Η Ελλάδα διεκδικεί μια νέα αρνητική πρωτιά στον τομέα της διεθνούς οικονομίας, έπειτα από αυτήν του πλέον αδύναμου κρίκου της ευρωζώνης, πρωτιά που απειλεί εξίσου την ευρύτερη διεθνή της υπόσταση αλλά τελικά και την ίδια την οικονομική της ευμάρεια. Αυτή η πρωτιά αφορά την εκφραζόμενη προτίμηση της χώρας, μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος, για τον χρηματοπιστωτικό προστατευτισμό.

Συγκεκριμένα η Τράπεζα της Ελλάδος προσφάτως και επανειλημμένα έχει νουθετήσει τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της χώρας να περιορίσουν τις δανειοδοτικές τους δραστηριότητες στη Νοτιοανατολική Ευρώπη (Βαλκάνια και Τουρκία) στο ύψος των τοπικών καταθέσεων που οι θυγατρικές τους έχουν προσελκύσει και να μη διανοηθούν να χρησιμοποιήσουν την ενίσχυση που έχουν λάβει από το ελληνικό Δημόσιο για την περιφερειακή τους λειτουργία. Λαμβανομένου υπόψη όμως ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα κατέχει ένα συνολικό μερίδιο αγοράς 20% στην περιοχή, μια τέτοια απότομη συρρίκνωση του πιστωτικού τους ρόλου θα έχει αποσταθεροποιητικές συνέπειες στις γειτονικές μας οικονομίες- οικονομίες που αποτελούν και κύριο αποδέκτη των ελληνικών εξαγωγών και σχεδόν αποκλειστικό αποδέκτη των ελληνικών άμεσων επενδύσεων. Επίσης μια τέτοια συμπεριφορά, όταν μπορεί να αναζητηθεί η αιτία της στα ελληνικά κανονιστικά όργανα και εν τέλει στην ίδια την ελληνική κυβέρνηση, θα τινάξει στον αέρα την παραπάνω από μία δεκαετία εδραιωμένη διεθνή ταυτότητα της χώρας ως παράγοντα σταθερότητας και ανάπτυξης στην περιοχή. Ηδη διεθνή και έγκυρα μέσα αντιλαμβάνονται με αυτόν τον σκιερό τρόπο τη χώρα (βλ. πρόσφατα δημοσιεύματα των «Financial Τimes»), σύντομα θα ακολουθήσουν κυβερνήσεις, γειτονικές και του ευρωπαϊκού πυρήνα, οι Βρυξέλλες και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Αντί του χρηματοπιστωτικού προστατευτισμού, η ελληνική κυβέρνηση- και όχι η Τράπεζα της Ελλάδοςπρέπει να άρει τις όποιες δεσμεύσεις στη χρήση του πακέτου της ενίσχυσης των τραπεζών. Η Τράπεζα της Ελλάδος πρέπει να μην παρουσιάσει προσκόμματα στη δυνατότητα των τραπεζών μας να κάνουν χρήση της πρόσβασής τους σε πηγές χρηματοδότησης από τις εγχώριες και διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου για τη διατήρηση των λελογισμένων πιστοδοτικών τους δραστηριοτήτων στις χώρες της περιοχής. Ταυτόχρονα η ελληνική κυβέρνηση πρέπει, από κοινού με τις κυβερνήσεις της Ιταλίας και της Αυστρίας, οι τράπεζες και επιχειρήσεις των οποίων έχουν ανάλογα σημαίνοντα ρόλο στις αγορές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, να διαπραγματευθεί την αναβάθμιση της δημοσιονομικής υπόστασης της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η διαπραγμάτευση αυτή πρέπει να γίνει υπό το πρίσμα όχι μόνο της σταθερότητας των ιδίων αυτών χωρών της ευρωζώνης αλλά και της παράλληλης εδραίωσης του κορυφαίου για την Ευρωπαϊκή Ενωση εγχειρήματος της προς ανατολάς διεύρυνσης, μετά την πτώση του Τείχους.

Η άποψή μας, με άλλα λόγια, είναι ότι η όποια διαρροή της κρατικής ενίσχυσης προς τις τράπεζες στην περιφερειακή δανειοδοτική τους δραστηριότητα, που ούτως ή άλλως δεν ξεπερνά το 20% του ενεργητικού τους, αποκαθιστώντας τον ρόλο και την ταυτότητα της χώρας ως μείζονος παράγοντα περιφερειακής σταθερότητας, θα έχει πολύ μεγαλύτερη ωφέλεια απ΄ ό,τι κόστος και σε γενικό αλλά και, κατά προέκταση, σε επί μέρους επίπεδο.

Σε γενικό επίπεδο διότι, από κοινού με άλλες χώρες-μέλη όπως οι προαναφερθείσες, η Ελλάδα θα υπενθυμίσει ότι μια Ευρωπαϊκή Ενωση με ενισχυμένη δημοσιονομική υπόσταση δεν αφορά τη μεταβίβαση πόρων σε έναν υποτιθέμενο «ανάξιο και αμαρτωλό μεσογειακό Νότο» αλλά τη διάσωση καίριων στόχων και επιτυχιών του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, στο οποίο όλοι έχουν συνεισφέρει, Νότιοι τουλάχιστον όσο και Βόρειοι.

Σε επί μέρους επίπεδο διότι θα τονίσει τον αναντικατάστατο ρόλο της Ελλάδας στη σταθεροποίηση των Βαλκανίων και την οικονομική ενσωμάτωση της Τουρκίας στην Ενωση, σε μια ευρύτερη περιοχή δηλαδή ανεκτίμητης αξίας για την εξωτερική και την αμυντική πολιτική της Ενωσης και κορυφαίας σύμπραξής της με τον αμερικανικό παράγοντα. Δεν ήταν άλλωστε η γερμανική Commerzbank, η γαλλική ΒΝΡ ή η ολλανδική ΙΝG αλλά η Εθνική, η Πειραιώς και η Αlpha που σταθεροποίησαν την Αλβανία ύστερα από την κατάρρευση των «πυραμίδων» το 1996-97. Ηταν η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και όχι η Deutsche Βank, δέκα χρόνια αργότερα, το 2006, που τόλμησε να επενδύσει στην Τουρκία, σε μια περίοδο που κλονιζόταν έντονα η σχέση της τελευταίας με τους διεθνείς επενδυτές, που τους είχε- και έχει- απόλυτη ανάγκη.

Επιπροσθέτως το αποτέλεσμα μιας τέτοιας διαπραγμάτευσης με την Ευρωπαϊκή Ενωση, υπό το πρίσμα της παράλληλης ενίσχυσης της χώρας μας και της ευρύτερης περιοχής, βελτιώνοντας τις συνολικές αναπτυξιακές προοπτικές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης θα ελάφρυνε αντί να επιβαρύνει τον έλληνα φορολογούμενο. Προσελκύοντας εκ νέου κεφαλαιουχικές ροές στον ευρύτερο γεωγραφικό μας χώρο θα εξασφάλιζε την εκ νέου ανάπτυξη των ελληνικών επιχειρήσεων και τραπεζών αντί για τη συρρικνωμένη επιβίωσή τους που σήμερα καλείται να εξασφαλίσει ο έλληνας φορολογούμενος.

Η Ελλάδα εν τέλει θα μπορέσει να βοηθήσει τον εαυτό της τονίζοντας και ενισχύοντας το μέγεθος της αλληλεξάρτησής της από τις γειτονικές της χώρες και όχι το αντίθετο- υπερασπιζόμενη δηλαδή, εντός και εκτός, το διεθνές οικονομικό μέγεθος που έχει αποκτήσει την τελευταία δεκαετία, μέσα από τον κόπο και το ρίσκο χιλιάδων ελληνικών επιχειρήσεών της, μικρών και μεγάλων, των τραπεζών προεξαρχουσών, και δεκάδων χιλιάδων ελλήνων επενδυτών και εργαζομένων, και όχι μικραίνοντας αυτό το μέγεθος μέσω του χρηματοπιστωτικού προστατευτισμού.

Ο κ. Αντώνης Καμάρας είναι αναλυτής στη Levant Ρartners ΑΕ.