H συζυγία δημοτικισμού και σοσιαλισμού δεν υπήρξε, κατά την εκδίπλωση της δεκαετίας του 1910, κάποια ευθύγραμμη διεργασία. Οι αποστάσεις που κρατήθηκαν δεν φαίνονται αμελητέες και πάντως σηματοδοτούν τις δυνατότητες μιας εναλλακτικής πρότασης στην κυρίαρχη στρατηγική του Βενιζελισμού. Από τη μια πλευρά συνωθούνται όσοι αντιπολιτεύονται το Κόμμα Φιλελευθέρων, υπογραμμίζοντας τη χθόνια παράδοση του κοινοτισμού που αντιμάχεται τον «ξενισμό» και τοποθετώντας ως αντίβαρο στη διεθνικιστική σκέψη τον εθνικισμό του Περικλή Γιαννόπουλου. Από την άλλη όχθη κινούνται σοσιαλιστικές ομάδες- η επικρατέστερη πάντως από αυτές, η «Φεντερασιόν», και οι Αθηναίοι συνοδοιπόροι της συμφώνησαν σε εκλογική σύμπραξη, το 1915, με τον «ουδετερόφιλο» αντιβενιζελικό σχηματισμό του Γούναρη.

Το «Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθηνών» ωστόσο παρείχε, έστω και ασυνεπώς, μετά την εμπλοκή της χώρας στον παγκόσμιο πόλεμο, στο πλευρό των δυνάμεων της Εntente, την κριτική υποστήριξη στα νομοθετικά μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση Βενιζέλου το 1917 για τη γενική εκπαίδευση. Την ίδια τροχιά είχε διανύσει ήδη ο Σκληρός, αφανής «σύμβουλος» του Γιαννιού από το καλοκαίρι του 1915, που διέθετε μια σαφέστερη εκδήλωση κατάφασης και πλήρους κατανόησης των δυσκολιών που συναντούσε στην εφαρμογή της εκπαιδευτικής πολιτικής του ο Βενιζέλος, με έσχατο παράδειγμα τον εξαναγκασμό του σε παραίτηση.

Κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού των θεσμών που πραγματοποιούσε το Κόμμα Φιλελευθέρων, διαμορφώνονται οι επαρκείς όροι για τη δημιουργία των «οργανικών διανοουμένων» του νέου καθεστώτος που κατέστησε τη χώρα ισχυρή βαλκανική δύναμη και στη συνέχεια σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Ο δημοτικισμός υπήρξε ένα από τα κέντρα έλξης σοσιαλιστών διανοουμένων, με τον διττό ορισμό, προς την πολιτική του Βενιζέλου και επομένως λειτουργούσε ως ιστός ομογενοποίησης μιας κατηγορίας ανθρώπων που μπορούν να προσφέρουν τη διανοητική τους εργασία σε μια κοινωνία που ανασυντάσσεται, inter alias, και στον εκπαιδευτικό θεσμό.

Οι «Κοινωνιολόγοι», μολονότι διαφώνησαν με τον τρόπο που η πρώτη κυβέρνηση Βενιζέλου ρύθμισε συνταγματικά το θέμα της γλώσσας, εφόσον στο πρόγραμμα του Λαϊκού Κόμματος είχε προβλεφθεί η θεμελίωση της διδασκαλίας «απάνου στην αλήθεια με την καλλιέργεια της δημοτικής», κατανόησαν τις δυνατότητες που προεξοφλούσε η μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος σε μια χώρα που το χρησιμοποιούσε κατ΄ εξοχήν για την αναπαραγωγή των υπαρχουσών κοινωνικών σχέσεων. Οσοι διέθεταν ένα minimum, απλώς, δεκτικότητας προς τις ιδέες της κοινωνικής μεταρρύθμισης διέκριναν στο κίνημα του δημοτικισμού τον μοχλό να αξιοποιηθούν οι εκπαιδευτικοί μηχανισμοί στη σύνθετη διεργασία «ανάπλασης» της ελληνικής κοινωνίας.

Από τον κύκλο του Σκληρού στην Ιένα (ιδίως από την ομάδα που σχεδίασε την «Προοδευτική Εταιρεία») πέρασε ο στενός πυρήνας του Εκπαιδευτικού Ομίλου και συντάκτης των συναφών νομοθετημάτων που ψήφισε η κυβέρνηση Βενιζέλου (διστακτικά το 1911, τολμηρότερα το 1917), αφού βέβαια συμμερίστηκε- εμφανώς ή όχι- τις διεκδικήσεις των «Κοινωνιολόγων».

Μια παρόμοια τελεσφόρηση είχε ο δημοτικισμός και στους «διανοούμενους» με τη στενή σημασία του όρου. Οι «άνθρωποι των γραμμάτων», στην πλειοψηφία τους λογοτέχνες, κατακτούν με την ένταξή τους σ΄ αυτό το κίνημα, ιδιαίτερα όταν διευρύνουν τη σκόπευσή του και διαπιστώνουν ταυτόχρονα τα περιορισμένα περιθώρια της επιτυχίας του, μιαν οξύτερη αίσθηση του κοινωνικού, γεγονός που τους ετοιμάζει να ασπασθούν αβίαστα τις ιδέες του σοσιαλισμού. Σε μια πρώτη γενιά σοσιαλιστών δημοτικιστών λογοτεχνών ανήκουν οι Π. Ζητουνιάτης, Γ. Καμπύσης και Γρ. Ξενόπουλος. Στην περίοδο που μας ενδιαφέρει εδώ οι κυριότεροι λογοτέχνες αυτής της κατηγορίας συνδέονται με τον Νουμά που αποτέλεσε, από αυτή την άποψη, μια συλλογική καταγραφή της εμπειρίας από την προσέλκυση στις ιδέες της κοινωνικής μεταρρύθμισης. Το περιοδικό αυτό, στις περίπου τρεις δεκαετίες της σταδιοδρομίας του, υπήρξε ένα αντιθετικό βήμα, στο οποίο το ιδιαίτερο στίγμα προσέδιδαν οι εκάστοτε πολιτικές επιλογές του διευθυντή του και των στενών συνεργατών του. Η ιδεολογική συνοχή του περιοδικού, εύθραυστη βέβαια στις ποικίλες διακυμάνσεις μιας τέτοιας διάρκειας, αφορούσε έναν στενό κύκλο συνεργατών που η εμβέλεια του εγχειρήματός τους ήταν σαφώς ευρύτερη από τις δυνατότητές τους. Από μια άλλη άποψη το βήμα αυτό του δημοτικισμού, στον ρυθμό των γεγονότων της πρώτης τριακονταετίας του 20ού αιώνα, αποκαλύπτει τα όρια των μορφών σύζευξης εθνικού και κοινωνικού ζητήματος.

Αυτόν ακριβώς τον προβληματισμό (και όχι μόνο) μας υπενθυμίζει με το βιβλίο της η Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου, Οι φόβοι ενός αιώνα (2008), μέσα από ένα κείμενο πλούσιας τεκμηρίωσης και εκφραστικής σαφήνειας.

Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.