Από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα το πολιτικό μας σύστημα βασίζεται εξ ολοκλήρου στη «λογική» της διαρκούς αντιπαράθεσης των πολιτικών κομμάτων- ιδιαιτέρως της εκάστοτε κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης- και σε καμία περίπτωση στη συνεργασία και στη συναίνεση. Παράλληλα το κοινωνικο-οικονομικό μας σύστημα στηρίζεται στην ανοιχτή σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών και όχι σε ειλικρινή και διαφανή δημόσιο διάλογο με κοινούς στόχους και προσδοκίες.

Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι κατά πόσο σήμερα αυτές οι πρακτικές εξυπηρετούν το σύνολο των εθνικών, συλλογικών αλλά και ατομικών μας συμφερόντων και κατά πόσο έχουμε τη δυνατότητα να τις κάνουμε πιο αποτελεσματικές. Οι απαντήσεις είναι σαφείς και κατηγορηματικές. Πρώτον, τα συστήματα που βασίζονται στη σύνθεση ιδεών, όπως αυτά των σκανδιναβικών χωρών, είναι πολύ πιο αποδοτικά από αυτά που βασίζονται στην αντιπαράθεση, όπως αυτά των μεσογειακών χωρών. Δεύτερον, εφόσον κατάφεραν άλλες χώρες που αντιμετώπιζαν παρόμοια προβλήματα με αυτά που έχουμε σήμερα στην Ελλάδα- όπως η Ιρλανδία- να εμπλουτίσουν το πολιτικό τους σύστημα, γιατί να μην μπορούμε κι εμείς να το πράξουμε;

Χαρακτηριστικά το 1988 ο «Εconomist» δημοσίευσε μία έρευνα για την Ιρλανδία υπό τον τίτλο «Η φτωχότερη των πλουσίων». Μετά 16 χρόνια, το 2004, με αφορμή τη διεύρυνση της ΕΕ, το ίδιο περιοδικό δημοσίευσε μία νέα έρευνα για την Ιρλανδία ξεκινώντας την ανάλυση με την υπογράμμιση πως «καμία άλλη ανεπτυγμένη χώρα δεν έχει παρουσιάσει ανάλογη οικονομική πρόοδο (…) και πολλές χώρες της ΕΕ θα ήθελαν να επιτύχουν παρόμοια οικονομικά αποτελέσματα στο μέλλον. Ειδικά τα νέα κράτη-μέλη ισχυρίζονται πως θα κάνουν σωστή διαχείριση των κοινοτικών πόρων, όπως η Ιρλανδία δηλαδή, και όχι όπως η Ελλάδα».

Οι βασικότεροι λόγοι της επιτυχίας του ιρλανδικού μοντέλου ήταν η αλλαγή του πολιτικο-κοινωνικού συστήματος από ένα που βασιζόταν στην αντιπαράθεση σε ένα που είχε ως θεμέλιο λίθο του τη συναίνεση. Πιο αναλυτικά, το 1987 ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλαν Ντουκς ανακοίνωσε πως λόγω της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης «όταν οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, εμείς δεν θα είμαστε απέναντί τους αλλά θα τις υποστηρίζουμε με όλη μας τη δύναμη. Οποιαδήποτε άλλη στάση της αντιπολίτευσης θα ήταν καθαρά καιροσκοπική και οπορτουνιστική και εγώ δεν δέχομαι να παίξω αυτό το παιχνίδι». Η αντιπολίτευση έλαβε μία γενναία απόφαση που σπάνια συναντάμε στην πολιτική, αποδεικνύοντας ότι λίγοι μόνο κατανοούν πως το εθνικό συμφέρον πρέπει να υπερτερεί του κομματικού. Αυτή η στάση δεν περιορίστηκε στα λόγια, αλλά εκτός του ότι έγινε και πράξη, συνεχίστηκε σε μεγάλο βαθμό από την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση και όταν οι ρόλοι άλλαξαν μεταξύ τους.

Παράλληλα, επειδή η οικονομική κρίση το 1987 είχε φτάσει την εθνική οικονομία στο τέλμα, κυβέρνηση, κόμματα, συνδικάτα και αγροτικοί συνεταιρισμοί κάθησαν στο ίδιο τραπέζι ώστε να αντιμετωπίσουν από κοινού τα προβλήματα της χώρας. Εκτοτε άρχισε μια ουσιαστική στρατηγική αλλαγών και μεταρρυθμίσεων βασιζόμενη στη συνεννόηση και συνένωση δυνάμεων. Μέσα σε μία δεκαετία αυξήθηκε κατά 50% το κατά κεφαλήν εισόδημα, μειώθηκε η ανεργία κατά 10 μονάδες, οριοθετήθηκαν μισθοί για δημοσίους και ιδιωτικούς υπαλλήλους, κατώτατα όρια συντάξεων, έως και συμφωνήθηκαν μέτρα ώστε να γίνουν ανταγωνιστικότερες και αποδοτικότερες οι ΔΕΚΟ και η εθνική οικονομία.

Σε καμία περίπτωση δεν ισχυρίζομαι πως στην Ελλάδα μπορούμε από τη μια στιγμή στην άλλη να υιοθετήσουμε ένα τέτοιο σύστημα. Είναι όμως αδιαμφισβήτητο πως επιτέλους πρέπει να σταματήσουμε να εθελοτυφλούμε και να αναγνωρίσουμε πως το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό μας μοντέλο πάσχει και πως είναι πλέον αναχρονιστικό και ατελέσφορο για τις σύγχρονες ανάγκες. Εφόσον τα πολιτικά κόμματα- κυβέρνηση και αντιπολίτευση- θέλουν να αντιμετωπίσουν ουσιαστικά μείζονα ζητήματα, όπως η οικονομική κρίση, η αναβάθμιση του εκπαιδευτικού μας συστήματος αλλά και του Εθνικού Συστήματος Υγείας, η λύση είναι μόνο η ξεκάθαρη διακομματική συναίνεση που μόνο οφέλη μπορεί να έχει για όλους. Αλλιώς κινδυνεύουμε να διαιωνίσουμε τα προβλήματα και να τα συζητάμε- χωρίς να τα επιλύουμε όμως- για πολλά χρόνια ακόμη.

Συνεπώς, πρέπει χωρίς αμφιβολία να ξεφύγουμε από τη λογική της άκρατης αντιπαράθεσης μεταξύ των κομμάτων και να συνειδητοποιήσουμε πως η πολιτική δεν είναι μία αναμέτρηση μεταξύ «μπλε» και «πράσινων» με νικητή έναν εκ των δύο, αλλά θα έπρεπε να είναι το εργαλείο για την επίτευξη λύσεων μέσα από την ουσιαστική σύνθεση απόψεων. Απλούστατα, τα προβλήματα δεν έχουν χρώμα αλλά είναι εθνικά και αφορούν όλους τους πολίτες, «μπλε», «πράσινους», «κόκκινους», ανεξάρτητους και άλλους.

Ο κ. Χρίστος Δήμας έχει διδάξει Εισαγωγή στις Πολιτικές Επιστήμες στη London School of Εconomics and Ρolitical Science, όπου είναι υποψήφιος διδάκτωρ.