύξηση των μισθών. Στην Ολλανδία επετεύχθη συναίνεση για τη μείωση των φόρων στις επιχειρήσεις και την επιτάχυνση των κρατικών δαπανών. Στη Γαλλία ο ΝικολάΣαρκοζί έχει ξεκινήσει από τον Σεπτέμβριο του 2008 ένα μακρό πρόγραμμα διαβούλευσης για τις αυξήσεις στους μισθούς στον δημόσιο τομέα. Παράλληλα στη Γερμανία ο κυβερνητικός συνασπισμός δεν δυσκολεύτηκε, αλλά και δεν καθυστέρησε να συμφωνήσει για τα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης. Ακόμη και η νεότευκτη Δημοκρατία της Σλοβενίας προχώρησε με πολιτική «ομοψυχία» στη λήψη των αντίστοιχων μέτρων.

Στην ελληνική οικονομία το πρόγραμμα σταθεροποίησης έχει έναν διττό ρόλο. Να λειτουργήσει ως ανάχωμα στην κρίση, αλλά και να πείσει τις διεθνείς κεφαλαιαγορές για τη διατηρησιμότητα στην τάση μείωσης των ελλειμμάτων, προκειμένου να διευκολυνθεί η χώρα στην άντληση δανειακών πόρων. Παράλληλα, όμως, είναι και μια ευκαιρία για να προδιαγράψει το πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής για τα επόμενα χρόνια. Μια εκτεταμένη και διεξοδική δημόσια συζήτηση θα επιτρέψει να τοποθετηθούν οι κοινωνικοί και πολιτικοί φορείς σε κρίσιμα ζητήματα. Για πολλά χρόνια τόσο το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων όσο και ο αναπτυξιακός νόμος αποτελούν μια τυποποιημένη διαχειριστική διαδικασία, με αποτέλεσμα να ενισχύονται οι ίδιοι κορεσμένοι κλάδοι και η πολλαπλασιαστική επίδραση των επενδύσεων στην οικονομία να παραμένει σχετικά χαμηλή. Ακόμη, ο τρόπος χρηματοδότησης των προγραμμάτων κρατικής παρέμβασης σε μια εποχή όπου αναμένεται η υποχώρηση των φορολογικών εσόδων. Η ισορροπία μεταξύ του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και ο τρόπος παραγωγής των δημόσιων αγαθών. Τα παραπάνω ή μέρος αυτών έχουν αποτελέσει επί μέρους τμήματα σωρείας προγραμμάτων σταθεροποίησης και ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια. Αν κρίνουμε από τα ως σήμερα αποτελέσματα, ο βαθμός επιτυχίας τους ήταν σχετικά χαμηλός. Ο λόγος της αποτυχίας δεν πρέπει να αναζητηθεί ούτε στον σχεδιασμό ούτε στην εκτέλεση, αλλά κυρίως στον αντίστοιχο βαθμό κοινωνικής αποδοχής.

Ο κ. Διονύσης Χιόνης είναι καθηγητής των Οικονομικών στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.