Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, το 1981, αναμενόταν ότι θα ενίσχυε την ανάπτυξη, αν όχι όλων των οικονομικών τομέων, τουλάχιστον της ελληνικής γεωργίας. Αυτή η άποψη βασιζόταν στην ήδη υπάρχουσα τότε Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) η οποία μάλιστα απορροφούσε το μεγαλύτερο μέρος του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού (75% τότε, περίπου 40% σήμερα). Σήμερα, 38 χρόνια μετά, η κατάσταση της ελληνικής γεωργίας και της υπαίθρου ούτε βελτιωμένη είναι ούτε ελπιδοφόρα, παρά το γεγονός ότι η ελληνική γεωργία λαμβάνει περίπου 6% από τη συνολική χρηματοδότηση που παρέχει το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων, διπλάσιο ποσοστό από ό,τι π.χ. η Δανία ή η Ολλανδία.

Μια βασική ερώτηση που αναζητεί απάντηση επικεντρώνεται στην εξερεύνηση και στον προσδιορισμό των παραγόντων που καθορίζουν την κατάσταση αυτή της ελληνικής γεωργίας, ενός οικονομικού τομέα που εξακολουθεί ως σήμερα να είναι σημαντικός για την ελληνική οικονομία. Αυτοί οι παράγοντες προσδιορίζονται στους εξής τρεις: α) Το πολιτικό σύστημα σε σχέση με τον γεωργικό τομέα. β) Ο τρόπος που ο ίδιος ο τομέας οργανώνεται και γ) Η ύπαρξη ή όχι καθώς και τα χαρακτηριστικά των δικτύων διακυβέρνησης. Επιπλέον αυτοί οι παράγοντες αλληλεπιδρούν, είναι στενά συνδεδεμένοι μεταξύ τους και έχουν κάποια κοινά στοιχεία των οποίων ο συνδυασμός επηρεάζει και καθορίζει τις εξελίξεις και την ανάπτυξη της γεωργίας σε κάθε χρονική περίοδο. Αυτά τα στοιχεία είναι το επίπεδο συγκεντρωτισμού των κέντρων αποφάσεων και το επίπεδο επαγγελματισμού τα οποία είτε παρεμποδίζοντας είτε βοηθώντας το επίπεδο καθορίζουν τον βαθμό επιρροής της ΚΑΠ στην ανάπτυξη και εξέλιξη της ελληνικής γεωργίας.

Το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα παρουσιάζει σε όλους τους τομείς (Παιδεία, δημόσια διοίκηση, οικονομία, γεωργία κτλ.) υψηλό βαθμό συγκεντρωτισμού σε συνδυασμό με χαμηλό επίπεδο επαγγελματισμού. Ετσι και στη γεωργία το υψηλό επίπεδο συγκεντρωτισμού, πρώτον, δεν επιτρέπει να συμπεριλαμβάνονται στις πολιτικές αποφάσεις τα διευρυμένα οικονομικά συμφέροντα αυτών που επηρεάζονται άμεσα από τις πολιτικές αποφάσεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι αποφάσεις να εξυπηρετούν κομματικά ή κυβερνητικά βραχυπρόθεσμα συμφέροντα και να μη θέτουν τις βάσεις για μακροχρόνιες και αειφόρες λύσεις ανάπτυξης (π.χ. στη γεωργία), και έτσι από πολιτικές καταλήγουν να είναι απλές μικροπολιτικές αποφάσεις.

Δεύτερον, η οργάνωση της γεωργίας η οποία κατά περιόδους βασίστηκε και σε νομοθετικές αποφάσεις. Στην πρώτη τετραετία το ΠαΣοΚ, παρ΄ όλο που είχε άμεσο σκοπό την αναδιοργάνωση της γεωργίας και του συνεταιριστικού κινήματος με τον νόμο 1541/85, τελικά επιδείνωσε την κομματικοποίηση στις συνεταιριστικές διαδικασίες και ενώ είχε άλλες επιδιώξεις απέτυχε στην υλοποίησή τους. Ηταν επίσης άμεσα συνδεδεμένη με κομματικά και ατομικά συμφέροντα, απομακρύνοντας αυτούς που επηρεάζονται άμεσα, μην ενθαρρύνοντάς τους να συμμετέχουν ενεργά στις οργανωτικές διαδικασίες και επιδρώντας αρνητικά στις δομές οργάνωσης, συμβάλλοντας στη διάσπαση και στην έλλειψη συνοχής του αγροτικού κινήματος. Αυτό το φαινόμενο επιπλέον υποβοηθείται από την έλλειψη θεσμοθετημένης και υποχρεωτικής ολοκληρωμένης και συνεχούς αγροτικής εκπαίδευσης. Αντ΄ αυτού η παροδική και βασισμένη σε απαρχαιωμένες γνώσεις «εκπαίδευση» των ελλήνων αγροτών τούς κρατάει μακριά από τις διεθνείς εξελίξεις αλλά και μακριά από τη γνώση του ίδιου του αντικειμένου τους, οδηγώντας τους συχνά (όπως και άλλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, όπως π.χ. την Παιδεία) σε απόγνωση και σε βίαιες ή αναποτελεσματικές διαμαρτυρίες (κλείσιμο δρόμων, καταστροφή προϊόντων). Ετσι οι έλληνες αγρότες δεν έχουν μάθει πώς να μαθαίνουν αλλά ούτε πώς να οργανώνονται και να θέτουν τις βάσεις για μακροχρόνιες και αποτελεσματικές λύσεις.

Τρίτον, η συγκεντρωτική πολιτική και η έλλειψη οργάνωσης συνδυάζεται με έλλειψη επικοινωνίας και ύπαρξη δικτύων διακυβέρνησης (networks) τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλλουν όχι μόνο στην επικοινωνία και την ενημέρωση όλων των μερών που σχετίζονται με τη γεωργία (πολιτικών, δημόσιων υπαλλήλων, αγροτών και βιομηχανία τροφίμων) αλλά και στη λήψη πολιτικών αποφάσεων όπου και όλα τα συμφέροντα του τομέα θα λαμβάνονται υπόψη αλλά και θα υλοποιούνται αποτελεσματικά με τη συμφωνία και τον σχεδιασμό όλων των μερών, συμβάλλοντας σε μια μακροχρόνια και αειφόρο ελληνική γεωργία.

Για τους παραπάνω λόγους, το βασικό πρόβλημα της ελληνικής γεωργίας δεν είναι τα κονδύλια ούτε πάντα το επίπεδο απορροφητικότητάς τους αλλά η αποτελεσματική διαχείρισή τους η οποία δεν μπορεί να βασίζεται σε βραχυπρόθεσμες πολιτικές αποφάσεις που δεν συμπεριλαμβάνουν τις κύριες ανάγκες και την ουσιαστική συμμετοχή των ενδιαφερομένων φορέων στις αποφάσεις και στην υλοποίησή τους. Μια τέτοια συμμετοχή όμως πρώτα από όλα προϋποθέτει σωστά και συνεχώς εκπαιδευμένους αγρότες έτσι ώστε να λειτουργούν με επαγγελματισμό μέσα από συμμετοχικές διαδικασίες οι οποίες όχι μόνο θα επηρεάζουν τις πολιτικές αποφάσεις αλλά θα συνδιαχειρίζονται και την υλοποίησή τους σε συνεχή βάση, όπως ήδη γίνεται σε χώρες του εξωτερικού (π.χ. Δανία).

Η κυρία Σέβη Χατζοπούλου διδάσκει Ευρωπαϊκή Πολιτική και Διεθνείς Σχέσεις στο Πανεπιστήμιο του Μάλμοε στη Σουηδία.